Τα τελευταία χρόνια η επιστημονική κοινότητα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, προειδοποιώντας για τις δυσμενείς επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ή όπως συχνά αναφέρεται πλέον, της κλιματικής κρίσης. Αυτές τις προειδοποιήσεις πρέπει να τις αξιοποιήσουμε και να μετατρέψουμε την κλιματική αλλαγή από απειλή σε ευκαιρία.
Αναντίρρητα, η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και η ενίσχυση των οικονομιών αποτελούν σήμερα ύψιστες προτεραιότητες. Η παρούσα συγκυρία προσφέρει όμως τη δυνατότητα να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια πράσινη ανάκαμψη από την πανδημία, με το τριπλό όφελος της ταυτόχρονης αντιμετώπισης της υγειονομικής, της οικονομικής και της κλιματικής κρίσης.
Παρόλα τα πολύ σοβαρά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, τη μεγάλη αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους και τα σοβαρά διλήμματα νομισματικής πολιτικής, η πανδημία έχει και μία θετική πλευρά: έχει δημιουργήσει συνθήκες κοινής οικονομικής και νομισματικής δράσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που, εάν συνεχιστεί, θα αποτελέσει σημαντικό βήμα προόδου για μια πραγματική οικονομική, και όχι μόνο νομισματική, ένωση.
Τα προγράμματα ανάκαμψης προσφέρουν την ευκαιρία να ευθυγραμμιστούν στενότερα οι δημόσιες πολιτικές με τους κλιματικούς στόχους, περιορίζοντας τον κίνδυνο της επένδυσης σε υποδομές υψηλής έντασης άνθρακα ή δημιουργώντας υποδομές ανθεκτικότερες στην κλιματική μεταβολή. Έτσι, οι επενδύσεις μπορούν να προσανατολιστούν σε τομείς και τεχνολογίες που επιταχύνουν την ενεργειακή μετάβαση και βελτιώνουν την ανθεκτικότητα απέναντι σε μελλοντικές διαταραχές εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής και ―πρo πάντων― δεν υπονομεύουν τις προσπάθειες των κρατών να αντιμετωπίσουν τις πιεστικές περιβαλλοντικές προκλήσεις.
Στο πλαίσιο αυτό κινείται το μέσο ανάκαμψης Next Generation EU, το οποίο θα χρηματοδοτήσει πρωτοβουλίες για δράσεις αναπτυξιακές, με σημαντικότερες αυτές που αφορούν τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, την εξοικονόμηση πόρων, τον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημόσιου τομέα και της οικονομίας γενικότερα, καθώς και τη θωράκιση του τομέα της υγείας.
Επιπλέον, στην τρέχουσα συνθήκη, το χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί να συνεισφέρει τόσο με τις πρακτικές του, όσο και με το ειδικό του βάρος, ιδιαίτερα καθώς οι συνέργειες ανάμεσα στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα μπορεί να είναι ιδιαίτερα επωφελείς για τη βιώσιμη χρηματοδότηση και την πράσινη ανάκαμψη. Υπάρχουν βέβαια πολλές προκλήσεις, καθώς χρειάζονται προσαρμογές της επιχειρηματικής στρατηγικής και των καθιερωμένων πρακτικών.
Προς αυτή την κατεύθυνση, ο ΟΗΕ, μέσω του Finance Initiative του Προγράμματος Περιβάλλοντος (United Nations Environment Programme Finance Initiative – UNEP FI) προτείνει αρχές αειφορίας για τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, της σύγχρονης τραπεζικής, ασφαλιστικής και επενδυτικής πρακτικής. Πιο συγκεκριμένα, για τον τραπεζικό τομέα, το 2019 ανακοινώθηκαν οι Αρχές Υπεύθυνης Τραπεζικής και σήμερα 235 τράπεζες από 69 χώρες έχουν υιοθετήσει τις Αρχές αυτές με στόχο να ενσωματώσουν τη βιωσιμότητα στην επιχειρηματική στρατηγική και τη σύγχρονη τραπεζική πρακτική. Μέσα από την υιοθέτησή τους, οι Αρχές διευκολύνουν τις τράπεζες να θέσουν στόχους αειφορίας και διαφάνειας, να εντάξουν μετρήσιμους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς στόχους στη στρατηγική τους, να ελέγχουν και να υπολογίζουν την επίδραση των χρηματοδοτήσεών τους και να δημοσιοποιούν και να βελτιώνουν τον αντίκτυπό τους, θετικό ή αρνητικό, στην κοινωνία και το περιβάλλον. Η Τράπεζα της Ελλάδος, είναι η πρώτη κεντρική τράπεζα παγκοσμίως που προσυπέγραψε το 2019 τις Αρχές και αντίστοιχα ενθαρρύνει τις τράπεζες να τις υιοθετήσουν και να θέσουν υψηλούς στόχους.
Παράλληλα, και οι κεντρικές τράπεζες έχουν πλέον εντατικοποιήσει την ενασχόλησή τους με το θέμα της κλιματικής αλλαγής, μέσα και από τη σημαντική πρωτοβουλία σύστασης του Δικτύου Κεντρικών Τραπεζών και Εποπτικών Αρχών για ένα Πράσινο Χρηματοοικονομικό Σύστημα (Network of Central Banks and Supervisors for Greening the Financial System – NGFS) στο οποίο συμμετέχει από το 2019 και η Τράπεζα της Ελλάδος.
Επίσης, σημαντικό διττό ρόλο σε αυτή τη συνθήκη έχουν και οι αγορές ιδιωτικής ασφάλισης: αφενός να απορροφούν, μέσω των αντίστοιχων ασφαλιστικών προϊόντων, τις ζημίες που προκαλούνται από ακραία κλιματικά φαινόμενα και αφετέρου να συμβάλλουν στην ενίσχυση των κλιματικών πολιτικών μέσω της προσεκτικής επιλογής των επενδύσεών τους με έμφαση σε δραστηριότητες που υποστηρίζουν το μετριασμό και την προσαρμογή. αύξηση της έκθεσης στα ακραία καιρικά φαινόμενα, και συνεπώς της τρωτότητας ευάλωτων πληθυσμών παγκοσμίως, θα οδηγήσει σε αυξημένες πιέσεις για μηχανισμούς αποφυγής, μετριασμού και αποκατάστασης των ζημιών και συνεπώς για πολιτικές μετακύλισης και επιμερισμού του κινδύνου. Για το λόγο αυτό, οι πολιτικές της ασφάλισης κλιματικού κινδύνου πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο της στρατηγικής της βιώσιμης ανάπτυξης.
Ωστόσο, είναι απαραίτητο να υπάρχει σαφές πλαίσιο και εργαλεία για τη διαχείριση των κλιματικών κινδύνων και τη στήριξη της βιώσιμης χρηματοδότησης. Η διαφάνεια, δηλαδή η δημοσιοποίηση σχετικών με το κλίμα στοιχείων και η υποβολή αναφορών για τους κλιματικούς κινδύνους, θα επιτρέψει στις αγορές να αναλάβουν το ρόλο που χρειάζεται, να υπολογίσουν τον κίνδυνο και να αξιολογήσουν νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες. Γι’ αυτό και είναι αναγκαίο να εφαρμοστεί το ευρωπαϊκό σύστημα ταξινόμησης των πράσινων και βιώσιμων δραστηριοτήτων (EU Taxonomy), το οποίο αποτελεί τη βάση για τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης. Η σωστή εκτίμηση και η εποπτεία των χρηματοοικονομικών κινδύνων, που πηγάζουν από την πράσινη μετάβαση, είναι σημαντικοί παράγοντες για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και τη διαφύλαξη της σωστής λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Αντίστοιχα, ο επανακαθορισμός των κανονιστικών αρμοδιοτήτων, σε ευθυγράμμιση με τη Συμφωνία των Παρισίων και τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, θα προσφέρει το πλαίσιο για ένα πράσινο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Πέρα από την ταξινόμηση για τις πράσινες και βιώσιμες δραστηριότητες, χρειαζόμαστε περισσότερη έρευνα, εργαλεία αξιολόγησης και επιστημονικά τεκμηριωμένη πληροφόρηση σχετικά με τις επιπτώσεις που έχει οτιδήποτε προβάλλεται ως “πράσινο”, έτσι ώστε να αποφύγουμε την απατηλή χρήση του όρου (“greenwashing”).
Εκτός από την υποβολή αναφορών για τους κλιματικούς κινδύνους, πρέπει επίσης να δοθεί έμφαση και σε περιβαλλοντικούς κινδύνους και κρίσιμα ζητήματα, όπως η απώλεια της βιοποικιλότητας. Η δημοσιοποίηση χρηματοοικονομικών δεδομένων που θα περιλαμβάνουν και τις επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον, θα υποστηρίξουν τη μετάβαση σε μια οικονομία που δεν θα είναι μόνο ουδέτερη ως προς τον άνθρακα αλλά και περιβαλλοντικά βιώσιμη.
Επιπλέον, κατά το σχεδιασμό των πολιτικών αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, είναι σημαντικό να έχουμε υπόψη πως η μετάβαση σε μία οικονομία χαμηλών εκπομπών, οικονομία οφείλει να είναι και δίκαιη. Τόσο οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, όσο και οι πολιτικές μετριασμού του φαινομένου, έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Το σύνθημα της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας “κανείς δεν θα μείνει πίσω” ανταποκρίνεται σ’ αυτήν ακριβώς την ανάγκη για μία δίκαιη μετάβαση. Για το σκοπό αυτό, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης και το Επενδυτικό Σχέδιο “Βιώσιμη Ευρώπη” επιδιώκουν να στηρίξουν μια πράσινη μετάβαση που θα βασίζεται στην αλληλεγγύη και τη δικαιοσύνη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η οποία είναι πλέον η κλιματική τράπεζα της Ευρώπης, θα στηρίξει τις επενδύσεις που θα χρειαστούν για την επίτευξη των κλιματικών στόχων και τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία. Αντίστοιχα, το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης θα βοηθήσει περιοχές ιδιαίτερα εξαρτημένες από τον άνθρακα να στραφούν σε νέες μορφές οικονομικής δραστηριότητας, καθώς είναι σημαντικό στην πορεία προς μια κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη έως το 2050 να συμμετέχουν όλες οι περιοχές.
Επομένως, η Ευρώπη, άρα και η Ελλάδα, μπορεί να αναδυθεί ισχυρότερη από την πανδημία μέσα από μία πράσινη ανάκαμψη, δημιουργώντας πράσινες θέσεις εργασίας και επενδύοντας στην κυκλική οικονομία, την εξοικονόμηση ενέργειας, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τις βιώσιμες μεταφορές και την καθαρή τεχνολογία.
Γιάννης Στουρνάρας
Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος