Είναι γεγονός ότι τα κρούσματα εγκληματικότητας ολοένα και πληθαίνουν. Οι άλλοτε ήρεμες γειτονιές έχουν κατακλυστεί από κρούσματα κλοπών, ληστειών και επιτήδειων εγκληματιών που απειλούν και διαπράττουν διαφόρων ειδών εγκλήματα. Οι πολίτες αναγκάζονται να λάβουν αυξημένα μέτρα προστασίας, ένα εκ των οποίων είναι το σύστημα βιντεοεπιτήρησης, ώστε να «καταγραφεί» μία τυχόν εγκληματική κίνηση, ή να αποτελέσει αντικίνητρο για μία τέτοια εγκληματική κίνηση.
Πόσο νόμιμο όμως είναι ένα σύστημα βιντεοεπιτήρησης σε μια κατοικία και στους κοινόχρηστους της χώρους; Το ερώτημα αυτό δεν είναι πρόσφατο, αλλά έχει απασχολήσει πολλάκις και στο παρελθόν. Σχετικά με το ζήτημα της χρήσης συστήματος βιντεοεπιτήρησης έχει εκδοθεί η Οδηγία 1/2011, οι διατάξεις της οποίας οφείλουν να εφαρμόζονται σε συνδυασμό με τον πιο πρόσφατο Γενικό Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (GDPR), που τέθηκε σε ισχύ το 2018 και τον ακόμα πιο πρόσφατο ν. 4624/2019, σε συνδυασμό με τις κατευθυντήριες γραμμές 3/2019 που εκδόθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.
Αφορμή για την σύντομη αυτή μελέτη σχετικά με το σύστημα βιντεοεπιτήρησης σε κοινόχρηστους χώρους αποτέλεσε η υπ’ αριθμ. 10/2022 απόφαση της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, η οποία έχει πολύ ενδιαφέρον, ως προς το αιτιολογικό της και ως προς το διατακτικό της απόφασης. Στην κρινόμενη περίπτωση ένας συνιδιοκτήτης διπλοκατοικίας τοποθέτησε σύστημα βιντεοεπιτήρησης σε κοινόχρηστους χώρους. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντίδραση των λοιπών συνιδιοκτητών, οι οποίοι προέβησαν σε καταγγελία στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Επί της καταγγελίας αυτής η Αρχή έκρινε ότι υπεύθυνος επεξεργασίας για το σύστημα βιντεοεπιτήρησης δεν μπορεί να είναι ένας μεμονωμένος ιδιοκτήτης. Σε μία πολυκατοικία, ή σε μία συνιδιοκτησία γενικότερα, η διαδικασία λήψης απόφασης ορίζεται και προβλέπεται στον Κανονισμό πολυκατοικίας/ συνιδιοκτησίας. Σε περίπτωση μάλιστα που δεν υφίσταται κανονισμός, προκειμένου να υπάρχει σύννομη απόφαση των συνιδιοκτητών απαιτείται πλειοψηφία σε ποσοστό ιδιοκτησίας 50% + 1 και επιπλέον σύμφωνη γνώμη των δύο τρίτων των ενοίκων, για την οποία λαμβάνεται υπόψη μία ψήφος ανά κατοικημένο (μη κενό) διαμέρισμα.
Σημαντικό ερώτημα στη μελέτη του πότε η τοποθέτηση μίας κάμερας είναι σύννομη αποτελεί το εξής: Το σύστημα βιντεοεπιτήρησης σε μία οικία/ σε έναν χώρο, αποτελεί προσωπική / οικιακή δραστηριότητα;
Στο ενδεχόμενο ότι η λήψη και η επεξεργασία εικόνας ή ήχου περιλαμβάνει αποκλειστικά ιδιωτικούς χώρους (πχ είναι τοποθετημένο το σύστημα βιντεοεπιτήρησης εντός της οικίας και αποκλειστικά στραμμένο στους ιδιωτικούς χώρους), τότε ναι πράγματι μιλούμε για ιδιωτική χρήση. Αντιθέτως, στην περίπτωση που το πεδίο ελέγχου της βιντεοεπιτήρησης είναι διευρυμένο και περιλαμβάνει και χώρους εκτός της οικίας, δηλαδή χώρους κοινόχρηστους, τότε σε αυτό το δεύτερο ενδεχόμενο, καθότι η επεξεργασία αφορά και κοινόχρηστους χώρους, τότε σταματούμε να μιλούμε για οικιακή χρήση. Η εν λόγω επεξεργασία αφορά ένα διευρυμένο αριθμό ατόμων και των προσωπικών τους δεδομένων, συνακόλουθα και συμπερασματικά εφαρμόζονται τα οριζόμενα στον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.
Η συνήθως επικαλούμενη νομική βάση για την εν λόγω επεξεργασία είναι η προβλεπόμενη στο άρθρο 6 παρ. 1 εδάφιο στ του ΓΚΠΔ. Πιο συγκεκριμένα, η νομική βάση που προβλέπεται στο στ εδάφιο αφορά την επεξεργασία που είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των εννόμων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας. Επεξηγηματικά των ανωτέρω: το έννομο συμφέρον που επικαλείται κάποιος που εγκαθιστά μία κάμερα είναι συνήθως η ασφάλεια και η αποτροπή εγκληματικών ενεργειών εις βάρος της περιουσίας, ή της ζωής του. Στις περιπτώσεις της επίκλησης του εννόμου συμφέροντος ερευνάται, όμως, η αναγκαιότητα του μέτρου σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και μελετάται παράλληλα το ενδεχόμενο του αν ο επιδιωκόμενος σκοπός μπορεί να επιτευχθεί με άλλα μέσα, όπως εν προκειμένω αναφέρεται σαν παράδειγμα και στην απόφαση της Αρχής. Πχ το έννομο αγαθό της ασφάλειας μπορεί να επιτευχθεί με περισσότερο φωτισμό στην περιοχή που θέλει να προστατεύσει, με σύστημα συναγερμού, με τοποθέτηση κάμερας, η οποία όμως να είναι στραμμένη αποκλειστικά στην είσοδο, με μηδενική εμβέλεια σε κοινόχρηστους χώρους.
Επιζητούμενο πάντα σε αυτή τη μελέτη είναι η μαγική λέξη και η έννοια της «αναλογίας», η οποία έρχεται για να εναρμονίσει και να βρει τις ισορροπίες στα δύο έννομα αγαθά που προσβάλλονται. Ναι μεν ο επιδιωκόμενος σκοπός της ασφάλειας που επικαλείται ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να επιτευχθεί, χρησιμοποιώντας όμως το κατάλληλο μέτρο, το οποίο δεν δύναται προσβάλλει ένα άλλο έννομο αγαθό, εξίσου σημαντικό, που είναι το έννομο αγαθό της ιδιωτικότητας των ατόμων, η οποία ιδιωτικότητα σαφώς πλήττεται, όταν η κάμερα είναι τοποθετημένη με τρόπο, ώστε να επιτηρούνται οι κοινόχρηστοι χώροι.
Συνεκτιμώντας όλα τα ανωτέρω, η Αρχή επέβαλε με την εν λόγω απόφαση (10/2022) το διορθωτικό μέτρο (και όχι κάποιο πρόστιμο) της απαγόρευσης βιντεοεπιτήρησης σε κοινόχρηστους χώρους της οικίας.
Ζούμε σε μία εποχή που έχουμε μάθει, ή πιο ορθά έχουμε εξοικειωθεί με το ενδεχόμενο, ότι «παρακολουθούμαστε». Η χρήση των κοινωνικών μέσω ενημέρωσης, αλλά και η τηλεοπτική προβολή ριάλιτι, συνέτειναν στην εξοικείωση αυτή. Οφείλουμε όμως να συνειδητοποιήσουμε άμεσα, ότι η ιδιωτική μας σφαίρα και το δικαίωμα μας στο να μην «πλήττεται» αυτή η σφαίρα, συνιστά αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητας μας και αποτελεί δικαίωμα μας αλλά και συνάμα υποχρέωση μας να το προστατεύσουμε.
Σοφία Τσιπτσέ
Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
Διαπιστ. Διαμεσολαβήτρια ΥΔΔΑΔ
(αστική, εμπορική, ηλεκτρονική, τραπεζική Διαμεσολάβηση)
Υπεύθυνη Προστασίας Δεδομένων / D.P.O. exec