Οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες είχαν σημαντικό αντίκτυπο στο περιβάλλον ήδη πριν από χιλιάδες χρόνια. Εξόρυξη μετάλλων, αποψίλωση δασών, υπεραλίευση ήταν μερικές από τις δραστηριότητες των προϊστορικών και αρχαίων πολιτισμών στον ελλαδικό χώρο, όπως διαπιστώνουν επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης και του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ).
Μια διεθνής και διεπιστημονική ομάδα ερευνητών πραγματοποίησε αποστολή στο βόρειο και κεντρικό Αιγαίο τον Ιανουάριο του 2018, όπου συνέλεξε και μελέτησε ιζήματα από τον πυθμένα της θάλασσας και τις παράκτιες περιοχές. Αυτή την περίοδο οι επιστήμονες βρίσκονται και πάλι στην Ελλάδα, στο νότιο Αιγαίο και το Ιόνιο αυτή τη φορά, για να συνεχίσουν την αναζήτησή τους. Ο στόχος τους είναι διττός, να προσδιορίσουν πώς η εξάπλωση των ανθρώπινων πολιτισμών τα τελευταία 11.500 χρόνια έχει επηρεάσει τα χερσαία και θαλάσσια οικοσυστήματα, αλλά και πώς οι κλιματικές αλλαγές επηρέασαν τους πρώτους ανθρώπινους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου.
Οι αποστολές γίνονται με το γερμανικό ωκεανογραφικό πλοίο METEOR και χρηματοδοτούνται από το ομοσπονδιακό υπουργείο Παιδείας και Έρευνας της Γερμανίας και το Γερμανικό Ίδρυμα Ερευνών. Η ερευνητική ομάδα, στην οποία συμμετέχουν επίσης επιστήμονες από τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, συλλέγει πυρήνες ιζημάτων από τον πυθμένα της θάλασσας κατά μήκος των ελληνικών ακτών. Το ιδιαίτερο στοιχείο με τους πυρήνες θαλάσσιων ιζημάτων είναι ότι επιτρέπουν την ανασύνθεση τόσο των περιβαλλοντικών συνθηκών στη θάλασσα όσο και στην ηπειρωτική χώρα κοντά στις ακτές. Τα ιζήματα περιέχουν ένα ευρύ φάσμα διαφορετικών κλιματικών και περιβαλλοντικών δεικτών που προέρχονται από τη θάλασσα, όπως πλαγκτόν, αλλά και τη στεριά, όπως γύρη και οργανικές ενώσεις από δέντρα και φυτά, τα οποία μεταφέρονται στη θάλασσα και αποτίθενται στον πυθμένα.
Κατά τη μελέτη του υλικού, οι επιστήμονες ήρθαν αντιμέτωποι με ένα σημαντικό εύρημα: ότι οι άνθρωποι κατέστρεφαν το περιβάλλον χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα.
«Νομίζουμε ότι η περιβαλλοντική ρύπανση άρχισε πριν από λίγες δεκαετίες, αλλά στην πραγματικότητα έχει αρχίσει πολύ νωρίτερα. Μπορεί η κλιματική αλλαγή ως αποτέλεσμα των ανθρωπογενών παρεμβάσεων να είναι κάτι καινούριο, αλλά η περιβαλλοντική αλλαγή, η αλλαγή των οικοσυστημάτων εξαιτίας των ανθρώπων υπάρχει πολύ νωρίτερα. Συμβαίνει 5.000 χρόνια πριν από σήμερα, στην Εποχή του Χαλκού, και κορυφώνεται πριν από 2.000 χρόνια», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Γιόργκ Προς, ερευνητής Παλαιοκλιματολογίας στο Ινστιτούτο Γεωεπιστημών του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης και επιστημονικός υπεύθυνος της αποστολής. Ο ίδιος προσθέτει ότι το αποτύπωμα των ανθρωπογενών παρεμβάσεων στο φυσικό περιβάλλον συνδέεται στενά με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των πολιτισμών την κάθε χρονική περίοδο.
Μεταξύ άλλων, οι ερευνητές ανέλυσαν την περιεκτικότητα σε μόλυβδο και τις αναλογίες ισότοπων του μολύβδου στους πυρήνες θαλάσσιων ιζημάτων και εντόπισαν την έντονη αύξηση της συγκέντρωσης μόλυβδου εξαιτίας της μαζικής εκμετάλλευσης των ορυχείων του Λαυρίου ήδη πριν από 2.700 με 2.500 χρόνια. «Ερευνούμε για πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο την έκταση της ρύπανσης του θαλάσσιου περιβάλλοντος από μόλυβδο κατά τους αρχαίους χρόνους και διαπιστώνουμε ότι η ρύπανση αυτή κορυφώνεται την ίδια εποχή που έχουμε τη μεγαλύτερη επέμβαση στο φυσικό περιβάλλον στη στεριά, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους», παρατηρεί ο Έλληνας ερευνητής του Ινστιτούτου Γεωεπιστημών του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, Ανδρέας Κουτσοδενδρής. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, οπότε το οικονομικό κέντρο μεταφέρεται στη Ρώμη, αλλάζει η γεωχημική υπογραφή των ιζημάτων και η ρύπανση προέρχεται από άλλες περιοχές της Μεσογείου και κυρίως από την Ισπανία, από όπου οι Ρωμαίοι εξορύσσουν μεταλλεύματα.
Την ίδια περίοδο της μεγάλης εκμετάλλευσης των ορυχείων του Λαυρίου, οι ερευνητές εντόπισαν ότι μειώνεται σημαντικά και η δασική κάλυψη στην ενδοχώρα και αυτό αποτελεί ένδειξη της μεγάλης ζήτησης για ξύλο κατά την εξόρυξη και την τήξη του μεταλλεύματος. «Η αποψίλωση των δασών άρχισε ήδη την Εποχή του Χαλκού, αλλά φαίνεται ότι ήταν διαφορετική η εικόνα σε κάθε περιοχή. Πάντως, στους κλασικούς χρόνους και στην Ελληνιστική περίοδο έχουμε τη μέγιστη διαταραχή των φυσικών οικοσυστημάτων λόγω των ανθρωπογενών παρεμβάσεων, με μεγάλη μείωση του φυσικού δάσους εξαιτίας της επέκτασης της γεωργίας», τονίζει ο κ. Κουτσοδενδρής. Στην έρευνα συμμετέχει επίσης ο Έλληνας αρχαιολόγος από το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, Στέλιος Περράκης.
Τα διαθέσιμα στοιχεία της έρευνας υποδηλώνουν επιπλέον μια μεγάλη αλλαγή στη θαλάσσια τροφική αλυσίδα. «Τα δεδομένα μάς καταδεικνύουν ότι στην αρχαιότητα οι άνθρωποι είχαν ήδη αρχίσει την υπεραλίευση και αυτό συμπληρώνει τις πληροφορίες που είχαμε από τα ρωμαϊκά χρόνια ότι είχε σταματήσει η νυχτερινή αλιεία για την προστασία του θαλάσσιου οικοσυστήματος», αναφέρει ο κ. Προς.
Η έρευνα δεν περιορίζεται στον προσδιορισμό της αλληλεπίδρασης ανθρώπων και περιβάλλοντος, αλλά αναζητά και τις αλλαγές του κλίματος ανά εποχή του χρόνου. Κατά την παρούσα έρευνα, μόλις λίγες ημέρες πριν, εντοπίστηκαν ιζήματα από την Παλαιολιθική περίοδο στον κόλπο της Επιδαύρου, τα οποία αναμένεται να δώσουν στους επιστήμονες σημαντικές πληροφορίες για τις εποχικές διακυμάνσεις του κλίματος αυτής της περιόδου.
Μια εξίσου σημαντική πτυχή της έρευνας είναι και η μελέτη σημαντικών, αλλά άγνωστων μέχρι σήμερα γεωλογικών κινδύνων του παρελθόντος. Πιθανοί μεγάλοι σεισμοί, υποθαλάσσιες κατολισθήσεις, ηφαιστειακές εκρήξεις, όλα τα παραπάνω γεγονότα αποτυπώνονται στα θαλάσσια ιζήματα και έρχονται στο φως από την ερευνητική ομάδα.
Όπως περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δημήτρης Σακελλαρίου, διευθυντής Ερευνών του ΕΛΚΕΘΕ, οι γεωφυσικές τομές που διενεργούν οι επιστήμονες προκειμένου να επιλέξουν τις κατάλληλες θέσεις για τη δειγματοληψία του ιζήματος, «μας δίνουν και πάρα πολλά άλλα στοιχεία, δηλαδή το πού έχει γίνει μια κατολίσθηση, πού υπάρχει ρήγμα, πόσο ενεργό είναι και τι σεισμούς μπορεί να δώσει». Δίνει ως παράδειγμα τη λεκάνη της Επιδαύρου, όπου έγιναν πρόσφατα τομές για πρώτη φορά και αποκάλυψαν μεγάλες κατολισθήσεις ως αποτέλεσμα σεισμού στην περιοχή. Η χρονολόγηση των κατολισθήσεων αυτών δεν έχει ολοκληρωθεί, ωστόσο ο κ. Σακελλαρίου εκτιμά ότι τοποθετούνται χρονικά πριν από 5.000-6.000 χρόνια.
«Όσο πάμε πίσω στο χρόνο έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τους γεωκινδύνους μιας περιοχής και το πόσο συχνά εμφανίζονται, οπότε και για το τι μπορούμε να περιμένουμε στην περιοχή αυτή στο μέλλον», προσθέτει ο κ. Σακελλαρίου.
ΠΗΓΗ:ΑΠΕ-ΜΠΕ