Η Μαρίκα Νέζερ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1906, όπου μεγάλωσε μέσα σε μια οικογένεια καλλιτεχνών. Ο πατέρας της, Κωνσταντίνος Νέζερ, ήταν ηθοποιός, η μητέρα της, Κλεοπάτρα Νέζερ, ήταν ηθοποιός και μίμος, ο αδελφός της, Χριστόφορος Νέζερ, ήταν και εκείνος ηθοποιός και ο πιο μεγάλος Χριστόφορος Νέζερ, ο ξάδερφός της, ήταν από τους πιο σπουδαίους Αριστοφανικούς ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου.
Τη μαμά της δυστυχώς δεν πρόλαβε να την ζήσει, γιατί πέθανε όταν ακόμα εκείνη ήταν μωρό, αλλά πάντα θεωρούσε ότι σε εκείνη μοιάζει περισσότερο, επειδή και εκείνη ήτανε μίμος. Ο πατέρας της στην πορεία παντρεύτηκε ξανά και έκανε ακόμα τέσσερα παιδιά, εκ των οποίων το ένα ήταν κορίτσι. Η ίδια είχε πει σχετικά: ” Γεννήθηκα στη σκηνή», είχε πει στη Σπεράντζα Βρανά σε μια συνομιλία τους, η οποία καταγράφτηκε στα βιβλία της «Επιθεώρηση καψούρα μου» και «Ο οργασμός του μπράβο».
«Η μάνα μου ήτανε μίμος, μιμότανε τα πάντα, ό,τι έβλεπε το έκανε, φαίνεται πήρα το ταλέντο της! Δυστυχώς δεν πρόλαβα να τη γνωρίσω- γιατί πέθανε όταν ήμουν μωρό. Μετά τον θάνατό της, ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε την ηθοποιό Ολυμπία Ρουμπέν, που είχε τέσσερα παιδιά. Τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Την Κατίνα. Μαζί βγήκαμε στο θέατρο και γίναμε τα Νεζεράκια…» Τότε τα ντουέτα με παιδιά-θαύματα ήταν της μόδας…
Στα πρώτα της θεατρικά βήματα έπαιζε με την αδερφή της Κατίνα (ονομάζονταν “Τα Νεζεράκια”). Από 13 ετών ανήλθε στη θεατρική σκηνή στο Κάιρο όπου και κατέλαβε διαπρεπή θέση κυρίως στο μουσικό επιθεωρησιακό είδος. Το 1927 συνεργάστηκε με τον Θίασο του Ι. Παπαϊωάννου και εμφανίστηκε στις οπερέτες: «Ο χορός της τύχης», «Μαμζέλ Νιτούς», «Χαλιμά» και «Κρυφό Ρομάντσο» (οι δύο τελευταίες του Θ. Σακελλαρίδη). Διέπρεψε στις επιθεωρησιακές παραστάσεις και τα συγκροτήματα της Σοφίας Βέμπο με το χαρακτηριστικό τύπο της “καρατερίστας”. Σημείωσε μεγάλη επιτυχία στο ρόλο της Μαντάμ Σουσούς του Ψαθά, τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο.
Η γνωριμία με τον Ερρίκο Κονταρίνη
Η Μαρίκα Νέζερ ήταν παντρεμένη με τον ηθοποιό Ερρίκο Κονταρίνη, ο οποίος κατάγονταν από αστική οικογένεια, εύπορη. Ο πατέρας του ήταν Κεφαλλονίτης που είχε μεταναστεύσει στη Βραΐλα της Ρουμανίας. Εκεί είχε αποθήκες-πλοία, σελέπια τα λέγανε. Στην οικογένεια ήταν έξι αδέλφια, τρία κορίτσια και τρία αγόρια. Τα κορίτσια ήταν νοικοκυρές στο σπίτι, τα δύο μεγάλα αγόρια ναυτικοί. Ο Ερρίκος ήταν ο μόνος που είχε βγάλει γυμνάσιο -σπουδαία υπόθεση για κείνη την εποχή. Γι’ αυτό τον έστειλαν στην Ελλάδα να σπουδάσει γιατρός. Ήρθε στην Αθήνα παρέα με τον Χρήστο Τσαγανέα. Αντί για γιατρός σπούδασε ηθοποιός στη Δραματική Σχολή του Εθνικού.
Ο Ερρίκος είχε μεγάλη αγάπη για το θέατρο. Στον θίασο που βρισκόταν η Μαρίκα προσέλαβαν τυχαία τον Ερρίκο και κατά την περιοδεία του θιάσου στην Πελοπόννησο, κατάφεραν να γνωριστούν καλύτερα και να έρθουν πιο κοντά. Ωστόσο, οι συνθήκες της εποχής αλλά και η στάση της οικογένειάς της Μαρίκας, δεν τους ευνοούσαν για να μπορούν να βρίσκονται, όταν γύρισαν στην Αθήνα ο Ερρίκος της έστειλε ένα σημείωμα στο οποίο της ζητούσε να φύγει από το σπίτι της και να μείνουνε μαζί. Εκείνη, σχεδόν την ίδια στιγμή, χωρίς δεύτερη σκέψη, το έσκασε όπως ήταν μόνο με το φόρεμα που φορούσε.
Οι δυο τους μικροί και απένταροι, απευθύνθηκαν σε συγγενείς για να στηρίξουν τον έρωτά τους αλλά δεν βρήκαν πρόσφορο έδαφος, μέχρι που ο θεατρικός επιχειρηματίας Μακέδος, αποφάσισε να τους φιλοξενήσει και προθυμοποιήθηκε να τους παντρέψει. Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες έγραφαν για απαγωγή. Βέβαια οι δυο τους γελούσαν με τα νέα, αλλά οι γονείς της δεν ήταν ευχαριστημένοι από όλα αυτά. Έτσι, την επόμενη κιόλας μέρα παντρεύτηκαν με την βοήθεια του Μακέδου για να μην μπορούν να τους χωρίσουν ξανά και κάπως έτσι, μες στην περιπέτεια ξεκίνησε η κοινή τους πορεία, η οποία ήταν μακροχρόνια.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ήταν κατάκοιτη, μαζί με την επίσης κατάκοιτη αδερφή του άντρα της. Απεβίωσε το 1989 και κηδεύτηκε με παρουσία λίγων μόνο καλλιτεχνών, στο Κοιμητήριο του Βύρωνα.