Χωρίς καμιά διαφοροποίηση πραγματοποιήθηκε η πρώτη αξιολόγηση του 2024 για την ελληνική οικονομία, καθώς χθες το βράδυ ο γερμανικός οίκος Scope Ratings διατήρησε αμετάβλητο το αξιόχρεο στο BBB- με σταθερό outlook (προοπτικές). Ο οίκος δεν προχώρησε σε αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου, διατηρώντας την αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας ΒΒΒ- που είχε δώσει στην Ελλάδα από τον Αύγουστο, ενώ διατηρεί και σταθερές προοπτικές.
Θυμίζουμε πως σε καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας (investment grade) βαθμολογούν τη χώρα ήδη οίκοι όπως Fitch και Standard and Poor’s, αλλά και οι μικρότεροι DBRS και R&I από τα τέλη του 2023, ενώ «εκκρεμεί» η (φετινή) ετυμηγορία της Moody’s, η οποία έχει την Ελλάδα ένα «σκαλί» χαμηλότερα (στο Ba1) μετά από διπλή αναβάθμιση τον Σεπτέμβριο.
Οι επόμενες φετινές αξιολογήσεις είναι της Standard and Poor’s στις 19 Απριλίου και της Fitch Ratings στις 31 Μαΐου. Εν συνεχεία, ξεκινά ο β’ γύρος των φετινών αξιολογήσεων, με την Scope στις 12 Ιουλίου, την DBRS στις 6 Σεπτεμβρίου, τη Moody’s στις 13 Σεπτεμβρίου, την S&P στις 18 Οκτωβρίου και την Fitch στις 22 Νοεμβρίου. Η Scope θα προχωρήσει και σε τρίτη αξιολόγηση στις 6 Δεκεμβρίου.
Όπως αναφέρει ο οίκος αξιολόγησης, ολοκλήρωσε τον έλεγχο παρακολούθησης για την Ελλάδα στις 22 Ιανουαρίου, διευκρινίζοντας πως το report του δε συνιστά ενέργεια αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.
Στη χθεσινή του έκθεση για την ελληνική οικονομία, ο οίκος Scope Ratings σημειώνει πως η μακροπρόθεσμη αξιολόγηση της Ελλάδας με BBB- υποστηρίζεται από πολλαπλά πιστωτικά πλεονεκτήματα. Πρώτον, η ενισχυμένη ευρωπαϊκή θεσμική στήριξη μετά την κρίση της Covid-19, με τη μορφή έκτακτων παρεμβάσεων νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των καινοτομιών των τελευταίων ετών που καταδεικνύουν ένα πιο μακροπρόθεσμο νομισματικό στήριγμα για την Ελλάδα.
Επίσης, η απόκτηση από την Ελλάδα αξιολόγησης επενδυτικής βαθμίδας που είναι αποδεκτή από την ΕΚΤ έχει ενισχύσει τη σταθερότητα της στήριξης του ευρωσυστήματος για τα ελληνικά χρεόγραφα. Επιπλέον, ο δείκτης χρέους της γενικής κυβέρνησης και το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης της χώρας βρίσκονται σε τροχιά βελτίωσης από τα τελευταία χρόνια, υποστηριζόμενα από την οικονομική ανάκαμψη, τον αυξημένο πληθωρισμό παράλληλα με την εκ νέου επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος.
Τέλος, οι πολιτικές διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων περιόρισαν τα υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενίσχυσαν τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και κινητοποίησαν τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, διευκολύνοντας τις δυσχέρειες που συνδέονται με τις αδυναμίες του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και αντισταθμίζοντας τις ιστορικά χαμηλές ιδιωτικές επενδύσεις.
Ο οίκος Scope αναμένει ότι η ελληνική οικονομία θα παρουσιάσει συγκριτικά ισχυρή ανάπτυξη 2,2% το 2024 και 2,3% το 2025, συγκρίσιμη με την εκτιμώμενη ανάπτυξη 2,1% από πέρυσι. Η κατανάλωση των νοικοκυριών αναμένεται να παραμείνει εύρωστη, εν μέσω επιβραδυνόμενων πληθωριστικών πιέσεων και ενίσχυσης των αποτελεσμάτων της αγοράς εργασίας, ενώ η πρόσφατη χαλάρωση των όρων χρηματοδότησης θα στηρίξει την ανάκαμψη των επενδύσεων.