Οι ποδοσφαιριστές από την Αργεντινή, εκτός του ότι έχουν γράψει σημαντικό μέρος της ιστορίας του Παναθηναϊκού, αποτελούν από μόνοι τους μία ξεχωριστή συνθήκη για το “τριφύλλι”. Γεμάτη συναισθήματα και “ζωγραφιές με τη μπάλα” εντός των αγωνιστικών χώρων.
Λίγο πριν ανακοινωθεί η απόκτηση του Ντάνιελ Μαντσίνι από την “πράσινη” ΠΑΕ, κι ενώ η συμφωνία θεωρείται κλεισμένη από σήμερα (25/01) το πρωι, ας θυμηθούμε εκείνους τους παικταράδες που έγραψαν ιστορία με την πράσινη φανέλα. Τους αρχεντίνους και ουχί τους αργεντίνους, όπως με είχε μαλώσει κάποτε ο Γιάννης Διακογιάννης…
Η ιεράρχισή τους είναι μία δύσκολη υπόθεση. Ποιον να προτάξεις και με ποια κριτήρια; Εάν κινηθούμε με εκείνο της καρδιάς, προσωπικά θα ξεκινούσα με τον Χουάν Ραμόν Ρότσα. Ο “Μπουμπλής” που έλεγαν οι παλαιότεροι, αλλά ας μην ανοίξουμε και άλλη συζήτηση τώρα… Να πάμε λοιπόν χρονικά:
1. Χουάν Ραμόν Βερόν (1972-74)
Οι παλιοί λένε πως είναι ο καλύτερος που πέρασε ποτέ από τη Λεωφόρο. Ο “Μπρούχα” (η μάγισσα) μεταγράφηκε στις 28 Ιουνίου του 1972 από την Εστουδιάντες και ήταν ο πατέρας του Χουάν Σεμπαστιάν Βερόν.
Ήρθε στην Ελλάδα με τρεις συνεχόμενες κατακτήσεις Κόπα Λιμπερταδόρες (1968, 1969, 1970) με την Εστουδιάντες, ένα πρωτάθλημα και ένα Διηπειρωτικό, με αντίπαλο τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Στο Παναθηναϊκό ο σπουδαίος αριστερός εξτρέμ αγωνίστηκε σε 57 αγώνες σε όλες τις διορανώσεις, σκοράροντας 22 γκολ σε μια τριετία, πριν αποχωρήσει το 1974 ξανά για την Εστουδιάντες.
2. Όσκαρ Αλβαρέζ (1976-80)
Κλασική λατινομαρικάνικη φιγούρα, με μακρί μαλλί, τσαμπουκά αλλά και τεχνική κατάρτιση, είχε το παρατσούκλι “το άλογο” στον ΠΑΣ Γιάννινα, από τον οποίο μεταγράφηκε στο “τριφύλλι” το 1976. Στα Γιάννινα έκανε τρομερά πράγματα και στη συνέχεια στον Παναθηναϊκό σκόραρε 55 γκολ σε 115 αγώνες.
Ο ποδοσφαιρικά “ακτινολόγος” την ώρα των αγώνων (!) Μίμης Δομάζος, τον έχει περιγράψει παίκτη με ευχέρεια στο σκοράρισμα, καλές κινήσεις στην περιοχή και καλό κεφαλοσφαιριστή.
Στο νταμπλ του 1977 ήταν μαζί με τον Αντώνη Αντωνιάδη οι εκτελεστές της ομάδας που προπονούσε ο σπουδαίος Κάζιμιρ Γκόρσκι. Η εξέδρα υπογράμμιζε την αποτελεσματικότητά του με το… απρεπές: “Αλβάρα Αλβάρα σκίστους την…λάρα!“
Είχε σιγουριά για την ποιότητά του σε σημείο εκνευριστικό! Τον έχω δει με τα μάτια μου στα αποδυτήρια, πριν από ντέρμπι στη Λεωφόρο (δεν θυμάμαι τον αντίπαλο), να διαβάζει χαλαρά ελληνικό περιοδικό για να βλέπει ωραίες γυναίκες (!), την ώρα που όλη η ομάδα ήταν στην τσίτα!
3. Χουάν Ραμόν Ρότσα (1979-89)
Για πολλά χρόνια ο Παναθηναϊκός στηρίχτηκε στη φαντασία του και αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της μεσαίας γραμμής.
Αποκτήθηκε από τη Μπόκα Τζούνιορς το 1979 και παρέμεινε στον Παναθηναϊκό περισσότερα χρόνια από οποιονδήποτε συμπατριώτη του, καθώς αποτέλεσε σύμβολο για τους “πράσινους”.
Φόρεσε τη φανέλα του Παναθηναϊκού για μια 10ετία, έως και το 1989, καταγράφοντας 227 συμμετοχές και 13 γκολ. Είχε παρουσιαστεί ως ομογενής με το όνομα: “Μπουμπλής”, ακολούθησαν όμως ενστάσεις από τον Ολυμπιακό για πλαστογραφία και τελικά αγωνίστηκε ως ξένος έως τη συμπλήρωση των απαιτούμενων ετών στην Ελλάδα, οπότε και απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα.
Η εξέδρα πάντως δεν σταμάτησε ποτέ να φωνάζει: “Φόρτσα Ρότσα Μπουμπλής…”.
Έφτασε μια ανάσα από τη συμμετοχή του στην τελική φάση του Μουντιάλ του 1978, που έγινε στη χώρα του, καθώς είχε βρεθεί στην προεπιλογή, ωστόσο, κόπηκε μαζί με τον Ντιέγκο Μαραντόνα. Η Αργεντινή κατέκτησε τότε το πρώτο της παγκόσμιο κύπελλο. Φόρεσε 12 φορές τη φανέλα της Εθνικής Αργεντινής.
Ήταν καθοριστικός ώστε η ομάδα να κατακτήσει δύο πρωταθλήματα 1983–84, 1985–86 και πέντε κύπελλα, 1982, 1984, 1986, 1988, 1989.
Αργότερα κάθισε στον πάγκο του Παναθηναϊκού ως προπονητής (1994-96 και 1999), πανηγυρίζοντας ένα κύπελλο (1995) και δυο πρωταθλήματα (1994-95 και 1995-96). Κατάφερε επίσης με τους πράσινους να εντυπωσιάσει την Ευρώπη φτάνοντας στα ημιτελικά του Champions League το 1996.
Χαμηλών τόνων, ποτέ δεν ήταν χαρακτήρας προκλητικός, ούτε λειτουργούσε με αέρα σούπερ σταρ, αν και ήταν από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές που έπαιξαν για τον Παναθηναϊκό σε οποιαδήποτε περίοδο.
4. Χουάν Χοσέ Μπορέλι (1992-96)
Σε… λογική Ρότσα, ακόμη και στο μαλί (!), ο Παναθηναϊκός κινήθηκε και απέκτησε τον Μπορέλι 29 Νοεμβρίου του 1992. Ήταν 21 ετών και αγωνιζόταν στη Ρίβερ Πλέιτ.
Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης πλήρωσε 570 εκατ. δραχμές, ενώ ο Ντανιέλ Πασαρέλα, που τον κάλεσε αργότερα στην Εθνική Αργεντινής, τον είχε συγκρίνει με τον Ντιέγκο Μαραντόνα, μόλις πήρε τη μεταγραφή στον Παναθηναϊκό.
Σκόραρε 26 φορές σε 86 συμμετοχές και πανηγύρισε δύο Πρωταθλήματα (1994-1995, 1995-1996) και τρία κύπελλα (1992-1993, 1993-1994, 1994-1995). Ήταν η εποχή που το σύνθημα “Μπορέλι μαγεία, Βαζέχα ευστοχία” δονούσε το ΟΑΚΑ.
Ο αποκαλούμενος “Χότα Χότα” ήταν από τις αγαπημένες περιπτώσεις του Χουάν Ρότσα ο οποίος θεωρούσε ότι ο Παναθηναϊκός εάν ήθελε μπορούσε να φέρνει στην Ελλάδα διαρκώς τέτοιου επιπέδου παίκτες από τη χώρα του.
5. Έκι Γκονζάλες (2004-08)
Πόδι μαγικό, αντίληψη του χώρου εκπληκτική και ένα ιστορικό γκολ κόντρα στην Άρσεναλ στο Champions League στη Λεωφόρο, από τα καλύτερα που έχουν επιτευχθεί ποτέ στην ιστορία της διοργάνωσης.
Αποκτήθηκε τον Ιανουάριο του 2004 και ήταν καθοριστικός στην κατάκτηση του πρωταθλήματος.
Ταλαιπωρήθηκε από δυο εξαιρετικά σημαντικούς τραυματισμούς, που τον επηρέασαν καθοριστικά. Την 1η Αυγούστου του 2006 σε φιλικό προετοιμασίας ρήξη πρόσθιου χιαστού και ίδιος τραυματισμός στις 20 Δεκεμβρίου ! Περίπου ένα χρόνο μετά (6/1/2008), επέστρεψε στη δράση, όμως δεν ήταν το ίδιο εντυπωσιακός.
Έπαιξε σε 72 ματς και σημείωσε 14 γκολ.
6. Σεμπαστιάν Λέτο (2009-13, 2016-17)
Από τις περιπτώσεις της ξεχωριστής λίστας παικτών, που έκαναν τη διαδρομή μεταξύ των αιωνίων, καθώς προηγήθηκε η θητεία του στον Ολυμπιακό. Αυτός είναι πάντοτε ένας λόγος ισχυρός για να λατρεύεται ένας παίκτης, όμως ο Λέτο προκάλεσε κι άλλους στο γήπεδο…
Στην πρώτη του “πράσινη” θητεία σκόραρε 23 γκολ σε 64 συμμετοχές και ήταν καθοριστικός ώστε τη σεζόν 2009-2010 να επιστρέψει η ομάδα στην κορυφή, κατακτώντας νταμπλ.
Το 2016 και αφού ξεπέρασε τρομακτικό ατύχημα που είχε σε γυμναστήριο, επέστρεψε και μάλιστα του επιτράπηκε από τους οργανωμένους να φορέσει τη φανέλα με το 13, δείγμα σεβασμού προς το πρόσωπο του. Σε εκείνη τη σεζόν πέτυχε 12 γκολ σε 34 εμφανίσεις.
Λουίς Αντρεούτσι (1980-81)
Μπαίνει στο τέλος, διότι ήταν μία ξεχωριστή περίπτωση για πολλούς λόγους. Αποκτήθηκε το 1980 από την Κίλμες, με πολλά χρήματα για την εποχή, 40 εκατ. δραχμές! Πρώτος σκόρερ τότε στην Λατινική Αμερική, δεν κατάφερε να ενταχθεί ομαλά στην ομάδα και έφτασε να τσακωθεί με τους οπαδούς!
Αγωνίστηκε μόλις μια σεζόν, τη 1980-81 σε 18 αγώνες και σημείωσε 4 γκολ, ένα εκ των οποίων στην αναμέτρηση με τη Γιουβέντους που βρήκε τον Παναθηναϊκό νικητή με 4-2 για το Κύπελλο UEFA.
Η σπάνια ιστορία που τον αφορά συνέβη στο νικηφόρο αγώνα (2-1) κόντρα στην Καβάλα. Καθώς στο 20o λεπτό ο Αντρεούτσι σκόραρε και αποφάσισε να κάνει άσεμνη κίνηση μπροστά στη θύρα 13 με τα γεννητικά του όργανα! Οι οπαδοί τον αποδοκίμαζαν, με τον προπονητή της ομάδας, Χέλμουτ Σενέκοβιτς, να τον αλλάζει λίγα λεπτά αργότερα.
Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης έφτασε έως τα κάγκελα της 13 για να ζητήσει από τους οπαδούς να σταματήσουν να τον βρίζουν, όμως “τελείωσε” τον Αργεντινό ύστερα από το περιστατικό, το οποίο έφτασε μέχρι και τα έδρανα της Βουλής, ως επερώτηση…
Αναλυτικά οι Αργεντίνοι ποδοσφαιριστές που φόρεσαν τη φανέλα του Παναθηναϊκού:
Χουάν Ραμόν Βερόν (1972-74), Ρομπέρτο Γραμάχο (1972-74), Όσκαρ Αλβαρέζ (1976-80), Χουάν Ραμόν Ρότσα (1979-89), Ραούλ Αλφάρο (1980-81), Λουίς Αντόνιο Αντρεούτσι (1980-81), Ρομπέρτο Αγκουερόπολις (1980-82), Βίκτορ Ντελγκάδο (1991-92), Χουάν Χοσέ Μπορέλι (1992-96), Φερνάντο Γκαλέτο (1999-02), Έκι Γκονζάλες (2004-08), Σεμπαστιάν Ρομέρο (2006-08), Σεμπαστιάν Λέτο (2009-2013, 2016-17), Λουτσιάνο Φιγκερόα (2013), Λούκας Βιγιαφάνιες (2016-18, 2020-), Λαουτάρο Ρινάλντι (2016-17), Αντρές Τσάβες (2017-18), Εμάνουελ Ινσούα (2017-20), Φακούντο Σάντσες (2020-), Σεμπαστιάν Παλάσιος (2020-).