Στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς μπαίνει τις επόμενες ημέρες ο «Ηρακλής». Αυτή τη φορά, όχι για την επίπτωση που θα έχει στην εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών μέσα από τη μείωση του στοκ των κόκκινων δανείων, αλλά για την επίπτωση που θα έχει σε δημοσιονομικό επίπεδο δηλαδή στη διαμόρφωση του ελλείμματος της χώρας σε πρωτογενές επίπεδο αλλά και σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης.
Με τον Ηρακλή, δημιουργούνται δύο αντίρροπες δυνάμεις όσον αφορά στην επίπτωση του προγράμματος σε δημοσιονομικό επίπεδο. Η πρώτη επίπτωση, έχει να κάνει με τις προμήθειες που πληρώνουν οι τράπεζες στο δημόσιο ως αντάλλαγμα για το γεγονός ότι το δημόσιο λειτουργεί ως εγγυητής προκειμένου να προχωρήσουν οι εκδόσεις των ομολόγων του Ηρακλή. Αυτές οι προμήθειες, καταγράφονται ως έσοδο του δημοσίου και ως εκ τούτου λειτουργούν θετικά για τη διαμόρφωση του πρωτογενούς αποτελέσματος.
Από την άλλη, το γεγονός ότι το δημόσιο λειτουργεί ως εγγυητής -έστω και αν οι εγγυήσεις έχουν παρασχεθεί μόνο για τις senior ομολογίες δηλαδή για το ασφαλέστερο τμήμα της τιτλοποίησης η οποία έχει αξιολογηθεί και με τη μέγιστη δυνατή διαβάθμιση, συνεπάγεται ένα ρίσκο. Κάποια από τα ομόλογα να μην καλυφθούν από τους εκδότες τους και το δημόσιο, ως εγγυητής, να κληθεί να καλύψει τις απώλειες των επενδυτών. Κάτι τέτοιο είναι δεδομένο ότι θα επηρέαζε αρνητικά το δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Το αν θα «σκάσουν» κάποια από τα ομόλογα του Ηρακλή 1 ή του Ηρακλή 2, ανάγεται φυσικά στην σφαίρα του θεωρητικού καθώς μπορεί να συμβεί, μπορεί και όχι. Αντικείμενο της διαπραγμάτευσης επομένως με τους θεσμούς είναι να αποφασιστούν κάποιες «προβλέψεις» οι οποίες και θα αποτυπωθούν στο έλλειμμα ενδεχομένως και αναδρομικά από το 2020.
Οι προβλέψεις αυτές έχουν εφάπαξ χαρακτήρα οπότε το να ενσωματωθούν στο έλλειμμα του 2020 ή του 2021 (ή ακόμη και του 2022) δεν θα έχει σημαντική επίπτωση δεδομένου ότι ούτως ή άλλως, γι’ αυτή την 3ετία η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί να εκπληρώσει συγκεκριμένους δημοσιονομικούς στόχους λόγω της ρήτρας διαφυγής.