Σημαντικό επενδυτικό ενδιαφέρον για τα ελληνικά ομόλογα καταγράφηκε στη σημερινή έξοδο του Δημοσίου στις αγορές, δύο ημέρες πριν από την ετυμηγορία του διεθνούς οίκου αξιολόγησης Standard & Poors.
Στην δημοπρασία για την επανέκδοση του 5ετούς ομολόγου οι προσφορές που υποβλήθηκαν ξεπέρασαν τα 900 εκατ. ευρώ υπερκαλύπτοντας σχεδόν κατά τέσσερις φορές το ποσό (250 εκατ. ευρω) που προσδοκούσε να αντλήσει από την αγορά το υπουργείο Οικονομικών. Παράλληλα, ο τζίρος στη δευτερογενή αγορά αγορά ομολόγων τις δύο τελευταίες ημέρες ξεπέρασε τα 350 εκατ. ευρώ.
Η ζήτηση που εκδηλώνεται για τα ελληνικά ομόλογα σε συνδυασμό με την αναμενόμενη νέα μείωση των επιτοκίων από την Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα, πιθανόν αύριο, έχουν ως αποτέλεσμα να υποχωρήσουν σημαντικά οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, περιορίζοντας έτσι το κόστος εξυπηρέτησης του Δημοσίου Χρέους. Είναι ενδεικτικό ότι η απόδοση του 5ετούς ομολόγου στην σημερινή δημοπρασία υποχώρησε στο 2,38% από 3,11% στο οποίο είχε διαμορφωθεί κατά τη δημοπρασία, ενώ η απόδοση του 10ετούς ομολόγου έχει μειωθεί στο 3,08% από 3,25% που ήταν τον Σεπτέμβριο.
Οσον αφορά στις εξελίξεις στο μέτωπο της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδος από τους οίκους αξιολόγησης, στο τέλος της εβδομάδας (18 Οκτωβρίου) αναμένεται η ετυμηγορία από τnν Standard & Poors (στις 22 Νοεμβρίου από την Fitch και από την Scope στις 6 Δεκεμβρίου).
Oσον αφορά στην πρώτη εξ αυτών, η S&P έχει ήδη θέσει την Ελλάδα σε τροχιά αναβάθμισης για τους επόμενους 24 μήνες, καθώς ο διεθνής οίκος στην τελευταία του αξιολόγηση τον περασμένο Απρίλιο αναβάθμισε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας σε «θετικές». Υπενθυμίζεται ότι η η S&P είχε αναβαθμίσει την ελληνική οικονομία τοποθετώντας την στις τάξεις των κρατών με επενδυτική βαθμίδα στις 20 Οκτωβρίου του 2023, ενώ τον περασμένο Απρίλιο διατήρησε την αξιολόγηση «ΒΒΒ-». Στην τελευταία του αξιολόγηση η S&P είχε προβλέψει ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει τη σφικτή δημοσιονομική πολιτική συμβάλλοντας έτσι στην μείωση του Δημοσίου Χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, εξέλιξη η οποία επιβεβαιώνεται και στο προσχέδιο του Προυπολογισμού για το 2024 που κατέθεσε στις αρχές του μήνα στη Βουλή ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης. Υπενθυμίζεται ότι μετά και την πρόωρη αποπληρωμή δανείων του μηχανισμού στήριξης 8 δισ. ευρώ που έχει προγραμματίσει για το τέλος του έτους η κυβέρνηση το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης το 2024 αναμένεται να περιοριστεί οριακά στα 356,5 δισ. ευρώ από 356,7 δισ. ευρώ που ήταν το 2023. Σε σύγκριση με το ΑΕΠ της χώρας η μείωση που καταγράφεται είναι μεγαλύτερη χάρη στους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που εμφανίζει η ελληνική οικονομία. Έτσι το 2024 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης θα υποχωρήσει στο 153,7% του ΑΕΠ από 161,9% το 2023..
Προς επίρρωση των παραπάνω ο έτερος οίκος αξιολόγησης Ftich σε σε σημερινή του έκθεση εκτιμά ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει τις ικανοποιητικές αποδόσεις στο μέτωπο της δημοσιονομικής πολιτικής, προβλέποντας πρωτογενή πλεονάσματα πάνω από το 2,5% του ΑΕΠ για τα επόμενα τρία χρόνια και μείωση του χρέους πάνω από 50 ποσοστιαίες μονάδες, από το υψηλό του 206% του ΑΕΠ που καταγράφηκε το 2020 και έως το 2026. Οπως σημειώνουν οι αναλυτές του οίκου αξιολόγησης, για μια από τις μεγαλύτερες μειώσεις χρέους ανάμεσα σε όλες τις χώρες που καλύπτουν.
Επιπλέον η προοπτική αναβάθμισης από την S&P ενισχύεται από τους σχετικά υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης που εμφανίζει η ελληνική οικονομία. Ο διεθνής οίκος αξιολόγησης προβλέπει ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ρυθμό υψηλότερο από της Ευρωζώνης, τουλάχιστον έως το 2027, που κατά μέσο όρο θα διαμορφωθεί σε 2,4% ετησίως.