Σε έναν αγώνα δρόμου, τον οποίο αρκετοί χαρακτηρίζουν αρκετά πιο αργό από τον απαιτούμενο, επιδίδεται η Ευρώπη, προκειμένου να ανταποκριθεί στην παγκόσμια πρόκληση της παραγωγής ημιαγωγών – των γνωστών μικροτσίπ. Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Πληροφορικής & Επικοινωνιών Ελλάδας (ΣΕΠΕ), με ένα μερίδιο στην παγκόσμια παραγωγή ημιαγωγών που υπολείπεται του 10% και με τον διεθνή ανταγωνισμό να εντείνεται, η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί να επιταχύνει τον επενδυτικό βηματισμό της στον κρίσιμο τομέα των μικροτσίπ.
Βασικό εργαλείο της Ένωσης για την επίτευξη αυτού του στόχου αποτελεί η “ευρωπαϊκή πράξη για τα μικροκυκλώματα”. Το λεγόμενο “Chips Act”, που έχει ήδη συμφωνηθεί μεταξύ Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, αποσκοπεί στη δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για τις επενδύσεις στον τομέα των μικροτσίπ στην Ευρώπη.
Προς αυτήν την κατεύθυνση, η εξαιρετικά φιλόδοξη νέα νομοθεσία προβλέπει την επιτάχυνση των διαδικασιών αδειοδότησης των σχετικών επενδύσεων, ενώ αναγνωρίζει την κρίσιμη σημασία τους μέσω του λεγόμενου “καθεστώτος υψίστης εθνικής σημασίας”. Η νομοθεσία θα στηρίξει έργα, που ενισχύουν την ασφάλεια εφοδιασμού της Ε.Ε. μέσω της προσέλκυσης επενδύσεων και της ανάπτυξης της παραγωγικής ικανότητας.
Με περισσότερα από €43 δισ. δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων να κινητοποιούνται στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πράξης, η νομοθεσία θα διαχειρίζεται προληπτικά και γρήγορα μελλοντικούς κλυδωνισμούς στις αλυσίδες εφοδιασμού.
Θέλοντας να ενισχύσει τη στρατηγική της αυτονομία και ασφάλεια στον τομέα των ημιαγωγών, η Ευρώπη δημιουργεί, μεταξύ άλλων, μηχανισμό διαχείρισης κρίσεων για την αντιμετώπιση ελλείψεων, με στόχο να μπορεί να θεσπίζει έκτακτα μέτρα κατά των ελλείψεων.
Αντιμετώπιση κρίσεων
Στόχος της Ε.Ε. είναι να δημιουργήσει έναν μηχανισμό αντιμετώπισης κρίσεων, μέσω του οποίου η Επιτροπή θα αξιολογεί τους κινδύνους για τον εφοδιασμό της Ε.Ε. με ημιαγωγούς. Οι δείκτες έγκαιρης προειδοποίησης στα κράτη-μέλη θα χρησιμοποιούνται για την ενεργοποίηση πανευρωπαϊκής προειδοποίησης για την έλλειψη.
Ο μηχανισμός αυτός θα επιτρέψει στην Επιτροπή να εφαρμόσει μέτρα έκτακτης ανάγκης, όπως η ιεράρχηση της προσφοράς προϊόντων, που πλήττονται ιδιαίτερα από την έλλειψη ή η πραγματοποίηση κοινών αγορών για τα κράτη-μέλη.
Οι ευρωβουλευτές βελτίωσαν περαιτέρω το σύστημα με την εισαγωγή ενός εργαλείου χαρτογράφησης, που θα συμβάλει στον εντοπισμό πιθανών σημείων συμφόρησης στον εφοδιασμό. Τα μέτρα αυτά θα αποτελέσουν την έσχατη λύση σε περίπτωση κρίσης στον τομέα των ημιαγωγών.
€3,3 δισ. για έρευνα
Παράλληλα, η Ένωση επενδύει τουλάχιστον €3,3 δισ. για την έρευνα και την καινοτομία που σχετίζονται με τα μικροτσίπ, με στόχο να διασφαλίσει τη διάθεσή τους στην Ε.Ε., ενισχύοντας την παραγωγή και την καινοτομία.
Στο μεταξύ, η Ε.Ε. θα δημιουργήσει ένα δίκτυο από “κέντρα ικανοτήτων” για την αντιμετώπιση του ελλείμματος δεξιοτήτων στην Ε.Ε. και την προσέλκυση νέων ταλέντων για έρευνα, σχεδιασμό και παραγωγή. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις θα επωφεληθούν, επίσης, από την αυξημένη στήριξη, ιδίως στον τομέα του σχεδιασμού των μικροτσίπ, προκειμένου να τονωθεί η καινοτομία.
Το Κοινοβούλιο στήριξε, επίσης, τη θέσπιση διατάξεων για την ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας με στρατηγικούς εταίρους και για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, ώστε να εξασφαλιστούν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και προστασία για τον τομέα της Ε.Ε.
“Θέλουμε να ενισχύσουμε τη θέση της Ε.Ε. στο παγκόσμιο τοπίο των ημιαγωγών και να αντιμετωπίσουμε τα τρωτά σημεία στις αλυσίδες εφοδιασμού, που εκτέθηκαν από την πανδημία”, αναφέρει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Η εικόνα σήμερα
Μια μελέτη του Κοινοβουλίου επισημαίνει ότι το μερίδιο της Ευρώπης στην παγκόσμια παραγωγική ικανότητα ημιαγωγών είναι κάτω από 10%. Στόχος της νομοθετικής πρότασης είναι να ανέλθει στο 20%.
Μια άλλη ανάλυση του Κοινοβουλίου από το 2022 κατέδειξε ότι η πανδημία αποκάλυψε μακροχρόνιες ευπάθειες στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και ότι η πρωτοφανής έλλειψη ημιαγωγών αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, καταδεικνύοντας τι θα μπορούσε να συμβεί τα επόμενα χρόνια.
Οι ελλείψεις αυτές έχουν οδηγήσει, μεταξύ άλλων ζητημάτων, σε αύξηση του κόστους για τη βιομηχανία και υψηλότερες τιμές για τους καταναλωτές, ενώ επιβραδύνουν τον ρυθμό ανάκαμψης στην Ευρώπη.