Τα Ποσειδώνια μετά από 4 χρόνια επιστρέφουν και πάλι, μέσα σε δύσκολες συνθήκες που δημιούργησαν από τη μια τα απώνερα της πανδημίας και από την άλλη η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και ο πόλεμος που συνεχίζεται εδώ και τρεις μήνες. Η διπλή αυτή παγκόσμια κρίση πανδημίας και ενέργειας αποτελεί για την ελληνική ναυτιλία διπλή πρόκληση. Παράλληλα, ανεβαίνει και ο πήχης των απαιτήσεων για την διεθνή ναυτιλιακή κοινότητα, αλλά και για τη χώρα μας, που καλείται η ηγέτιδα δύναμή της, που είναι η Ναυτιλία, να κάνουν την υπέρβασή τους.
Θέλω να πιστεύω ότι τα φετινά Ποσειδώνια θα αποτελέσουν την αφετηρία της νέας εποχής για τη διεθνή ναυτιλιακή βιομηχανία, που αποτελεί καθοριστικό πυλώνα του παγκόσμιου εμπορίου και της οικονομικής ανάπτυξης.
Τα Ποσειδώνια 2022 προσφέρουν ευκαιρίες για σύμπραξη της ναυτιλιακής κοινότητας και συσπείρωση σε κοινές αποδεκτές αρχές και αμοιβαία επωφελείς στρατηγικές για έναν φιλικό προς το περιβάλλον και βιώσιμο ναυτιλιακό κλάδο, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Σε ένα διεθνές και συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, που βιώνει μια πρωτόγνωρη κρίση από την πανδημία και τις επιπτώσεις της, αλλά και τις επιπτώσεις του Πολέμου στη γειτονιά μας, το διεθνές θαλάσσιο εμπόριο και η Ναυτιλία είναι δύο από τους βασικούς παράγοντες της παγκόσμιας οικονομίας που συνέχισαν να ανταποκρίνονται στο ρόλο τους μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά.
Η ελληνική ναυτιλία, η οποία κατέχει περίπου το 20% της παγκόσμιας χωρητικότητας και το 59% του ελεγχόμενου από την Ευρωπαϊκή Ένωση στόλου, πιστεύω ότι θα κληθεί να παίξει σημαντικό ρόλο τόσο για το εμπόριο, όσο και για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.
Σύμφωνα με τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (International Maritime Organisation – ΙΜΟ), η αξία του παγκόσμιου εμπορίου μέσω θαλάσσης, αντιπροσωπεύει σήμερα το 90% του συνόλου, ενώ η ελληνική ναυτιλία συνεχίζει να είναι, όχι απλώς παρούσα, αλλά ένας παγκόσμιος ηγετικός «παίκτης» του κλάδου.
Παράλληλα, αποτελεί τον πλέον εξωστρεφή τομέα της εθνικής μας οικονομίας και μια σημαντική πηγή εισοδήματος, πλούτου και κύρους για την πατρίδα μας.
Και ενώ η Ελλάδα είναι επί της ουσίας ένα πλωτό παγκόσμιο ναυτιλιακό κέντρο, δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα για μια σειρά από λόγους να αποτελεί τη «φυσική έδρα» της Παγκόσμιας Ναυτιλίας.
Η αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί μια ευκαιρία για την πατρίδα μας να κατοχυρώσει τον Πειραιά, ως ένα παγκόσμιο ναυτιλιακό κέντρο και να αναβαθμίσει το ρόλο της εκτός από τη θάλασσα και στη στεριά.
Η αξιοποίηση του μεγάλου λιμανιού ως ελκυστική εναλλακτική πρόταση που θα επανατοποθετηθεί με αξιώσεις ως μια από τις ναυτιλιακές πρωτεύουσες του κόσμου είναι η δική μας πρόκληση, στην οποία οφείλουμε να ανταποκριθούμε.
Η ναυτιλιακή βιομηχανία μετασχηματίζεται εξαιτίας της ανάπτυξης του διεθνούς εμπορίου, της ενοποίησης των αγορών, της ανάπτυξης των εφοδιαστικών αλυσίδων και της μετατόπισης της ισορροπίας της οικονομικής ισχύος από τις ανεπτυγμένες οικονομίες, στις ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές.
Καθώς οι οικονομικές δραστηριότητες που συνδέονται με τη ναυτιλία γίνονται και αυτές ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένες, πόλεις και κράτη πρέπει να ανταγωνιστούν μεταξύ τους για να προσελκύσουν ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Η κυριαρχία των παραδοσιακών ναυτιλιακών κέντρων της Ευρώπης αμφισβητείται από ανερχόμενα ναυτιλιακά κέντρα του αναπτυσσόμενου κόσμου, κυρίως στην Ασία.
Όπως έχει επισημάνει σε μελέτη (Ε.Υ Greece), τέσσερις είναι οι βασικοί παράγοντες που συμβάλλουν στην ελκυστικότητα μιας πόλης ή περιοχής ως παγκόσμιου ναυτιλιακού κέντρου:
α. Η παρουσία σημαντικής δραστηριότητας τοπικής πλοιοκτησίας ή και διαχείρισης πλοίων
β. Ισχυρές χρηματοοικονομικές, νομικές και άλλες εξειδικευμένες επιχειρηματικές υπηρεσίες
γ. Η ύπαρξη σημαντικών λιμενικών υποδομών και υποδομών εφοδιαστικής αλυσίδας
δ. Μια παράδοση ναυτικής τεχνολογίας, που σχετίζεται με την καινοτομία, την έρευνα και την ανάπτυξη (research and development – R&D), την εκπαίδευση και τη διαθεσιμότητα ανθρώπινου δυναμικού.
Επιπλέον, ζωτικής σημασίας για την ελκυστικότητα ενός ναυτιλιακού κέντρου είναι και το γενικότερο επιχειρηματικό περιβάλλον, η σταθερότητα του ρυθμιστικού πλαισίου, το φορολογικό καθεστώς, οι πολιτικοί θεσμοί, η διαφάνεια του νομικού συστήματος και η έμπρακτη προθυμία των τοπικών αρχών να στηρίξουν τον κλάδο.
Μπορεί με βάση τα παραπάνω, ο Πειραιάς να παίξει τον πρωταγωνιστικό του ρόλο ως «ναυτιλιακή πρωτεύουσα» και να μετατραπεί σε ένα διεθνές ναυτιλιακό κέντρο;
Σήμερα δεν θα μπορούσαμε να απαντήσουμε με ένα ναι ή ένα όχι. Και αυτό γιατί ενώ συγκεντρώνουμε αρκετά «συν», υπάρχουν και τα διαχρονικά «πλην» που εάν θέλουμε πραγματικά να διεκδικήσουμε ρόλο πρέπει να τα αφαιρέσουμε ως εμπόδια, ώστε να πειστούν οι άνθρωποι που διαχειρίζονται πλοία να εγκατασταθούν στην πατρίδα μας και στον Πειραιά.
Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να προχωρήσουμε στη δημιουργία κατάλληλων υποδομών, με βάση τις ψηφιακές ανάγκες, τις τηλεπικοινωνίες, τους δρόμους πρόσβασης, φορολογικά ζητήματα κα., «πράσινες» παρεμβάσεις που θα κάνουν τον Πειραιά «ελκυστικό».
Για να πραγματοποιηθεί αυτό, χρειάζονται νέες θεσμικές οικονομικές διατάξεις, νομοθετικές ρυθμίσεις, αλλαγές στις χρήσεις γης, ενσωμάτωση χρήσεων παραγωγικών δραστηριοτήτων, απλοποίηση των εμπορικών συναλλαγών και τελωνειακών αγκυλώσεων, σχεδιασμός προσέγγισης πλοίων και εν τέλει αντιμετώπιση των αντικινήτρων του εξωτερικού εμπορίου και ενός απίστευτου πλαισίου γραφειοκρατικών αγκυλώσεων. Παράλληλα, χρειάζεται να δημιουργηθεί κοινό όραμα και αναπτυξιακό πρόγραμμα μεταξύ στρατηγικών εταίρων του Πειραιά, και συνεργασία Δήμου, Πολιτείας και Επενδυτή του Λιμανιού.
Με αυτές τις προϋποθέσεις θα μπορέσουμε να κερδίσουμε το στοίχημα και ο Πειραιάς να γίνει ανταγωνιστικός με άλλα ευρωπαϊκά λιμάνια και να μπορέσει να μετατραπεί σε «ναυτιλιακή πρωτεύουσα». Στο πλαίσιο αυτό η πρότασή μας, τα Ποσειδώνια να διοργανώνονται στη «φυσική» τους έδρα, που είναι ο Πειραιάς, παραμένει ενεργή.
Θέλω να πιστεύω ότι με τα έργα – ανάπτυξης που δρομολογεί η κυβέρνηση θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για ένα Συνεδριακό Κέντρο, που θα μπορέσει να εξυπηρετήσει τις ανάγκες μιας σπουδαίας Έκθεσης, όπως είναι τα Ποσειδώνια.
Θα ήθελα λοιπόν κλείνοντας να κάνω μια ειδική αναφορά στους ανθρώπους που έχουν φέρει τόσο ψηλά την ελληνική ναυτιλία. Να αναφερθώ στον κόσμο της ναυτοσύνης.
Σε αυτούς τους ανθρώπους, στους οποίους η ελληνική ναυτιλία οφείλει την εντυπωσιακή της ανάπτυξη και τον ισχυρό διεθνή της ρόλο.
Παράλληλα, αποτελεί χρέος τόσο της πολιτείας, όσο όμως και του ναυτιλιακού κόσμου, η «επένδυση» στις δεξιότητες και η υποστήριξη των ναυτικών μας.
Η χώρα μας είναι σε θέση να μεταφέρει και να διδάξει αυτήν τη τεχνογνωσία που διαθέτουμε και να καταστεί διεθνές κέντρο προσέλκυσης για την εκπαίδευση όλων των ειδικοτήτων που σχετίζονται με τη ναυτιλία και με όλα τα στάδια ανάπτυξής της. Από την έρευνα, το σχεδιασμό, τη ναυπήγηση, την καθέλκυση, τη στελέχωση μέχρι και την επιχειρηματική ανάπτυξη.
Κώστας Κατσαφάδος
Υφυπουργός Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής,
Βουλευτής ΝΔ στην Α’ Πειραιώς και Νήσων