Τον Ιούνιο του 2023, ο πρώην Ιταλός πρωθυπουργός, Ενρίκο Λέττα, στο πλαίσιο της δεύτερης ημέρας της έκτακτης Συνόδου Κορυφής στις Βρυξέλλες, παρουσίασε την έκθεσή του, 147 σελίδων για το μέλλον της αγοράς ενέργειας στην Ευρώπη κι όχι μόνο.
Ο πρώην πρωθυπουργός δήλωσε ότι ήθελε να ξεκινήσει ακριβώς από εκεί που σταμάτησε ο Ζακ Ντελόρ: να εντάξει στην ενιαία αγορά τρεις τομείς – την ενέργεια, τις τηλεπικοινωνίες και τα χρηματοοικονομικά – , τα επονομαζόμενα «τρία εναπομείναντα θέματα», τα οποία ο Ντελόρ αναγκάστηκε να αφήσει στην κυριαρχία των κρατών – μελών.
«Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Το χάσμα μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ όσον αφορά τις οικονομικές επιδόσεις γίνεται όλο και μεγαλύτερο», ανέφερε ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Ενρίκο Λέτα παρουσιάζοντας την ειδική έκθεση των 147 σελίδων για το θέμα.
Η Έκθεση Λέτα με τίτλο Much More Than A Market («Πολύ περισσότερο από μια αγορά»), ζητά ουσιαστικά αυστηρότερους και πιο ξεκάθαρους κανόνες για την ενοποίηση και ισχυροποίηση των κλάδων των τηλεπικοινωνιών, της ενέργειας, των μεταφορών και των χρηματοπιστωτικών αγορών της ΕΕ. Ουσιαστικά ο Λέτα προτείνει να ενοποιηθούν περισσότερο αγορές όπως αυτές της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών και των χρηματοπιστωτικών , οι οποίες μέχρι τώρα θεωρούνταν πολύ ευαίσθητες για να εποπτευθούν και να ελεγχθούν πιο στενά από τις Βρυξέλλες.
Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν πληγεί σκληρά από τις συνέπειες της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, η οποία εκτόξευσε τις τιμές της ενέργειας στα ύψη, ενώ αντιμετωπίζουν διπλή απειλή από τις μεγάλες κρατικές επιδοτήσεις στην Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όσον αφορά τον ενεργειακό τομέα, η αξιοποίηση όλων των πλεονεκτημάτων της ενιαίας αγοράς απαιτεί τα επόμενα χρόνια περαιτέρω επενδύσεις στις ηλεκτρικές διασυνδέσεις και μαζικές επενδύσεις στα δίκτυα υποδομής της Ευρώπης. Όπως σημειώνει η έκθεση, απαιτούνται παρεμβάσεις από την αναβάθμιση των δικτύων μεταφοράς έως τη δημιουργία μιας υποδομής υδρογόνου. Αυτό θα επιτρέψει τη μεγιστοποίηση του δυναμικού Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας της Ευρώπης, την εξασφάλιση ασφαλούς και πιο προσιτής ενέργειας και τη διεύρυνση των επιλογών ενεργειακού εφοδιασμού για τη βιομηχανία.
Όπως σημειώνει ο Ενρίκο Λέτα, κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης η ΕΕ, όπως και άλλες περιοχές που βασίζονται σε εισαγόμενο αέριο (Ηνωμένο Βασίλειο, Ιαπωνία, Νότια Κορέα), είδε μια τάση αύξησης στις τιμές ενέργειας σε σχέση με άλλα μέρη του κόσμου. Οι τιμές του φυσικού αερίου ήταν 3 έως 6 φορές υψηλότερες από εκείνες των ΗΠΑ και εξακολουθούν να είναι σημαντικά υψηλότερες σήμερα. Οι βιομηχανικές τιμές λιανικής πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ είναι σχεδόν 2 φορές υψηλότερες από τις τιμές στις ΗΠΑ και γίνονται σταδιακά υψηλότερες από τις τιμές στην Κίνα.
Οπότε το χάσμα ολοένα και μεγαλώνει. Η περιορισμένη ενεργειακή αυτάρκεια της ηπείρου αυξάνει επίσης την ευπάθειά της σε ξαφνικές διαταραχές των τιμών. Το 2021 η εξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές ενέργειας ήταν υψηλή: 91,7% για το πετρέλαιο, 83,4% για το φυσικό αέριο και 37,5% για τα στερεά ορυκτά καύσιμα, συμβάλλοντας σε ένα συνολικό ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης περίπου 55,5%. Μόνο το 2022 ο λογαριασμός της Ευρώπης για την εισαγωγή ορυκτών καυσίμων ανήλθε σε 640 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου 4,1% του ΑΕΠ της. Η έκθεση διατυπώνει συγκεκριμένες συστάσεις οι οποίες, εάν εφαρμοστούν, θα αναδιαμορφώσουν δραματικά τμήματα του ενεργειακού τομέα της Ευρώπης.
Οι ηγέτες της ΕΕ τόνισαν ότι θα εξασφαλίσουν μια ολοκληρωμένη προσέγγιση σε όλους τους τομείς πολιτικής για: αύξηση της παραγωγικότητας και βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη, μια ισχυρή, καινοτόμο και ανθεκτική οικονομία, προώθηση του μοναδικού κοινωνικού και οικονομικού μοντέλου της Ευρώπης για την ενίσχυση της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης της ΕΕ και της κλιματικής ουδετερότητας.
Για να επιτευχθεί αυτό, οι ηγέτες τόνισαν την ανάγκη για μια νέα συμφωνία ανταγωνιστικότητας, σε μια πλήρως ολοκληρωμένη ενιαία αγορά. Σε αυτό το πλαίσιο, οι επενδύσεις και η πρόσβαση σε κεφάλαια έχουν καίρια σημασία, όπως και η ανάγκη για την ΕΕ να μειώσει τις στρατηγικές της εξαρτήσεις σε τομείς όπως η ενέργεια, οι κρίσιμες πρώτες ύλες, οι ημιαγωγοί, η υγεία, η ψηφιακή τεχνολογία, τα τρόφιμα, οι κρίσιμες τεχνολογίες, η χημεία, η βιοτεχνολογία. Για την εφαρμογή της συμφωνίας, οι ηγέτες της ΕΕ ζήτησαν να σημειωθεί ταχεία πρόοδος σε μια σειρά βασικών παραγόντων ανταγωνιστικότητας.