Η 21η Ιουνίου ήταν σημαδεμένη ημέρα στο ημερολόγιο ως αυτή που θα γνωστοποιούνταν στις χώρες μέλη της ΕΕ οι δημοσιονομικοί στόχοι για την επόμενη τετραετία. Στην πραγματικότητα, ήταν η ημέρα που οι χώρες θα μάθαιναν ποιο θα ήταν το μέγιστο ποσοστό αύξησης των δημοσίων δαπανών σε κάθε χώρα ώστε να επιτευχθεί ο στόχος για συγκράτηση του χρέους. Να λοιπόν που πέρασε η 21η Ιουνίου, οι στόχοι ορίστηκαν από την γραφειοκρατία των Βρυξελλών αλλά δεν ανακοινώθηκαν ποτέ στους πολίτες – ψηφοφόρους (λες και δεν τους αφορούν).
Γιατί τέτοια μυστικοπάθεια; Το επιχείρημα ότι πρόκειται για μια διαδικασία που είναι σε εξέλιξη -κάτι που σημαίνει ότι οι στόχοι μπορούν να αλλάξουν- δεν πείθει. Ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά είναι που μια δυναμική διαδικασία έρχεται στην επιφάνεια και μπαίνει στη βάσανο του δημοσίου διαλόγου. Υπάρχουν και άλλοι λόγοι για την μυστικοπάθεια των Βρυξελλών (σ.σ πληροφορίες μιλούν για συμφωνία σε κεντρικό επίπεδο να μην υπάρξουν διαρροές σε αυτή τη φάση). Και σίγουρα κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης έχει κρίσιμες εκλογές σε λιγότερο από 10 ημέρες.
Θα ήθελε αλήθεια ο Γάλλος ψηφοφόρος να ενημερωθεί λίγο πριν ψηφίσει ότι η χώρα του θα πρέπει να ασκήσει σημαντική περιοριστική πολιτική την επόμενη 4ετία για να βάλει φρένο στον ρυθμό αύξησης του χρέους όπως ορίζει το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας; Οι αναλυτές μιλούν για ανάγκη τα δημοσιονομικά μέτρα (κυρίως στο σκέλος των δαπανών) να φτάσουν κοντά στο 0,8% του ΑΕπ κάτι που αποτελεί μεγάλο νούμερο αν αναλογιστούμε ότι μιλάμε για την γαλλική οικονομία. Ποιος έταξε λιτότητα λίγο πριν την κάλπη και βγήκε κερδισμένος;
Όμως, ακόμη και μετά το κλείσιμο της κάλπης το θέμα θα επανέλθει στο προσκήνιο καθώς ο χρόνος είναι αμείλικτος. Τον Σεπτέμβριο, οι χώρες θα πρέπει να καταθέσουν τα Μεσοπρόθεσμα σχέδια για την 4ετία και αμέσως μετά τους προϋπολογισμούς. Το ερώτημα είναι ένα: θα εφαρμόσει η ΕΕ το Σύμφωνο Σταθερότητας που η ίδια έφτιαξε ή θα κάνει πίσω αναλογιζόμενη το πολιτικό κόστος; Οι αγορές… καραδοκούν και πιέζουν.