Κατά 48% μειώθηκε το 2020 η παραγωγή λιγνίτη στην Ελλάδα σύμφωνα με όσα αναφέρει στο εισαγωγικό μήνυμά του στον Ετήσιο Απολογισμό για το 2020 ο πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ) κ Αθανάσιος Κεφάλας.
«Οι επιπτώσεις της πανδημίας και κυρίως όμως της διαδικασίας απολιγνιτοποίησης στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα και της περικοπής παραγωγής σιδηρονικελίου, αποτυπώνονται στην πτώση του όγκου παραγωγής εμπορεύσιμων προϊόντων των μελών μας κατά 18% σε σχέση με το 2019, καθώς και στη μείωση των πωλήσεων κατά 25% και κατά 25% των εξαγωγών μας το 2020» αναφέρει σχετικά ο κ. Κεφάλας.
Οι απώλειες
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΜΕ, «ειδικότερα για τις μεγάλες κατηγορίες των αγορών που εξυπηρετούν τα μέλη μας:
• τα αδρανή-δομικά υλικά παρουσίασαν αύξηση πωλήσεων της τάξης του 5% έναντι του 2019. Το 2021 προβλέπεται σχετικά ευοίωνο με καλύτερα αποτελέσματα έναντι του 2020
• τα βιομηχανικά ορυκτά είχαν μικτή εικόνα με κάποια από αυτά να έχουν καλή πορεία και άλλα με ελεγχόμενες μειώσεις πωλήσεων λόγω μειωμένης ζήτησης. Η συνολική υστέρηση έναντι του 2019 συνολικά εκτιμάται σε 8%
• τα μεταλλεύματα είχαν συνολικά πτωτική τάση όγκων, κυρίως λόγω περικοπών στη παραγωγή σιδηρονικελίου κατά 50% και εν μέρει στο βωξίτη. Οι τιμές των μετάλλων όπως και των συμπυκνωμάτων είχαν σημαντικές αυξήσεις
• τα προϊόντα λευκολίθου εμφάνισαν πτώση όγκων κατά 6% σε σχέση με το 2019, οφειλόμενη κυρίως στην πανδημία
• τα μάρμαρα εμφανίζονται με υστέρηση πάνω από 20% στις εξαγωγές σε σύγκριση με το 2019 κυρίως λόγω των υγειονομικών συνθηκών
• η παραγωγή λιγνίτη μειώθηκε κατά 48%, σε λιγότερο από 15 εκατομμύρια τόνους, λόγω της σταδιακής παύσης λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων.
Επίσης, στο 2020 είχαμε προβλήματα στις μεταφορές με έλλειψη εμπορευματοκιβωτίων, προβλήματα διαθεσιμότητας λιμενεργατών και οδηγών χερσαίων μεταφορών, ελλείψεις υλικών και πρώτων υλών και προς το τέλος του έτους σταδιακή άνοδο των θαλασσίων ναύλων» ανέφερε ο κ. Κεφάλας.
Το 2021
«Έχοντας ήδη διανύσει το πρώτο εξάμηνο του 2021 αξίζει να σημειώσουμε ότι το ξεκίνημα ήταν πολύ ενθαρρυντικό. Τα αδρανή και δομικά υλικά συνεχίζουν την ανοδική πορεία που δεν είχε ανακοπεί στο 2020, οι τιμές των μετάλλων είναι ανοδικές ή σχετικά υψηλές, τα μάρμαρα είναι σε τροχιά ανάκαμψης, τα βιομηχανικά ορυκτά θα επανέλθουν τουλάχιστον στα επίπεδα του 2019 και η παραγωγή λιγνίτη θα παραμείνει στα επίπεδα του 2020. Προκλήσεις στις οποίες πρέπει να ανταποκριθούμε αφορούν στη συνέχιση της φροντίδας για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων μας, στην αντιμετώπιση των αυξητικών τάσεων μίας σειράς παραγόντων κόστους με κύρια την ενέργεια, τα θαλάσσια ναύλα, τις πρώτες ύλες, καθώς και την προσαρμογή στις απαιτήσεις της Πράσινης μετάβασης» αναφέρει σχετικά.
Ωστόσο τονίζει ότι «ο εξορυκτικός κλάδος είναι στην κορυφή των καθυστερήσεων στις αδειοδοτήσεις και η χαμηλή προτεραιότητα στην επίλυση ρυθμιστικών κρίσιμων θεμάτων του είναι σε πλήρη αναντιστοιχία με τη συμβολή του στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν και στις εξαγωγές της χώρας. Τα δύο αυτά προβλήματα πρέπει να αντιμετωπισθούν το ταχύτερο δυνατόν ώστε να ξεδιπλωθεί στην πληρότητά του το δυναμικό ενός κλάδου για τον οποίο και η Επιτροπή Πισσαρίδη επισημαίνει ιδιαίτερα την εξωστρέφειά του, την επιτυχημένη παρουσία του στις διεθνείς αλυσίδες αξίας και τη διεθνή ανταγωνιστικότητά υπογραμμίζει ο κ. Πισσαρίδης. »
Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση τον συγκεκριμένο απολογισμό σε σχέση με τις εξορύξεις από 230.000 στρέμματα (0,175 % της ελληνικής έκτασης) παράγεται με βιώσιμο τρόπο το 3,1% του ΑΕΠ της χώρας.
Κατά 48% μειώθηκε το 2020 η παραγωγή λιγνίτη στην Ελλάδα σύμφωνα με όσα αναφέρει στο εισαγωγικό μήνυμά του στον Ετήσιο Απολογισμό για το 2020 ο πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ) κ Αθανάσιος Κεφάλας.
«Οι επιπτώσεις της πανδημίας και κυρίως όμως της διαδικασίας απολιγνιτοποίησης στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα και της περικοπής παραγωγής σιδηρονικελίου, αποτυπώνονται στην πτώση του όγκου παραγωγής εμπορεύσιμων προϊόντων των μελών μας κατά 18% σε σχέση με το 2019, καθώς και στη μείωση των πωλήσεων κατά 25% και κατά 25% των εξαγωγών μας το 2020» αναφέρει σχετικά ο κ. Κεφάλας.
Οι απώλειες
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΜΕ, «ειδικότερα για τις μεγάλες κατηγορίες των αγορών που εξυπηρετούν τα μέλη μας:
• τα αδρανή-δομικά υλικά παρουσίασαν αύξηση πωλήσεων της τάξης του 5% έναντι του 2019. Το 2021 προβλέπεται σχετικά ευοίωνο με καλύτερα αποτελέσματα έναντι του 2020
• τα βιομηχανικά ορυκτά είχαν μικτή εικόνα με κάποια από αυτά να έχουν καλή πορεία και άλλα με ελεγχόμενες μειώσεις πωλήσεων λόγω μειωμένης ζήτησης. Η συνολική υστέρηση έναντι του 2019 συνολικά εκτιμάται σε 8%
• τα μεταλλεύματα είχαν συνολικά πτωτική τάση όγκων, κυρίως λόγω περικοπών στη παραγωγή σιδηρονικελίου κατά 50% και εν μέρει στο βωξίτη. Οι τιμές των μετάλλων όπως και των συμπυκνωμάτων είχαν σημαντικές αυξήσεις
• τα προϊόντα λευκολίθου εμφάνισαν πτώση όγκων κατά 6% σε σχέση με το 2019, οφειλόμενη κυρίως στην πανδημία
• τα μάρμαρα εμφανίζονται με υστέρηση πάνω από 20% στις εξαγωγές σε σύγκριση με το 2019 κυρίως λόγω των υγειονομικών συνθηκών
• η παραγωγή λιγνίτη μειώθηκε κατά 48%, σε λιγότερο από 15 εκατομμύρια τόνους, λόγω της σταδιακής παύσης λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων.
Επίσης, στο 2020 είχαμε προβλήματα στις μεταφορές με έλλειψη εμπορευματοκιβωτίων, προβλήματα διαθεσιμότητας λιμενεργατών και οδηγών χερσαίων μεταφορών, ελλείψεις υλικών και πρώτων υλών και προς το τέλος του έτους σταδιακή άνοδο των θαλασσίων ναύλων» ανέφερε ο κ. Κεφάλας.
Το 2021
«Έχοντας ήδη διανύσει το πρώτο εξάμηνο του 2021 αξίζει να σημειώσουμε ότι το ξεκίνημα ήταν πολύ ενθαρρυντικό. Τα αδρανή και δομικά υλικά συνεχίζουν την ανοδική πορεία που δεν είχε ανακοπεί στο 2020, οι τιμές των μετάλλων είναι ανοδικές ή σχετικά υψηλές, τα μάρμαρα είναι σε τροχιά ανάκαμψης, τα βιομηχανικά ορυκτά θα επανέλθουν τουλάχιστον στα επίπεδα του 2019 και η παραγωγή λιγνίτη θα παραμείνει στα επίπεδα του 2020. Προκλήσεις στις οποίες πρέπει να ανταποκριθούμε αφορούν στη συνέχιση της φροντίδας για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων μας, στην αντιμετώπιση των αυξητικών τάσεων μίας σειράς παραγόντων κόστους με κύρια την ενέργεια, τα θαλάσσια ναύλα, τις πρώτες ύλες, καθώς και την προσαρμογή στις απαιτήσεις της Πράσινης μετάβασης» αναφέρει σχετικά.
Ωστόσο τονίζει ότι «ο εξορυκτικός κλάδος είναι στην κορυφή των καθυστερήσεων στις αδειοδοτήσεις και η χαμηλή προτεραιότητα στην επίλυση ρυθμιστικών κρίσιμων θεμάτων του είναι σε πλήρη αναντιστοιχία με τη συμβολή του στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν και στις εξαγωγές της χώρας. Τα δύο αυτά προβλήματα πρέπει να αντιμετωπισθούν το ταχύτερο δυνατόν ώστε να ξεδιπλωθεί στην πληρότητά του το δυναμικό ενός κλάδου για τον οποίο και η Επιτροπή Πισσαρίδη επισημαίνει ιδιαίτερα την εξωστρέφειά του, την επιτυχημένη παρουσία του στις διεθνείς αλυσίδες αξίας και τη διεθνή ανταγωνιστικότητά» υπογραμμίζει ο κ. Πισσαρίδης.
Παρεμβάσεις
Όπως τονίζει ο κ. Κεφαλας υπήρξε όλο αυτό το διάστημα ενημέρωση της κυβέρνησης και αλλων φορέων για» κρίσιμα θέματα «που αφορούν στα μέλη μας και γενικότερα στον εξορυκτικό κλάδο και τα οποία:
• δημιουργούν σημαντικές καθυστερήσεις στην αδειοδότηση των λειτουργιών μας, καθώς επίσης ανασφάλεια δικαίου λόγω ασαφειών και αυθαιρέτων ερμηνειών ειδικά της δασικής νομοθεσίας
• επιβαρύνουν υπέρμετρα το κόστος λειτουργίας και πλήττουν την ανταγωνιστικότητα διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων
• στερούν αναιτιολόγητα και παρά τις Ευρωπαϊκές οδηγίες, την πρόσβαση σε στερεές ορυκτές πρώτες ύλες που βρίσκονται στις περιοχές NATURA
• δεν επιτρέπουν καθαρό ορίζοντα για το μέλλον των μεταλλευτικών παραχωρήσεων
• αφήνουν σε εκκρεμότητα αναγκαίες τροποποιήσεις του Λατομικού Κώδικα, μετά από τρία και πλέον χρόνια εμπειρίας από την εφαρμογή του
• επιτρέπουν δυσμενή μεταχείριση της εξόρυξης και των συνοδών εγκαταστάσεων τους σε πολλές χωροταξικές ρυθμίσεις και χρήσεις γης
• παρατείνουν δυσλειτουργίες των Επιθεωρήσεων και δυσμενή μεταχείριση των στελεχών των επιχειρήσεων ενώπιον των δικαστηρίων
• παρατείνουν την αβεβαιότητα για το μέλλον μικρών παραγωγών λιγνίτη και των κοινωνιών των περιοχών που έχουν μεγάλη εξάρτηση από την εξόρυξή του.»
Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση τον συγκεκριμένο απολογισμό σε σχέση με τις εξορύξεις από 230.000 στρέμματα (0,175 % της ελληνικής έκτασης) παράγεται με βιώσιμο τρόπο το 3,1% του ΑΕΠ της χώρας.