«Το σουπερμάρκετ της Ευρώπης ήταν ανοικτό» είναι τίτλος εκτενούς ρεπορτάζ της γερμανικής εφημερίδα «Handelsblatt» στο οποίο καταγράφεται ο προβληματισμός πλέον που επικρατεί στην Ευρώπη σχετικά με τις επενδύσεις των κινεζικών κρατικών επιχειρήσεων με την επισήμανση ότι τώρα όλες οι χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέλουν να αποφύγουν νέες εξαρτήσεις από την Κίνα με μία όμως εξαίρεση, την Ουγγαρία.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το εν λόγω ρεπορτάζ έχει μειωθεί o όγκος των εξαγορών στην Ε.Ε. από κινεζικούς ομίλους, από 47,4 δισ. ευρώ που ήταν πριν πέντε χρόνια στα 10,6 δισ. τώρα, με την Agatha Kratz από την εταιρεία ερευνών Rhodium Group να διευκρινίζει ότι η εξέλιξη του πολιτικού και οικονομικού συστήματος της Κίνας σε πιο κρατικοκεντρικό και αυταρχικό, έχει οδηγήσει πολλές κυβερνήσεις να επανεξετάσουν τις συνέπειες των αυξανόμενων κινεζικών επενδύσεων.
Σε αυτό έρχεται να προστεθεί και η στάση της Κίνας στον πόλεμο στην Ουκρανία, επισημαίνει η εφημερίδα, που σημειώνει ότι υπάρχει μια εξαίρεση σε αυτή την τάση, η Ουγγαρία, που ανησυχεί ιδιαιτέρως τις Βρυξέλλες.
Για την περίπτωση της Ελλάδας η «Handelsblatt» αναφέρει ότι ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, δηλώνει πως το παράδειγμα της Ρωσίας δείχνει πόσο σημαντικό είναι να μην υπάρχει εξάρτηση από έναν μόνο προμηθευτή.
Οι κινεζικές επιχειρήσεις, πάντως, συνεχίζει το σχετικό ρεπορτάζ, έχουν εδραιωθεί στην Ελλάδα, φέρνοντας ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση της Cosco η οποία συμμετέχει με ποσοστό 67% στον ΟΛΠ.
Το δημοσίευμα υπενθυμίζει ότι οι Κινέζοι εξαγόρασαν μερίδιο του ΟΛΠ το 2015, όταν η Ελλάδα, κατ’ εντολή των πιστωτών, ιδιωτικοποίησε το λιμάνι του Πειραιά, ενώ τονίζεται ότι το κατέστησαν κόμβο για την εμπορική ναυτιλία μεταξύ Ασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, με τον τζίρο από τη μεταφορά εμπορευματοκιβωτίων να αυξάνεται κατά 12 φορές από το 2008.
Στο μεταξύ, προσθέτει η «Handelsblatt» έχει υποχωρήσει η αρχική κριτική των συνδικάτων, ενώ και σε πολιτικό επίπεδο η συμμετοχή των Κινέζων στο λιμάνι δεν είναι πια αμφιλεγόμενη.
Μετά την αρχική ευφορία όμως για τις κινεζικές επενδύσεις στην Ελλάδα έχει επέλθει η προσγείωση, με τον Πρωθυπουργό να περιγράφει πρόσφατα τη σχέση με την Κίνα ως «δύσκολη και περίπλοκη», διότι η Κίνα είναι «ταυτόχρονα αντίπαλος και ανταγωνιστής, αλλά και εταίρος σε θέματα όπως η κλιματική κρίση».
Η άποψη αυτή αντικατοπτρίζει και τη θέση της Ε.Ε., που θέλει την Κίνα εταίρο, ανταγωνιστή και συστημικό αντίπαλο, σημειώνει το δημοσίευμα.
Σήμερα ο Έλληνας Πρωθυπουργός επισημαίνει ότι οι κινεζικές επενδύσεις πρέπει να εξετάζονται με ένα «γεωπολιτικό φίλτρο», υπενθυμίζει όμως ότι κατά την ιδιωτικοποίηση του λιμένος, η Κίνα ήταν ο μόνος ενδιαφερόμενος επενδυτής.
«Στο μεταξύ έχουν βελτιωθεί πολύ η οικονομία μας και οι προοπτικές για τους επενδυτές», δηλώνει ο Πρωθυπουργός, προσθέτοντας ότι «για αυτό σήμερα είμαστε στην ευχάριστη θέση να μην εξαρτόμαστε σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις σε υποδομές από μία ή δύο χώρες».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και άλλο ρεπορτάζ της εφημερίδας Global Times στο οποίο επισημαίνεται ότι είναι πλέον κοινή η πεποίθηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση πως οι κινεζικές και οι ευρωπαϊκές επενδύσεις στα Βαλκάνια είναι αναπόφευκτο να οδηγήσουν σε ανταγωνισμό.
Η Global Times, εστιάζει το ενδιαφέρον της στην πρωτοβουλία Global Gateway της ΕΕ και σε πρόσφατη λίστα επενδύσεων για την επιτάχυνσή της που φέρεται να κατέθεσε η Γερμανία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «ένα σχέδιο που ορισμένα δυτικά μέσα ενημέρωσης και πολιτικοί του Γερμανικού Κόμματος των Πρασίνων διαφημίζουν ότι έχει στόχο να αντιμετωπίσει την παγκόσμια επιρροή της Κίνας με μια “καλύτερη προσφορά” που θα είναι “διαφανής και σε ίση βάση”», σχολιάζει η εφημερίδα.
Η Κίνα διατηρεί καλές σχέσεις με τις περισσότερες χώρες των Βαλκανίων και οι περισσότερες κινεζικές επενδύσεις στην περιοχή είναι σύμφωνες με την πραγματική ζήτηση», δηλώνει ο Cui Hongjian, διευθυντής του Τμήματος Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Ινστιτούτο Διεθνών Σπουδών της Κίνας, υπογραμμίζοντας παράλληλα ότι υπάρχουν μεγάλες προοπτικές για συνεργασία μεταξύ της Κίνας, της Γερμανίας και της Ευρώπης.