Με τους αναβαλλόμενους τόκους του χρέους του 1ου μνημονίου, δημοσιονομικό πρόβλημα δεν υπήρξε ποτέ καθώς το υπουργείο Οικονομικών συμπεριελάμβανε σε τακτική βάση το ποσό (1,2 δις. ευρώ) στους κρατικούς προϋπολογισμούς από το 2012 και μετά. Σε επίπεδο χρέους, γνωρίζαμε ότι το ποσό θα εμφανιστεί σωρρευτικά από το 2032 και μετά και ότι αυτό θα φόρτωνε 25 δις. ευρώ περίπου στις υποχρεώσεις της χώρας από τη συγκεκριμένη χρονιά και μετά.
Τελικώς, η Eurostat αποφάσισε προ μηνός να εγγράψει μαζεμένους τους τόκους της περιόδου 2012-2023 ανεβάζοντας την αναλογία του χρέους στο 169% του ΑΕΠ στο τέλος του 2023. Βρέθηκε ο τόπος να το ξεπεράσουμε αυτό και σήμερα που κατατίθεται ο προϋπολογισμός θα φανεί και η πρόβλεψη να κλείσει η χρονιά με αναλογία όχι μεγαλύτερη από το 153-154% για το τέλος του 2024. Με ποιο τρόπο; Με την ανάπτυξη της οικονομίας με την αύξηση των δημοσίων εσόδων αλλά και με τις πρόωρες αποπληρωμές χρέους.
Λύθηκε και αυτό. Και τι μένει; Το ταμειακό. Που είναι και το πιο δύσκολο διότι δεν μιλάμε για λογιστικό αλλά για πραγματικό χρήμα. Η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει ότι οι αναβαλλόμενοι τόκοι θα αρχίσουν να πληρώνονται (σε δόσεις) από το 2032 και μετά. Νωρίς ακόμη για το σκεφτούμε; Για κάποιους όχι. Στον ΟΔΔΗΧ θέλουν από τώρα να φροντίσουν ώστε αυτή η νέα υποχρέωση να μην υποχρεώσει τη χώρα θα αυξήσει το δανειακό της πρόγραμμα από το συγκεκριμένο έτος και μετά.
Ποια είναι λοιπόν η ιδέα; Από το 2025 και μετά, οι όποιες πρόωρες αποπληρωμές χρέους προγραμματιστούν, να αφορούν σε υποχρεώσεις μεταγενέστερες του 2032. Αυτό σημαίνει εξομάλυνση από τώρα και προγραμματισμός ώστε τα ετήσια δανειακά προγράμματα να μην προκαλούν απότομες αυξήσεις τις οποίες μπορεί να εκμεταλλευτούν οι αγορές. Νόμος της προσφοράς και της ζήτησης και εδώ. Όσο λιγότερες είναι οι ανάγκες χρηματοδότησης, τόσο το καλύτερο, τόσο ευνοϊκότεροι οι όροι.