Ποτέ στο παρελθόν η Ελλάδα δεν είχε συγκεντρώσει έσοδα από τον ΦΠΑ άνω των 20 δις. ευρώ. Ούτε καν όταν το ΑΕΠ έφτανε στα 240 δις. ευρώ, δηλαδή περίπου 50 δις. ευρώ περισσότερα συγκριτικά με το σημερινό ΑΕΠ. Και τα στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα το υπουργείο Οικονομικών, δείχνουν ότι το 2022 κλείνει με εισπράξεις 21,4 δις. ευρώ.
Προφανώς η ακρίβεια ανέβασε τα έσοδα. Δεν είναι όμως μόνο αυτός ο λόγος. Είναι και οι υψηλοί συντελεστές που εφαρμόζει η Ελλάδα -από τους υψηλότερους διεθνώς- είναι και η «στροφή» στις ηλεκτρονικές συναλλαγές που σε μεγάλο βαθμό περιορίζει τη φοροδιαφυγή, είναι και η εκτόξευση των τουριστικών εσόδων και η επαναφορά τους στο επίπεδο του 2019 που σε ένα μεγάλο βαθμό δεν αποτελείται από «μαύρες» συναλλαγές.
Αυτά είναι τα δεδομένα. Για το 2023, υπάρχει προσδοκία περαιτέρω αύξησης των εσόδων από τον ΦΠΑ λόγω ακόμη υψηλότερων τιμών (σ.σ ο πληθωρισμός αναμένεται ότι θα κλείσει φέτος στο +5%) ώστε να στηριχθούν για μια ακόμη χρονιά τα φορολογικά έσοδα και δια αυτής της οδού να στηριχτεί και η πολιτική μείωσης φόρων και ενισχύσεων των πιο αδύναμων. Και γεννάται το ερώτημα.
Πρέπει να τα βάλουμε με την «χρυσή κότα» που την λένε ΦΠΑ; Πρέπει να μειωθούν οι συντελεστές; Η αξιωματική αντιπολίτευση λέει ναι. Η κυβέρνηση -δια του πρωθυπουργού- αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο για μετά τις εκλογές αλλά δεν φαίνεται να υποστηρίζει τη λύση σθεναρά. Είναι μεγάλο το κόστος μείωσης των συντελεστών σε δημοσιονομικό επίπεδο.
Και σε τελική ανάλυση, αυτό το μεγάλο δημοσιονομικό κόστος υπάρχει ορατός κίνδυνος να το καρπωθούν οι επιχειρήσεις (να μην φτάσει δηλαδή ποτέ το όφελος στην αγορά) και ο… τουρίστας.