Δηλώνοντας ότι η Ουάσινγκτον «πέτυχε τον στόχο της» στο Αφγανιστάν, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν επιβεβαίωσε σήμερα ότι οι αμερικανικές δυνάμεις θα αποχωρήσουν από τη χώρα αυτή μέχρι τις 11 Σεπτεμβρίου, προτρέποντας τους Ταλιμπάν να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους και να μην απειλούν τις ΗΠΑ.
Ο Τζο Μπάιντεν επιβεβαίωσε σήμερα ότι «ήρθε η ώρα» να μπει τέλος στον πιο μακροχρόνιο πόλεμο της Αμερικής, με την αποχώρηση όλων των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν μέχρι τις 11 Σεπτεμβρίου, στην επέτειο δηλαδή της συμπλήρωσης 20 ετών από τις πολύνεκρες επιθέσεις της Αλ Κάιντα στη Νέα Υόρκη και την Ουάσινγκτον.
«Ήρθε η ώρα να φέρουμε πίσω στο σπίτι τους Αμερικανούς στρατιώτες», επέμεινε ο Μπάιντεν στην ομιλία του.
«Είμαι ο τέταρτος Αμερικανός πρόεδρος που αναλαμβάνει να διαχειριστεί την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στο Αφγανιστάν», μετά τον Τζορτζ Ου. Μπους, τον Μπαράκ Ομπάμα και τον Ντόναλντ Τραμπ και «δεν θα μεταθέσω αυτήν την ευθύνη σε έναν πέμπτο», τόνισε. «Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε τον κύκλο της παράτασης ή της ενίσχυσης της στρατιωτικής παρουσίας μας στο Αφγανιστάν, με την ελπίδα ότι θα δημιουργηθούν οι ιδανικές συνθήκες για μια αποχώρηση», συνέχισε. «Πήγαμε στο Αφγανιστάν λόγω μιας φρικιαστικής επίθεσης που συνέβη πριν από 20 χρόνια. Αυτό δεν εξηγεί γιατί θα πρέπει να παραμένουμε εκεί εν έτει 2021», πρόσθεσε.
Παρά τις εντεινόμενες ανησυχίες για μια νίκη των Ταλιμπάν και την επιστροφή ενός φονταμενταλιστικού καθεστώτος όπως εκείνο που είχαν επιβάλει στο διάστημα 1996-2001 στην Καμπούλ οι ακραίοι ισλαμιστές, η Ουάσινγκτον ανακοίνωσε από την Τρίτη ότι αποφάσισε να αποσύρει «χωρίς προϋποθέσεις» τις αμερικανικές δυνάμεις, σε συντονισμό με τις άλλες χώρες του διεθνούς συνασπισμού. Ο Μπάιντεν φαίνεται ότι διαφώνησε με τις συστάσεις του Πενταγώνου, το οποίο ήταν αντίθετο με την ανακοίνωση μιας συγκεκριμένης καταληκτικής ημερομηνίας για την αποχώρηση.
«Πετύχαμε τους στόχους που είχαμε θέσει», διαβεβαίωσε νωρίτερα ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας Άντονι Μπλίνκεν, από τις Βρυξέλλες όπου συμμετείχε στη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας του ΝΑΤΟ.
Η υπουργός Άμυνας της Γερμανίας Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ επιβεβαίωσε ότι οι δυνάμεις των χωρών του ΝΑΤΟ θα αποχωρήσουν όλες μαζί και «συντεταγμένα» από το αφγανικό έδαφος. Η βρετανική κυβέρνηση διαβεβαίωσε ότι θα προσαρμόσει την παρουσία της στη χώρα αυτή «σε συνεργασία με τους συμμάχους της».
Την Τρίτη, μετά από πολλές εβδομάδες συζητήσεων για το θέμα, ένας υψηλόβαθμος Αμερικανός αξιωματούχος έκανε γνωστό ότι ο 46ος πρόεδρος των ΗΠΑ πήρε την απόφασή του. «Θα ξεκινήσουμε τη συντεταγμένη αποχώρηση των δυνάμεών που απομένουν (στο Αφγανιστάν) πριν από την 1η Μαΐου και προβλέπουμε να τις έχουμε αποσύρει όλες πριν από την 20ή επέτειο της 11ης Σεπτεμβρίου», είπε.
Ο ίδιος ο Μπάιντεν είχε προειδοποιήσει ότι θα ήταν «δύσκολο» να τηρηθεί η προβλεπόμενη προθεσμία της 1ης Μαΐου, όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ των Ταλιμπάν και του προκατόχου του στο αξίωμα, του Ντόναλντ Τραμπ, τον Φεβρουάριο του 2020.
Η απειλή των Ταλιμπάν
Μεταθέτοντας κατά περίπου τέσσερις μήνες την προθεσμία, ο πρόεδρος των ΗΠΑ προκάλεσε την οργή των Ταλιμπάν.
«Αν η συμφωνία παραβιαστεί και οι ξένες δυνάμεις δεν φύγουν από τη χώρα μας την προβλεπόμενη ημερομηνία» της 1ης Μαΐου «ασφαλώς θα υπάρξουν προβλήματα και όσοι δεν τηρήσουν τη συμφωνία θα θεωρηθούν υπεύθυνοι», έγραψε στο Twitter σήμερα ο εκπρόσωπος των Ταλιμπάν, Ζαμπιχουλάχ Μουτζάχιντ, επαναλαμβάνοντας τις απειλές της οργάνωσής του.
Οι Ταλιμπάν έχουν ήδη προειδοποιήσει ότι αν δεν ολοκληρωθεί η αποχώρηση όλων των ξένων δυνάμεων δεν θα συμμετάσχουν στην ειρηνευτική διάσκεψη για το Αφγανιστάν που θα φιλοξενηθεί στην Κωνσταντινούπολη, στο διάστημα 24 Απριλίου-4 Μαΐου.
Παρά τη συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Ταλιμπάν, η βία παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα στο Αφγανιστάν. Σε μια πρόσφατη επιστολή του προς τον Αφγανό πρόεδρο Άσραφ Γάνι, ο Μπλίνκεν επισήμανε ότι η αμερικανική αποχώρηση ενδέχεται να οδηγήσει σε κατακτήσεις εδαφών εκ μέρους των Ταλιμπάν. Και οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών εκτιμούν, σε μια έκθεσή τους, ότι η αφγανική κυβέρνηση θα «δυσκολευτεί να αντισταθεί» εάν αποχωρήσει ο διεθνής συνασπισμός.
Σήμερα, ο διευθυντής της CIA Ουίλιαμ Μπερνς υποστήριξε ότι η δυνατότητα της Ουάσινγκτον να συλλέγει πληροφορίες και να αντιμετωπίζει τις απειλές θα μειωθεί με την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων. «Υπάρχει σημαντικός κίνδυνος, από τη στιγμή που θα αποχωρήσουν οι στρατιώτες των ΗΠΑ και του συνασπισμού», είπε μιλώντας στην Επιτροπή Πληροφοριών της Γερουσίας.
«Θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε την αφγανική κυβέρνηση» αλλά «δεν θα παραμείνουμε στρατιωτικά δεσμευμένοι στο Αφγανιστάν», ανέφερε στην ομιλία του ο Μπάιντεν. Σύμφωνα με ανακοίνωση του Λευκού Οίκου, ο Αμερικανός πρόεδρος επικοινώνησε με τον Γάνι, στον οποίο δήλωσε ότι οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να στηρίζουν τον αφγανικό λαό, παρέχοντας αναπτυξιακή και ανθρωπιστική βοήθεια, καθώς και με τη συνεργασία τους σε θέματα ασφαλείας.
Οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Αφγανιστάν πριν από περίπου 20 χρόνια, αμέσως μετά τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους και το Πεντάγωνο. Ανέτρεψαν γρήγορα τους Ταλιμπάν, τους οποίους κατηγορούσαν ότι είχαν δώσει καταφύγιο στην Αλ Κάιντα του Οσάμα μπιν Λάντεν, όμως στη συνέχεια η επιχείρηση βάλτωσε.
Στο διάστημα 2010-11, περίπου 100.000 Αμερικανοί στρατιώτες στάθμευαν στο Αφγανιστάν. Ο πρώην πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα μείωσε τον αριθμό αυτό στους 8.400 και ο διάδοχός του, ο Ντόναλντ Τραμπ, συνέχισε αυτήν την πολιτική: σήμερα δεν απομένουν παρά μόνο 2.500 Αμερικανοί στρατιώτες στη χώρα αυτή. Συνολικά, στην επιχείρηση Resolute Support του ΝΑΤΟ συμμετέχουν 9.600 στρατιώτες από 36 χώρες.
ΠΗΓΗ:ΑΠΕ-ΜΠΕ