Ενθαρρυντικά είναι τα πρώτα αποτελέσματα της Ελληνικής μελέτης ReCOVer που δίνει απαντήσεις σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εμβολίων κατά του κορωνοϊού στους καρκινοπαθείς. Συγκεκριμένα 90% καλύπτουν τα εμβόλια έναντι του Covid-19 τους ασθενείς με καρκίνο μετά και τη δεύτερη δόση. Επίσης σημαντικά υψηλότεροι τίτλοι αντισωμάτων ανιχνεύθηκαν σε καρκινοπαθείς μη καπνιστές, σε γυναίκες, σε ασθενείς κάτω των 50 ετών, με καλή γενική κατάσταση και σε ασθενείς με κάποιους τύπους καρκίνου, όπως μαστού και ωοθηκών.
Τα παραπάνω ενθαρρυντικά αποτελέσματα αναφέρει η μεγαλύτερη δημοσιευμένη ελληνική μελέτη σε ασθενείς με καρκίνο ReCOVer που πραγματοποίησε η Ελληνική Συνεργαζόμενη Ογκολογική Ομάδα, με την υποστήριξη του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας του Καρκίνου.
Το σχετικό άρθρο με τίτλο «Responses to SARS-CoV-2 Vaccination in Patients with Cancer (ReCOVer Study): A Prospective Cohort Study of the Hellenic Cooperative Oncology Group» δημοσιεύθηκε χθες στο έγκριτο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Cancers.https://www.mdpi.com/1271834.
Τη μελέτη υπογραφούν οι ερευνητές Έλενα Λινάρδου, Νικόλαο Σπανάκη, Γεωργία-ΑγγελικήΚολιού, Αθηνά Χριστοπούλου, Σοφία Καραγεωργοπούλου, Νεφέλη Αλευρά, Αναστάσιο Βαγιωνά, Νικόλαο Τσουκαλά, Σταυρούλα Σγούρου, Έλενα Φούντζηλα, Ιωσήφ Σγουρό, Ευαγγελία Ραζή, Δήμητρα Χατζώκου, Σοφία Λαμπάκη, Ελένη Ρες, Ζαχαρένια Σαριδάκη, Γιάννη Μούντζιο, και Γεώργιο Σαρόγλου και Γεώργιο Φούντζηλα.
Η μελέτη
Από την αρχή των εμβολιασμών των ευπαθών ομάδων τον περασμένο Μάρτιο, η Ελληνική Συνεργαζόμενη Ογκολογική Ομάδα (ΕΣΟΟ), με την υποστήριξη του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας του Καρκίνου (ΕΛΙΕΚ), ξεκίνησε προοπτική μελέτη παρακολούθησης της ανοσολογικής απάντησης στον εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2 σε ασθενείς με συμπαγείς κακοήθειες στον ελλαδικό χώρο και υγιείς εθελοντές.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη δημοσιευμένη ελληνική μελέτη σε ασθενείς με καρκίνο, όπου συμπεριλήφθηκαν 232 ασθενείς με συμπαγείς όγκους από 12 μεγάλα ογκολογικά τμήματα από όλη τη χώρα.
Επιπλέον συμπεριλήφθηκε ομάδα ελέγχου 100 εθελοντών από το υγειονομικό προσωπικό του σε ιδιωτικό νοσοκομείο.
Οι τίτλοι εξουδετερωτικών αντισωμάτων κατά του SARS-CoV-2 μετρήθηκαν στον ορό των συμμετεχόντων πριν την έναρξη του εμβολιασμού και 2-4 εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση και της δεύτερης δόσης. Συγκρίθηκαν τα αποτελέσματα μεταξύ ασθενών με καρκίνο και υγιών εθελοντών ενώ αναγνωρίστηκαν διάφοροι κλινικοί παράγοντες που φαίνεται να επηρεάζουν την ανοσοανταπόκριση.
Τα ευρήματα
Τα ευρήματα της δημοσίευσης συνοψίζονται από τους επικεφαλής της μελέτης, Δρ Έλενα Λινάρδου, Παθολόγο Ογκολόγο, Διευθύντρια Δ’ Ογκολογικής Κλινικής, Νοσοκομείο Μετροπόλιταν, Πρόεδρο ΕΕ της ΕΣΟΟ, και τον Καθηγητή Γεώργιο Φούντζηλα Παθολόγο Ογκολόγο, Ομότιμο Καθηγητή Ογκολογίας, Πρόεδρο της ΕΣΟΟ και του ΕΛΙΕΚ:
Η μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών και όλοι οι εθελοντές που πήραν μέρος στη μελέτη έχουν εμβολιαστεί με mRNA εμβόλια.
- Οι ασθενείς με καρκίνο εμφάνισαν θετική ανοσολογική απάντηση σε ποσοστό 90% μετά τις δύο δόσεις εμβολίου σε σύγκριση με 98% των υγιών εθελοντών.
- Οι περισσότεροι από τους ασθενείς που δεν ανέπτυξαν καθόλου εξουδετερωτικά αντισώματα ήταν άνδρες, άνω των 70 ετών, με συνοσηρότητες και ελάμβαναν ενεργό αντικαρκινική θεραπεία το χρονικό διάστημα γύρω από τον εμβολιασμό.
- Ο μέσος τίτλος αντισωμάτων των ασθενών με καρκίνο ήταν σημαντικά χαμηλότερος από αυτόν των εθελοντών, ενώ το ποσοστό των ασθενών με καρκίνο που ανέπτυξαν προστατευτικούς τίτλους αντισωμάτων με βάση τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο, ήταν μόνο 54% έναντι 97% των υγιών εθελοντών.
- Η ανοσοανταπόκριση και οι τίτλοι των αντισωμάτων δεν διέφεραν για κανέναν από τους παράγοντες που μελετήθηκαν στον πληθυσμό των υγιών εθελοντών.
- Αντίθετα, μεταξύ των ασθενών με καρκίνο σημαντικά υψηλότεροι τίτλοι αντισωμάτων ανιχνεύθηκαν σε μη καπνιστές, σε γυναίκες, σε ασθενείς κάτω των 50 ετών, με καλή γενική κατάσταση και σε ασθενείς με κάποιους τύπους καρκίνου, όπως μαστού και ωοθηκών έναντι εκείνων με παγκρεατικό καρκίνο ή μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα που φαίνεται να είχαν τη χαμηλότερη απάντηση.
Η μελέτη αυτή είναι η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα δημοσιευμένη ελληνική μελέτη σε αυτό το θέμα, αφορά ασθενείς από ολόκληρη τη χώρα και αναδεικνύει ότι παρότι οι ασθενείς με συμπαγείς όγκους είχαν θετική ανοσολογική απάντηση σε ικανοποιητικά ποσοστά μετά τις δύο δόσεις εμβολίου έναντι του κορονοϊού, τα επίπεδα των τίτλων αντισωμάτων τους ήταν σημαντικά χαμηλότερα σε σύγκριση με των υγιών εθελοντών.
Παρενέργειες
Οι παρενέργειες μεταξύ των ασθενών με καρκίνο ήταν σπάνιες και ήπιες, συμβαδίζοντας με τις διεθνείς αναφορές για την ασφάλεια των mRNA εμβολίων στο γενικό πληθυσμό, ενώ δεν καταγράφηκε καμία λοίμωξη από κορονοϊό στους συμμετέχοντες μέχρι την ημερομηνία ανάλυσης της μελέτης.
Η παρούσα μελέτη ενισχύει πρόσφατα διεθνή παρόμοιαδεδομένα, ότι η αποτελεσματικότητα των mRNAεμβολίων είναι πολύ μεγάλη και για τους ασθενείς με συμπαγείς κακοήθειες, ακόμα και αν βρίσκονται υπό ενεργό θεραπεία, ενώ η ασφάλειά τους είναι αδιαμφισβήτητη.
Άλλοι παράγοντες-κάπνισμα
Η μελέτη ανέδειξε παράγοντες που επηρεάζουν σημαντικά την απάντηση στα εμβόλια σε ασθενείς με καρκίνο. Αυτοί περιλαμβάνουν :
-τη μεγαλύτερη ηλικία,
-μη ικανοποιητική γενική κατάσταση,
-ενεργό αντικαρκινική θεραπεία,
-κάποιους τύπους καρκίνου, και -ιδιαίτερα ενδιαφέρον- το κάπνισμα. Οι καπνιστές στη μελέτη είχαν σαφώς χαμηλότερους τίτλους αντισωμάτων, γεγονός που ενισχύει προηγούμενα επιστημονικά δεδομένα ότι το κάπνισμα έχει ανοσοκατασταλτική δράση και επηρεάζει αρνητικά την χημική ανοσία μετά από εμβολιασμό.
Συμπέρασμα
Τα ευρήματα της μελέτης ReCOVer υποστηρίζουν ότι οι στρατηγικές εμβολιασμού για ασθενείς με καρκίνο θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την χαμηλότερη ανοσολογική απάντηση σε σύγκριση με υγιείς πληθυσμούς αλλά και να αναζητούν τους επιμέρους εκείνους παράγοντες που επηρεάζουν την απάντηση αυτή.
Επιπλέον, η διερεύνηση παραπάνω παραγόντων μπορεί να βοηθήσει στην αναγνώριση και προτεραιοποίηση των πιο ευάλωτων υποομάδων ασθενών που θα χρειαστούν πραγματικά μία ή περισσότερες ενισχυτικές δόσεις εμβολίου κατά του κορονοϊού.
Η έρευνα της ΕΣΟΟ και του ΕΛΙΕΚ συνεχίζεται με περαιτέρω μετρήσεις αντισωμάτων στους 3 μήνες και καταγραφή της αποτελεσματικότητας και ασφάλειας έως και 12 μήνες μετά την πρώτη δόση εμβολιασμού.