H πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε σήμερα ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα αποκλιμακωθεί και κατά συνέπεια η ΕΚΤ δεν θα πρέπει να συσφίξει την πολιτική της, καθώς τότε θα αποδυνάμωνε την ανάκαμψη, ενώ ανέφερε ότι οι αγορές ομολόγων θα συνεχισθούν και το επόμενο έτος.
Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη αυξήθηκε στο 4,1% τον Οκτώβριο, ωθούμενος από το υψηλότερο ενεργειακό κόστος, και αναμένεται να παραμείνει πάνω από τον στόχο 2% της ΕΚΤ το επόμενο έτος καθώς η εφοδιαστική αλυσίδα πιέζεται από την πανδημία και δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της ζήτησης από την επανεκκίνηση των οικονομιών.
Η Λαγκάρντ, όμως, επέμεινε ότι η ΕΚΤ δεν πρέπει να πατήσει φρένο τώρα, αλλά πρέπει να συνεχίσει να τροφοδοτεί την ανάκαμψη της οικονομίας.
«Όταν αναμένεται να υποχωρήσει ο πληθωρισμός – με τα σημερινά δεδομένα – δεν είναι λογικό να αντιδράσουμε με σύσφιξη της πολιτικής. Η σύσφιξη θα επηρέαζε την οικονομία, αφού θα είχε περάσει το σοκ», τόνισε.
Η ΕΚΤ αναμένεται να αποφασίσει για το μέλλον των προγραμμάτων της αγορών ομολόγων – του έκτακτου λόγω της πανδημίας (PEPP) και του τακτικού (APP) – στη συνεδρίαση της στις 16 Δεκεμβρίου.
Η Λαγκάρντ έχει διαμηνύσει ότι το PEPP, ύψους 1,85 τρισ. ευρώ, θα τερματιστεί τον Μάρτιο, αλλά σημείωσε ότι οι αγορές ομολόγων θα εξακολουθήσουν να είναι σημαντικές και μετά την ημερομηνία αυτή.
«Και μετά την αναμενόμενη ολοκλήρωση του έκτακτου προγράμματος για την πανδημία, θα εξακολουθήσει να είναι σημαντικό για τη νομισματική πολιτική – περιλαμβανομένης της κατάλληλης ρύθμισης των αγορών ομολόγων – να στηρίξει την ανάκαμψη και τη βιώσιμη επάνοδο του πληθωρισμού στον στόχο μας του 2%», είπε.
Η Τράπεζα της Αγγλίας αναμένεται ευρύτερα να αυξήσει τα επιτόκια έως το τέλος του έτους, ενώ η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ αποσύρει σταδιακά το πρόγραμμά της αγορών ομολόγων. Η Λαγκάρντ, ωστόσο, υποστήριξε ότι η σύσφιξη της πολιτικής τώρα θα συμπίεζε τα εισοδήματα των νοικοκυριών, τα οποία αντιμετωπίζουν ήδη ένα σοκ από την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους που πιθανότατα θα περιορίσει την ανάπτυξη. «Σε αυτή την κατάσταση, η πιο σφιχτή νομισματική πολιτική το μόνο που θα έκανε θα ήταν να ενισχύσει το συσταλτικό αποτέλεσμα στην οικονομία», πρόσθεσε.