Οι κυβερνητικές πολιτικές που στοχεύουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) θα πρέπει να έχουν δύο διαστάσεις, όπως σημειώνεται στη μελέτη Νο 84 του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), με τίτλο «Οι Διαστάσεις του Προβλήματος των μη Εξυπηρετούμενων Δανείων και η Ελληνική Περίπτωση κατά την Περίοδο 2002Q4-2019Q1» του ερευνητή Κωνσταντίνου Λοΐζου.
Η πρώτη είναι η μακροθεσμική, η οποία μπορεί να λάβει τη μορφή της ίδρυσης χρηματοπιστωτικών οργανισμών με ειδικό σκοπό την επίδραση επί του λόγου των ΜΕΔ προς τον αντίστοιχο όγκο πιστώσεων. Για παράδειγμα, μία Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων, η οποία στοχεύει στον προσδιορισμό προσεγγιστικών ελάχιστων αξιών για τα προβληματικά δάνεια και αποτρέπει τις πωλήσεις σε τιμές εκποίησης, είναι ένας πιθανός αξιόπιστος μηχανισμός ο οποίος θα μπορούσε να εμφυσήσει εμπιστοσύνη στους συμμετέχοντες στην αγορά και να συμβάλει στη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών στο άμεσο βραχυπρόθεσμο μέλλον. Από την άλλη πλευρά, ένας μηχανισμός με μεγαλύτερο ορίζοντα και την ειδική εντολή να δράσει αντικυκλικά, όπως για παράδειγμα μια αναπτυξιακή τράπεζα, λειτουργεί ως ο βραχίονας του Δημοσίου όσον αφορά την επίδραση στον παρονομαστή του λόγου των ΜΕΔ προς τις πιστώσεις.
Και στις δύο περιπτώσεις, όπως αναφέρεται, η κυβερνητική παρέμβαση είναι αναγκαία στη δημιουργία εργαλείων για την αντιμετώπιση τόσο του αυξανόμενου κόστους συναλλαγών όσο και του κόστους πληροφόρησης στις αγορές σε ύφεση.
Αυτά τα κόστη, όπως σημειώνεται, είναι εμφανή στη διπλή πρόκληση που μοιάζει να αντιμετωπίζει κάθε πρωτοβουλία για τη μείωση των ΜΕΔ. Συγκεκριμένα, στο πώς να επιλύσει κανείς το λεπτό ζήτημα της αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων σε συνθήκες ύφεσης με τέτοιο τρόπο ώστε να μην πλήξει σοβαρά την κερδοφορία των τραπεζών και, την ίδια στιγμή, να συμβάλει στην ανάκαμψη της αγοράς των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων. Επιπλέον στο πώς να μειώσει τα ΜΕΔ χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη φήμη των τραπεζών και, επομένως, την πολύτιμη τραπεζική σχέση μεταξύ των πιστωτών και των δανειοληπτών πελατών τους.
Γενικότερα, όπως αναφέρεται στα συμπεράσματα, «τα αποτελέσματά της μελέτης δείχνουν ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ στην Ελλάδα έχει πολλαπλές διαστάσεις. Από τη μία πλευρά στηρίζεται σε επιλογές πολιτικής οι οποίες θα βοηθήσουν στη βελτίωση των συνθηκών στην πραγματική οικονομία, πιθανώς μέσω νέων διαύλων ή βελτίωσης των υπαρχόντων που θα αυξήσουν τις πιστοδοτήσεις στην πραγματική οικονομία. Από την άλλη πλευρά, σε πρωτοβουλίες που θα βοηθήσουν στη βελτίωση της χρηματοοικονομικής υγείας των τραπεζών και των συνθηκών γενικότερα στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στις σχέσεις μεταξύ δανειστών και οφειλετών. Τέτοιες πρωτοβουλίες, που να υπηρετούν αυτές τις διαστάσεις του προβλήματος, υποστηρίζει η μελέτη ότι μπορεί να είναι οι πρωτοβουλίες της κυβέρνησης (σχέδιο «Ηρακλής») και της Τράπεζας της Ελλάδος για τη μείωση των ΜΕΔ, η ίδρυση της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και η ψήφιση του νέου πτωχευτικού νόμου που βελτιώνει τις συνθήκες στο νομικό πλαίσιο που αφορά τις προϋποθέσεις κήρυξης χρεοκοπίας από την πλευρά των οφειλετών».
Τέλος, η μελέτη ολοκληρώνεται με την επισήμανση ορισμένων κατευθύνσεων μελλοντικής έρευνας τόσο σε θεσμικό όσο και σε συμπεριφορικό επίπεδο στον βαθμό που οι ιδιαίτερες θεσμικές συνθήκες σε κάθε χώρα, η σύγκριση με το ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο, αλλά και η ανάδειξη των παραγόντων που καθορίζουν τη συμπεριφορά των δρώντων υποκειμένων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, θα εμπλούτιζαν τα ευρήματα της μελέτης.