Η διερεύνηση της διασύνδεσης των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής με το χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελεί προτεραιότητα, αναφέρει στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, για το πρώτο εξάμηνο του 2023 η Τράπεζα της Ελλάδος.
“Τα πρωτοφανούς σφοδρότητας καιρικά φαινόμενα που έπληξαν πρόσφατα μεγάλο μέρος της χώρας είχαν ως αποτέλεσμα να χαθούν ανθρώπινες ζωές, καθώς και να υπάρξουν σημαντικές επιπτώσεις στις τοπικές οικονομίες και κοινωνίες. Για την άμεση αντιμετώπιση των ζημιών και την ανακούφιση των πληγέντων, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, ανακοινώθηκαν και τέθηκαν σε εφαρμογή στοχευμένα μέτρα με κυρίως δημοσιονομικό αντίκτυπο, ενώ οι συνολικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν έχουν ακόμη εκτιμηθεί πλήρως” αναφέρει η ΤτΕ και συμπληρώνει εστιάζοντας στο κόστος της “πράσινης” μετάβασης αλλά και στην ανάγκη διασφάλιση δημοσίων πόρων για την αντιμετώπιση κρίσεων.
“Επιπρόσθετα, δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η ενσωμάτωση συνολικά της περιβαλλοντικής διάστασης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και συνεπώς και η επίδραση που τελικά θα επιφέρει η κλιματική αλλαγή. Προς αυτή την κατεύθυνση, το Δίκτυο Κεντρικών Τραπεζών και Εποπτικών Αρχών για ένα Πράσινο Χρηματοπιστωτικό Σύστημα (Network for Greening the Financial System – NGFS) 18 δημοσίευσε πρόσφατα μεταξύ άλλων σχετικό εννοιολογικό σημείωμα (conceptual note) για τα βραχυπρόθεσμα κλιματικά σενάρια που βρίσκονται στο επίκεντρο και έναν οδικό χάρτη των αναλυτικών εργασιών που θα αναλάβει με σκοπό την αντιμετώπιση των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής για το χρηματοπιστωτικό σύστημα” τονίζει η ΤτΕ και προσθέτει:
“Διευκρινίζεται ότι, τα βραχυπρόθεσμα σενάρια αποτελούν ένα σημαντικό βήμα για τις κεντρικές τράπεζες και τις εποπτικές αρχές προκειμένου να κατανοήσουν καλύτερα τις βραχυπρόθεσμες μακροοικονομικές επιπτώσεις της μετάβασης σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών ρύπων (net zero economy) καθώς και των συνεπειών σοβαρών φυσικών καταστροφών. Εν κατακλείδι, η επίδραση εξωγενών παραγόντων αποτελεί την κύρια πηγή κινδύνου για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.”
Μέτρα και πάταξη της φοροδιαφυγής
Επιπλέον, σύμφωνα με την ΤτΕ απαιτείται υγιής δημοσιονομική βάση για να στηθούν αναχώματα σε έκτακτα φαινόμενα. “Η πρόσφατη διεθνής εμπειρία των καταστροφικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, και ειδικότερα στην περιοχή του ευρωπαϊκού νότου, κατέδειξε την ανάγκη πρόβλεψης ειδικών κονδυλίων για την προσαρμογή και την παροχή έκτακτης βοήθειας, πέρα από τις απαραίτητες επενδύσεις για τον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Το αυξημένο κόστος των φυσικών καταστροφών θα πρέπει να καλύπτεται είτε από ευρωπαϊκά κονδύλια είτε από πρόσθετες πηγές εσόδων, ώστε να μην διαταράσσεται η δημοσιονομική σταθερότητα” αναφέρει.
Η ιδιωτική ασφάλιση
Σύμφωνα με την ΤτΕ, “η προώθηση της ιδιωτικής ασφάλισης περιουσιακών στοιχείων κρίνεται επιβεβλημένη για την κάλυψη και αντιμετώπιση των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής, καθώς ο δημόσιος τομέας δεν δύναται να αναλάβει μόνος του όλο το βάρος των αποζημιώσεων και της αποκατάστασης των υποδομών. Συνεπώς σε αυτό το νέο οικονομικό περιβάλλον προτεραιότητα θα πρέπει επίσης να δοθεί στη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, που θα δημιουργήσει επιπλέον δημοσιονομικό χώρο, ικανό για μια ευρύτερη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος και προώθηση της φορολογικής δικαιοσύνης.
Μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση περιλαμβάνουν: (α) την περαιτέρω διεύρυνση των ηλεκτρονικών συναλλαγών με την επέκταση της χρήσης των φορητών μηχανών διενέργειας συναλλαγών (POS) σε περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες, (β) την παροχή κινήτρων για πληρωμές μέσω χρεωστικών καρτών, αλλά και μέσω τραπεζών, (γ) την παροχή κινήτρων με τη μορφή φοροαπαλλαγών για την αποκάλυψη συναλλαγών σε κλάδους υψηλής φοροδιαφυγής, (δ) τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω της βελτίωσης της φορολογικής συμμόρφωσης, (ε) τη συνέχιση της αναβάθμισης των ηλεκτρονικών εργαλείων της ΑΑΔΕ που διευρύνει τις δυνατότητες διαχείρισης και αξιοποίησης των πληροφοριών που συλλέγονται μέσω των ηλεκτρονικών συναλλαγών και (στ) τη προσπάθεια δημιουργίας φορολογικής συνείδησης και καλλιέργειας φορολογικής παιδείας.
Με αυτόν τον τρόπο η φορολογική πολιτική μπορεί να έχει αναπτυξιακό προσανατολισμό, αμβλύνοντας τις επιπτώσεις του οικονομικού κύκλου λειτουργώντας αντικυκλικά, και, παράλληλα, κατανέμοντας το φορολογικό βάρος δίκαια και αναλογικά.
Επιπλέον, προκειμένου να βελτιωθεί η ανθεκτικότητα της οικονομίας καθώς και τα δημοσιονομικά μεγέθη, χρειάζεται να ενισχυθεί και να θωρακιστεί η δυνητική παραγωγή μέσω τόνωσης των επενδύσεων, της καινοτομίας και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης είναι καθοριστικός παράγοντας για την υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, καθώς και για την κάλυψη του επενδυτικού κενού και, ειδικότερα, την ενίσχυση των επενδύσεων σε ανθρώπινο κεφάλαιο, καθαρή ενέργεια και ψηφιακές τεχνολογίες” τονίζει η ΤτΕ