Στις σημαντικές προκλήσεις που δημιουργεί στις επιχειρήσεις η ανάγκη συμμόρφωσης με τους κανόνες του Δικαίου του Ελεύθερου Ανταγωνισμού και, ειδικότερα, στην ανταπόκριση και διαχείριση ενός αιφνιδιαστικού ελέγχου από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, επικεντρώθηκε webcast που διοργάνωσε πρόσφατα η ΕΥ Ελλάδος.
Τα ανωτέρω ζητήματα ανέλυσαν διεξοδικά οι κ.κ. Τζούλια Πουρναρά, Associate Partner, και Λία Βιτζηλαίου, Senior Manager στη συνεργαζόμενη με την EY Ελλάδος δικηγορική εταιρεία «Πλατής-Αναστασιάδης και Συνεργάτες», μέλος του διεθνούς δικτύου EY Law. Το webcast παρακολούθησαν στελέχη ελληνικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, τα οποία συμμετείχαν, επίσης, και σε σύντομες δημοσκοπήσεις σχετικά με το αντικείμενο της διαδικτυακής εκδήλωσης.
Κατά την παρουσίασή της, η κα Τζούλια Πουρναρά, αναφέρθηκε στη φύση και τις διαδικασίες ενός αιφνιδιαστικού ελέγχου από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, καθώς και από άλλες ρυθμιστικές αρχές. Τόνισε, επίσης, την ανάγκη για συνεργασία με τις ελεγκτικές αρχές, με παράλληλη φροντίδα για την προστασίατων νομίμων δικαιωμάτων της ελεγχόμενης επιχείρησης, ενώ ανέλυσε και τους κινδύνους από ενδεχόμενη μη συμμόρφωση με τον έλεγχο, όπως η επιβολή προστίμων και κυρώσεων, ή η ζημία στη φήμη της εκάστοτε επιχείρησης.
Από τις απαντήσεις των συμμετεχόντων σε σχετική ερώτηση, προέκυψε ότι το 56% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στο webcast, έχουν δεχθεί έλεγχο από την Επιτροπή Ανταγωνισμού ή από άλλη ρυθμιστική αρχή. Συγκεκριμένα, το 23% των στελεχών δήλωσαν ότι έχει διεξαχθεί αιφνιδιαστικός έλεγχος στην επιχείρησή τους από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, ενώ 33% απάντησαν ότι έχουν ελεγχθεί απροειδοποίητη επιτόπια έρευνα από άλλη ρυθμιστική αρχή.
Αφού ανέπτυξε το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού και τις αρμοδιότητες και τις ελεγκτικές εξουσίες της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η ομιλήτρια τόνισε την ανάγκη ετοιμότητας των επιχειρήσεων και τα οφέλη που προκύπτουν από την ύπαρξη μιας σαφούς πολιτικής για τη διαχείριση ελέγχων. Στη συνέχεια, ανέλυσε τη διαδικασία διενέργειας του ελέγχου, επισημαίνοντας τις γενικές εξουσίες και υποχρεώσεις των ελεγκτών, καθώς και τα δικαιώματα των ελεγχόμενων επιχειρήσεων, και εξήγησε διεξοδικά τι πρέπει να πράξουν και τι να αποφύγουν τα στελέχη της ελεγχόμενης επιχείρησης, τόσο κατά τη διάρκεια του ελέγχου, αλλά και μετά την ολοκλήρωσή του.
Εξαιρετικά ενθαρρυντικό αποτελεί το γεγονός ότι, σε σχετικό ερώτημα, το 67% των στελεχών που συμμετείχαν στην παρουσίαση, απάντησαν ότι οι επιχειρήσεις τους διαθέτουν πολιτική συμμόρφωσης με τους κανόνες του Δικαίου του Ελεύθερου Ανταγωνισμού, η οποία και τις προστατεύει σημαντικά από την εφαρμογή αντί-ανταγωνιστικών πρακτικών που μπορεί να συμπεριλαμβάνονται στα ευρήματα ενός αιφνιδιαστικού ελέγχου από την Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Η κα Λία Βιτζηλαίου, από την πλευρά της, αναφέρθηκε στους βασικούς κανόνες του Δικαίου του Ελεύθερου Ανταγωνισμού, και τα βασικά πεδία όπου επικεντρώνεται το ενδιαφέρον της Επιτροπής Ανταγωνισμού, όπως οι οριζόντιες συμφωνίες (καρτέλ), οι κάθετες συμφωνίες (συμβάσεις διανομής), οι πωλήσεις μέσω διαδικτύου και οι πρακτικές κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης. Μέσα από διαφορετικά πραγματικά παραδείγματα, αναδείχθηκαν πρακτικές, συμπεριφορές και συμφωνίες που θεωρούνται απαγορευμένες, ή αποδεκτές σύμφωνα με τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού, βάσει των οποίων οι επιχειρήσεις μπορούν να δημιουργούν έναν ασφαλή οδικό χάρτη επιχειρηματικής δράσης.
Αναλύθηκαν, επίσης, και οι πιθανές διοικητικές και ποινικές κυρώσεις που επισύρει η παραβίαση των διατάξεων της σχετικής νομοθεσίας. Όπως τόνισε η ομιλήτρια, οι κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού πρέπει να τηρούνται απαρέγκλιτα από τις επιχειρήσεις, καθώς οι αστικές, διοικητικές και ποινικές κυρώσεις είναι βαρύτατες, και μπορούν να οδηγήσουν σε δυσφήμιση και ακύρωση συμφωνιών για την επιχείρηση, αλλά και πειθαρχικές ποινές και πρόστιμα για τα πρόσωπα που προέβησαν στις παραβάσεις αυτές.
Κλείνοντας, οι κ.κ. Πουρναρά και Βιτζηλαίου μοιράστηκαν ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες μπορούν να ακολουθήσουν οι συμμετέχοντες για την καλύτερη συμμόρφωση των επιχειρήσεών τους με τους κανόνες του Δικαίου του Ελεύθερου Ανταγωνισμού, όπως η εκτίμηση του κινδύνου των παραβάσεων, η συνεργασία με εξειδικευμένους συμβούλους, η εκπαίδευση και προετοιμασία του προσωπικού και η ενεργή και τακτική παρακολούθηση της εφαρμογής της πολιτικής ανταγωνισμού.