Τις δυνατότητες ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας το 2021, μετά από ένα ανθεκτικό 4ο τρίμηνο του 2020, περιγράφει η Εθνική Τράπεζα στη νέα της οικονομική ανάλυση.
Αναλυτικά όσα αναφέρει η Εθνική Τράπεζα:
“Με την ελληνική οικονομία να επιβαρύνεται εκ νέου το 1ο τρίμηνο του 2021 από την τελευταία, κατά πάσα πιθανότητα, έξαρση της πανδημίας, η προσοχή στρέφεται στους παράγοντες που θα καθορίσουν τη δυναμική της ανάκαμψης κατά το τρέχον έτος και τις προκλήσεις που υπάρχουν.
Τα στοιχεία του ΑΕΠ για το 4ο τρίμηνο του 2020 σε συνδυασμό με την ανοδική αναθεώρηση του 3ου τριμήνου διαμόρφωσαν την ύφεση στο 8,0% σε ετήσια βάση το 2020, χαμηλότερα από τις τελευταίες εκτιμήσεις των επίσημων φορέων, καθώς και από το μέσο όρο τον σχετικών προβλέψεων από τον ιδιωτικό τομέα. Τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης κατά το 2020 εκτιμάται ότι περιόρισαν την ύφεση κατά περισσότερο από 6 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ μέρος της θετικής τους επίδρασης θα μετακυλιστεί και στο 2021, κυρίως, τμήμα που αφορά τη στήριξη της ρευστότητας και την επίδραση τους στην αποταμίευση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Συγκεκριμένα το 4ο τρίμηνο, το ελληνικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,7% σε σχέση με το ανοδικά αναθεωρημένο 3ο τρίμηνο (σε +3,1% τριμηνιαίως από αρχική εκτίμηση +2,3%) – δύο συνεχόμενα τρίμηνα με ικανοποιητικό ρυθμό ανάκαμψης δεδομένων των συνθηκών – ενώ μειώθηκε κατά 7,9% ετησίως έναντι μέσης ετήσιας μείωσης 12,2% το 2ο και το 3ο τρίμηνο.
Τα βασικά συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από τα πρόσφατα στοιχεία του ΑΕΠ είναι τα ακόλουθα:
Η τελική κατανάλωση επέδειξε ανθεκτικότητα (-2,2% ετησίως το 4ο τρίμηνο και -3,1% στο σύνολο του 2020) υποστηριζόμενη – έμμεσα και άμεσα – από τα δημοσιονομικά μέτρα. Η μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα ενός τμήματος των επιχειρήσεων και η αυξανόμενη εξοικείωση των καταναλωτών με τις ηλεκτρονικές πωλήσεις (αύξηση, σε αξία, άνω του 80% ετησίως το 2020) και τις προγραμματιζόμενες αγορές (συμπεριλαμβανομένου και του «click away») στήριξαν την ιδιωτική κατανάλωση.
Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου εμφάνισε αξιοσημείωτη σταθερότητα σε ετήσια βάση, παρά το δυσμενές περιβάλλον, με σημαντική στήριξη από την οικιστική και μη, κατασκευαστική δραστηριότητα – σε αυτό συνέδραμε και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων – καθώς και από τις αυξημένες επενδύσεις των επιχειρήσεων σε τεχνολογικό εξοπλισμό (κυρίως, είδη πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών).
Η πλέον σημαντική επίδραση στο 4ο τρίμηνο προέκυψε από τη συρρίκνωση της αρνητικής συνεισφοράς των καθαρών εξαγωγών στο ΑΕΠ από το πρωτοφανές -15,0% το 3ο τρίμηνο σε μόνο -1,1% το 4ο. Σημαντικός για αυτή την εξέλιξη ήταν ο ρόλος των εμπορευματικών εξαγωγών που επιταχύνθηκαν, σε συνδυασμό με την επανάκαμψη του διεθνούς εμπορίου, στο +13,4% ετησίως το 4ο τρίμηνο (από +1,3% κατά μ.ο. στο 9μηνο), συντείνοντας στην επιβράδυνση του ρυθμού ετήσιας μείωσης του όγκου των συνολικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στο -13,4% το 4ο τρίμηνο από -36% κατά μ.ο. το 2ο και το 3ο τρίμηνο του 2020.
Αναμφισβήτητα, οι ανωτέρω εξελίξεις, σε μακροοικονομικό επίπεδο, υποκρύπτουν διευρυνόμενες αποκλίσεις μεταξύ επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικούς κλάδους, καθώς και μεταξύ επιχειρήσεων διαφορετικών κατηγοριών εντός του ίδιου κλάδου, με τις μεγαλύτερες και πιο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις (στους τομείς που παραμένουν σε λειτουργία) να ανταποκρίνονται με μεγαλύτερη επιτυχία στις νέες απαιτήσεις και να αυξάνουν τα μερίδιά τους και τις χρηματοοικονομικές τους επιδόσεις.
Σύμφωνα με το δείκτη παρακολούθησης της πορείας του ΑΕΠ σε μηναία συχνότητα της Δ/νσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, η θετική τάση στην οικονομική δραστηριότητα διατηρήθηκε και τον Ιανουάριο του 2021, καθώς λειτούργησε μέρος του λιανικού εμπορίου και βασικών υπηρεσιών για δύο περίπου εβδομάδες. Ωστόσο, η βελτίωση διακόπηκε με την επιδείνωση των υγειονομικών συνθηκών και την αυστηροποίηση των περιορισμών το Φεβρουάριο του 2021, με την κατάσταση να παραμένει, πιθανότατα, αμετάβλητη για το μεγαλύτερο τμήμα του Μαρτίου. Βάσει του εν λόγω δείκτη και με δεδομένη την περιορισμένη διαθεσιμότητα στοιχείων για τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο, εκτιμάται ότι το ΑΕΠ θα υποστεί πιθανότατα μικρή συρρίκνωση το 1ο τρίμηνο του 2021 (-1,3% σε εποχικά διορθωμένη τριμηνιαία βάση και -9,5% ετησίως), προτού περάσει σε ισχυρή ανοδική τροχιά. Συγκεκριμένα, το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί με μέσο ετήσιο ρυθμό υψηλότερο του 10% τα υπόλοιπα 3 τρίμηνα του έτους, με το μέσο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ να εκτιμάται στο 4,7% για το σύνολο του 2021.
Καταλύτες της ανάκαμψης για το 2021
Οι κύριοι παράγοντες που αναμένεται να στηρίξουν την ανάπτυξη το 2021 είναι οι ακόλουθοι:
Δημοσιονομική Ώθηση
H δημοσιονομική στήριξη συνεχίζεται και το 2021, μετά από μια αποφασιστική συνεισφορά το 2020, η οποία εκτιμάται ότι περιόρισε την ύφεση κατά τουλάχιστον 6% του ΑΕΠ. Τα μέτρα στήριξης της αγοράς εργασίας, οι έκτακτες μεταβιβάσεις σε άλλους τομείς και οι αναστολές φόρων και εισφορών υπερέβησαν τα €10 δισ. το 2020. Η εν λόγω συνεισφορά, μαζί με άλλες παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας, συγκράτησαν το ποσοστό ανεργίας στο 16,5% και τη μείωση της απασχόλησης στο 0,8% ετησίως στο 11μηνο 2020. Αυτό μεταφράστηκε σε μείωση της συνολικής αμοιβής της εργασίας κατά μόνο 0,8% ετησίως τo 2020, η οποία συνέτεινε στη συγκράτηση της μείωσης της ιδιωτικής κατανάλωσης στο -4,7% στο σύνολο του έτους, καθώς και την αύξηση της αποταμίευσης. Ιδιαίτερα κρίσιμος αποδείχτηκε ο ρόλος της επιστρεπτέας προκαταβολής, που αποτέλεσε μια ζωτική γραμμή χρηματοδότησης ύψους €5,5 δισ. (κατά το 2020) σε δοκιμαζόμενες επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες (άνω των 2/3 περίπου του επιχειρηματικού πληθυσμού της χώρας, μέρος των οποίων ουδέποτε είχε πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα), η οποία θα υπερβεί σωρευτικά τα €9 δισ. συμπεριλαμβάνοντας τη χρηματοδότηση κατά το 2021. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεγάλο τμήμα της ανωτέρω στήριξης θα μετατραπεί σε κρατική επιδότηση για τις επιχειρήσεις που έχουν υποστεί σημαντικό και παρατεταμένο πλήγμα από την πανδημία, ενώ παράλληλα οι αναστολές και ρυθμίσεις υποχρεώσεων εκτείνουν τον ορίζοντα αποπληρωμής σε περισσότερα χρόνια, ώστε να μην επιβαρύνουν την ανάκαμψη κατά το 2021.
Με δεδομένες τις επιπρόσθετες ανάγκες που δημιουργεί η παράταση των περιορισμών λόγω της πανδημίας μέχρι τα τέλη Μαρτίου 2021 και τα μέτρα που είχαν ήδη συμπεριληφθεί στον προϋπολογισμό για το τρέχον έτος, η αξία των νέων υποστηρικτικών δημοσιονομικών μέτρων για το 2021 θα ξεπεράσει τα €10 δισ., σημαντικό μέρος των οποίων θα αφορά και πάλι δαπάνες στήριξης της αγοράς εργασίας, κοινωνικής προστασίας και αναστολές υποχρεώσεων.
Παράλληλα, προβλέπονται στοχευμένες ελαφρύνσεις €1,6 δισ. μέσω της αναστολής της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης και της μείωσης του συντελεστή ασφαλιστικών εισφορών, που ωφελούν, κυρίως, πολίτες με μεσαία εισοδήματα. Οι εν λόγω πολίτες εκτιμάται ότι θα επωφεληθούν σημαντικά και από την προσδοκώμενη ομαλοποίηση των συνθηκών στην αγορά εργασίας το 2021 όσο η ανάκαμψη προχωρά, καθώς όσοι εξ’ αυτών υπήχθησαν σε καθεστώς αναστολής το 2020 υπέστησαν και μεγαλύτερη απώλεια εισοδήματος, με την κρατική επιχορήγηση να καλύπτει μόνο ένα τμήμα του μισθού τους.
Η συνδυαστική επίδραση των προαναφερόμενων δημοσιονομικών μέτρων αναμένεται να προσδώσει καθαρή ώθηση στο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ το 2021 της τάξης του 1,4%.
2. Υψηλό επίπεδο «αδρανούς ζήτησης» που θα ενεργοποιηθεί με την ταχύτερη κυκλοφορία των επιχειρηματικών δανείων, μέσω συναλλαγών στην οικονομία, σε συνδυασμό με την εξομάλυνση της αποταμίευσης των νοικοκυριών από το τρέχον, εξαιρετικά υψηλό, επίπεδο
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Δ/νσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, η επιτάχυνση του τραπεζικού δανεισμού και η στήριξη μέσω των «επιστρεπτέων προκαταβολών», ειδικά προς τον επιχειρηματικό τομέα, επεξηγεί άνω των 2/3 της αύξησης (κατά €10,6 δισ.) των εταιρικών καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα το 2020. Λαμβάνοντας υπόψη τις υποχρεώσεις αποπληρωμών μέρους των οφειλών που έχουν ανασταλεί, εκτιμάται ότι σχεδόν €6 δισ. από το δανεισμό του 2020 μπορεί βραχυπρόθεσμα να μετατραπούν σε νέα οικονομική δραστηριότητα, μέσω ταχύτερης κυκλοφορίας των δανειακών κεφαλαίων και χρήσης τους σε μεγαλύτερο εύρος επιχειρηματικών δαπανών, πέραν των αναγκών κάλυψης των βραχυπρόθεσμων ανελαστικών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων, όπως συνέβη το προηγούμενο έτος. Μια τέτοια εξέλιξη εκτιμάται ότι θα συνεισφέρει άνω των 1,5 ποσοστιαίων μονάδων στην αύξηση του ΑΕΠ το 2021, σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις για τον πολλαπλασιαστή της εγχώριας δαπάνης.
Παράλληλα, η πρωτόγνωρη, για την τελευταία δεκαετία, αύξηση της αποταμίευσης των νοικοκυριών κατά €6,2 δισ. τους πρώτους 9 μήνες του 2020, επεξηγεί σε σημαντικό βαθμό την ετήσια αύξηση τραπεζικών καταθέσεων των νοικοκυριών κατά €10 δισ. στο σύνολο του 2020 – υψηλό 11 ετών ως ποσοστό στο ΑΕΠ (76%) – και συντείνει στην ύπαρξη ακόμη μεγαλύτερου περιθωρίου αύξησης του ΑΕΠ, μέσω ενεργοποίησης αυτής της αδρανούς ζήτησης, όταν οι επιδημιολογικές συνθήκες το επιτρέψουν και η αβεβαιότητα αρθεί.
3. Τουρισμός: Ξανά κινητήρια δύναμη της ανάκαμψης το 2021 από πολλαπλασιαστή της ύφεσης το 2020
Η ώθηση στο ΑΕΠ το 2021 από την αναμενόμενη βελτίωση των συνθηκών στον τουριστικό τομέα εκτιμάται ότι θα υπερβεί τις 1,8 ποσοστιαίες μονάδες (εξαιρώντας τις καθαρές έμμεσες επιδράσεις), αντανακλώντας την αύξηση των τουριστικών εσόδων κατά 80% ετησίως ή κατά €3,4 δισ. υψηλότερα από το 2020, με τα συνολικά, όμως, έσοδα να υπολείπονται κατά περίπου €10 δισ. σε σύγκριση με τα τουριστικά έσοδα του 2019 (εκτιμώμενα €7,7 δισ. το 2021 έναντι €17,7 δισ. το 2019).
Οι ανωτέρω εκτιμήσεις προκύπτουν υπό αρκετά συντηρητικές υποθέσεις αναφορικά με την πρόοδο στην ανάσχεση της πανδημίας μέσω εμβολιασμών, αλλά και με την υπόθεση διατήρησης των περιορισμών και των ελέγχων στις διεθνείς μετακινήσεις για μεγάλο διάστημα του 2021. Αξίζει να τονισθεί ότι η Ελλάδα επλήγη περισσότερο από τις άλλες χώρες, λόγω του εξαιρετικά μεγάλου ποσοστού τουρισμού από το εξωτερικό, κυρίως, μέσω αεροπορικών αφίξεων.
Οι νέες συνθήκες που δημιουργούν οι εμβολιασμοί και οι χειρισμοί σε επίπεδο ΕΕ για ενιαίους κανόνες αύξησης της κινητικότητας, μπορούν να δώσουν ακόμη σημαντικότερη ώθηση στην ανάκαμψη της τουριστικής κίνησης με την αφετηρία να είναι εξαιρετικά χαμηλή.
Συγκεκριμένα στην τρέχουσα φάση, ο μεγαλύτερος βαθμός εξοικείωσης με τα προστατευτικά μέτρα, η προσδοκώμενη άρση των περισσοτέρων περιορισμών στα ταξίδια εντός ΕΕ (με την αγορά της ΕΕ να αντιστοιχεί περίπου στο 54% των εισερχόμενων αφίξεων της Ελλάδας και στο 68% συμπεριλαμβάνοντας το Ηνωμένο Βασίλειο) και η διατήρηση, πιθανότατα, περιορισμών στις διασυνδέσεις τις ΕΕ με τρίτες χώρες, αναμένεται να ενισχύσουν, άμεσα και έμμεσα, τις αφίξεις στην Ελλάδα, αντισταθμίζοντας πιθανή υστέρηση στις αφίξεις από Βαλκανικές χώρες και άλλες χώρες εκτός ΕΕ.
Καίριας σημασίας είναι η πρόοδος των εμβολιασμών διεθνώς, όπου, σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες εκτιμήσεις που λαμβάνουν υπόψη τη μειωμένη διαθεσιμότητα εμβολίων το 1ο τρίμηνο του 2021 σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό, προβλέπεται ότι το 70% του πληθυσμού στην ΕΕ θα έχει εμβολιαστεί μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου. Παράλληλα, χώρες που βρίσκονται στις πρώτες θέσεις των αφίξεων στην Ελλάδα, όπως Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία αλλά και ΗΠΑ αναμένεται να έχουν πετύχει ακόμη υψηλότερα ποσοστά κάλυψης. Αξίζει να τονισθεί ότι η Ελλάδα πιθανότατα θα ευνοηθεί πολύ περισσότερο σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ – ειδικά τις μεγαλύτερες – από το άνοιγμα του τουρισμού, μέσω της δαπάνης των Ευρωπαίων, οι οποίοι θα επιλέξουν να ταξιδέψουν σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα – ενώ πέρυσι είχαν περιοριστεί σε εσωτερικό τουρισμό στις χώρες τους, στηρίζοντας ουσιαστικά τις εθνικές τους οικονομίες.
Συνεπώς, η Δ/νση Οικονομικής Ανάλυσης εκτιμά ότι η πιθανότητα θετικής έκπληξης με τριψήφια αύξηση των τουριστικών εισπράξεων κατά το 2021 δεν είναι καθόλου αμελητέα, ωστόσο, οι πρώτες σαφείς ενδείξεις θα καθυστερήσουν να φανούν, καθώς οι τρέχουσες συνθήκες αποθαρρύνουν τις προκρατήσεις.
H επιτυχία του εμβολιαστικού προγράμματος το κλειδί για την αξιοποίηση των υπόλοιπων υποστηρικτικών παραγόντων
Ο μέσος αριθμός εμβολιασμών στην Ελλάδα σχεδόν τετραπλασιάστηκε σε περίπου 35 χιλιάδες ημερησίως στις αρχές Μαρτίου (περισσότεροι από 900 χιλιάδες το μήνα), από 9 χιλιάδες κατά μέσο όρο τον Ιανουάριο, με το σύνολο των εμβολιασμών που έχουν πραγματοποιηθεί να υπερβαίνει το 1,1 εκατομμύριο στις 8 Μαρτίου. Ο αριθμός των ατόμων που έχουν λάβει τουλάχιστον μια δόση υπερέβη τις 725 χιλιάδες (7,0% του συνολικού πληθυσμού) την ίδια ημερομηνία, εκ των οποίων αυτοί που έλαβαν 2 δόσεις ξεπερνούν τις 366 χιλιάδες. Με τον τρέχοντα μηνιαίο ρυθμό και δεδομένης της ηλιακής κατανομής του πληθυσμού, θα αναμενόταν ότι ο εμβολιασμός των πιο ευαίσθητων πληθυσμιακών ομάδων (άνω των 60 ετών) θα είχε ολοκληρωθεί μέχρι τα τέλη Ιουλίου. Ωστόσο, φαίνεται ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια επιτάχυνσης των ημερήσιων εμβολιασμών σε ρυθμούς άνω των 50 χιλιάδων ημερησίως. Με τον εν λόγω ρυθμό εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί ο εμβολιασμός του 70% περίπου του πληθυσμού (ήτοι 7 εκατομμύρια άτομα) μέχρι τις αρχές του 4ου τριμήνου του 2021, επιτυγχάνοντας ουσιαστικά πλήρη έλεγχο της πανδημίας. Το ενδεχόμενο πρόσβασης σε χρήση εμβολίου μονής δόσης θα μπορούσε να επιταχύνει περαιτέρω την επίτευξη του ανωτέρου στόχου.