Η παράταση της Ουκρανικής κρίσης και η μη διαφαινόμενη διπλωματική λύση δημιουργεί ελπίδες για “αφύπνιση” την ΕΕ στην κατύθυνση της λήψης έξτρα μέτρων στο μέτωπο της ενέργειας.
“Το γεγονός ότι δε βλέπουμε διπλωματική λύση στο θέμα της Ουκρανίας ίσως να δώσει ώθηση σε δράσεις της ΕΕ” ανέφερε χαρακτηριστικά χθες στέλεχος του οικονομικού επιτελείου, στο πλαίσιο δημοσιογρασφικής ενημέρωσης, σημειώνοντας ότι η συζήτηση κυρίως στρέφεται τώρα στην αξιοποίηση για δράσεις υποδομών ενέργειας των αδιάθετων ποσών από τα δάνεια του Ταμείου ανάκαμψης.
Αδιάθετα ποσά
Χαρακτηριστικά τόνισε ότι σχετικά με τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί από τα κράτη, και ανέρχονται στα 230 δις ευρώ πιθανόν να χρησιμοποιηθούν για τη στήριξη της ενεργειακής κρίσης, ξεκαθαρίζοντας ότι τα συγκεκριμένα κονδύλια θα κατευθυνθούν αποκλειστικά για υποδομές.
“Αυτό που θα γίνει, είναι συζήτηση για τη χρησιμοποίηση των δανείων. Εμείς βέβαια έχουμε πάρει τα δάνειά μας. Αλλά συμβαίνει το εξής: Για πολλές χώρες δεν συμφέρει η αξιοποίηση των δανείων αυτών” ανέφερε το ίδιο στέλεχος και εξειδίκευσε:
“H EE δανείζεται με ένα σταθμισμένο μέσο όρο επιτοκίου. Όσοι δανείζονται με μικρότερα επιτόκια, προτιμούν να πάρουν δάνεια αλλιώς και να μην μπλέξουν σε ένα “σκληρό” πρόγραμμα όπως το Ταμείο ανάκαμψης. Ακόμη και με 10 μονάδες βάσης παραπάνω προτιμούν να τα πάρουν κατ΄ ευθείαν τα όποια δάνεια από την αγορά. Γιαυτό και οι μισοί στην ΕΕ δεν τα παίρνουν και μένουν αδιάθετα ποσά” ανέφερε και προσέθεσε:
Έτοιμος μηχανισμός
“Το πλεονέκτημα είναι ότι η Ελλάδα έχει ένα έτοιμο μηχανισμό, ένα έτοιμο εργαλείο για την αξιοποίηση και κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, που δουλεύει πλήρως αυτοματοποιημένα. Εμείς π.χ. εάν αποφασιζόταν να γίνει μια αλλαγη των χορηγήσεων για τη στήριξη ενεργειακών δράσεων, θα μπορούσαμε με μια μικρή τροποποίηση να προχωρήσουμε, καθώς όλα είναι έτοιμα. Π.χ. μια μικρή αλλαγή είναι ίσως και μια συμφωνία με τις τράπεζες” ανέφερε το στέλεχος του οικονομικού επιτελείου τονίζοντας ότι παράλληλα δεν είναι προς ώρας πιθανές ευρωπαϊκές δράσεις στήριξης με τη μορφή επιδοτήσεων. “Δε βλέπω τώρα σκέψη για επιδοτήσεις ενεργειακές.
Καύσιμα και τιμές
Σε σχέση με τα καύσιμα η πεποίθηση είναι ότι οι αυξημένες τιμές είναι προσωρινές. “Δεν μπορούμε να τις θεωρούμε μόνιμες τις τιμές αυτές. Βραχυπρόθεσμα, όχι, δε θα πέσουν, αλλά πραγματοποιούνται μεγάλες επενδύσεις, σε άλλες μορφες ενεργειας και στα καυσιμα. Συνεπώς στο μεσοπρόθεσμο διάστημα θα αποκλιμακωθει η τιμή” τόνισε και συμπλήρωσε σε σχέση με σενάρια για όρια στην τιμή λιανικής.
“Αυτή τη στιγμή το πλαφόν στη λιανική είναι συνάρτηση του τι μπορείς να κάνεις σε σχέση με το μπρέντ. Η μέση τιμή αμόλυβδης στη χώρα είναι 2,2 και ήταν 1,892 πέρυσι. Μεγάλη η διαφορά αλλά δεν έχουμε εύκολες λύσεις. Δεν μπορεί να είναι εύκολο. Δεν είναι δημοσιονομικό το πλαφόν” ανέφερε αποτυπώνοντας μια διστακτικότητα για την επιβολή ανώτατου ορίιου στη λιανική.
Φρένο στα νέα μέτρα
“Δεν υπάρχουν άλλα μέτρα πέραν αυτών που έχουμε ήδη πάρει, δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος αυτή τη στιγμή” συνπλήρωσε και παρέπεμψε, δε, σε νεότερες εκτιμήσεις μετά από μερικούς μήνες, όταν θα έχει τρέξει το όλο πακέτο για την ενέργεια, αλλά και θα υπάρχει εικόνα για την δημοσιονομική πορεία.
Ουσιαστικά ο τελικός λογαριασμός της ενέργειας αλλά και ο κουμπαράς του τουρισμού θα δώσει “τα καύσιμα”, εν όψει και πολιτικών εξελίξεων, για επέκταση μέτρων ή και απευθείας δράσεις επιδοτήσεων σε ευάλωτους.
Οι κρίσιμοι παράγοντες
Σύμφωνα, ειδικότερα, με πηγές του οικονομικού επιτελείου, ο δημοσιονομικός χώρος που πιθανόν να δημιουργηθεί και να αξιοποιηθεί είτε τώρα είτε και στον επόμενο προϋπολογισμό του 2023, εξαρτάται από την τιμή του φυσικού αερίου, αλλά και τον τουρισμό. Για το μεν φυσικό αέριο, στο σενάριο για το νέο πακέτο μέτρων και το νέο μηχανισμό αποζημίωσης μονάδων παραγωγής ενέργειας με χρήση πλαφόν, έχει ληφθεί υπόψη μια ενδεικτική τιμή στα 100 ευρώ ανά μεγαβατώρα για το αέριο. Εφόσον υπάρχουν υπερβάσεις, αναμένεται να τεθούν δημοσιονομικά ζητήματα, ενώ, αντίστροφα, μια πτώση θα δώσει χώρο για δημοσιονομικές κινήσεις. Επίσης, κρίσιμη είναι και η επίδραση της αύξησης των επιτοκίων, που αναμένεται να ανακοινώσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.