Με επιστολή του προς τον Υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων, τον Πρόεδρο της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος και κοινοποίηση στα Επιμελητήρια της Χώρας, ο Πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς και του Περιφερειακού Επιμελητηριακού Συμβουλίου Αττικής, Βασίλης Κορκίδης, στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης της ΚΕΕΕ, δίνει το δικό του στίγμα για την κατάσταση της οικονομίας, την επόμενη μέρα της πανδημίας. Αναλυτικά η επιστολή αναφέρει:
«Τα νέα απαραίτητα και «φιλότιμα μέτρα» στήριξης δημιουργούν αντίστοιχα νέα βάρη στον προϋπολογισμό και μεταβάλλουν τα βασικά οικονομικά μεγέθη μέχρι το κλείσιμο του έτους. Η βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκαν οι προβλέψεις του προϋπολογισμού αλλάζουν μαζί με τα δημοσιονομικά μεγέθη, κυρίως από την αναστολή πληρωμής των υποχρεώσεων του Δεκεμβρίου. Ήδη στο εννιάμηνο έχουν καταγράφει επιπλέον 3,9 δις ευρώ νέα χρέη φόρων και 3,6 δις ευρώ από απλήρωτες δόσεις χρεών, αυξάνοντας τα «λογιστικά» χρέη από φόρους σε 106,2 δις ευρώ, εκ των οποίων μέσω των παλαιών και νέων ρυθμίσεων έχουν εισπραχθεί 2,9 δις ευρώ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, το συνολικό ιδιωτικό χρέος των 234 δις ευρώ συμπληρώνουν οι οφειλές 36,3 δις ευρώ στα ασφαλιστικά ταμεία και τα «κόκκινα δάνεια» ύψους 91,7 δις ευρώ. Από τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που παρουσιάστηκαν για το γ´τρίμηνο με την ύφεση στο 11,7%, που σημαίνει επιπλέον 5 δις ευρώ απώλειες εντός του έτους, το ελπιδοφόρο στοιχείο είναι ότι η καταναλωτική δαπάνη παρουσίασε αύξηση κατά 1,6% σε σχέση με το αντίστοιχο του 2019, ενώ η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 14% σε σχέση με το β’ τρίμηνο του 2020. Αυτό σημαίνει ότι η αγορά κράτησε από την εσωτερική κατανάλωση που αντιστάθηκε σθεναρά, παρά τους περιορισμούς της πανδημίας, η οποία όμως δοκίμασε το εξαγωγικό εμπόριο με μείωση 44,9% και εισαγωγικό με μείωση 6,4%.
Απέναντι στη σκληρή αλήθεια των αριθμών, η αγορά πρέπει να αντιπαρατάξει την ελπίδα του εμβολίου και της εξόδου από την ύφεση. Ελπίδα, ότι τελικά θα διαψευσθούν τα χειρότερα σενάρια για την επιχειρηματικότητα και ότι το μεγαλύτερο διάστημα και μέγεθος της πτωτικής πορείας της οικονομίας της χώρας μας θα περιοριστεί, ως επί το πλείστον, στο τρέχον έτος. Με τα σημερινά δεδομένα του 2ου lockdown, οι προβλέψεις για τα αποτελέσματα του δ’ τριμήνου αναμένονται, επίσης, δυσοίωνες. Τα νέα μέτρα δημιουργούν νέα βάρη στον προϋπολογισμό και μεταβάλλουν βασικά οικονομικά μεγέθη. Το κλείσιμο της φετινής χρονιάς πρέπει να «χωρέσει» όσες περισσότερες οικονομικές απώλειες και ζημίες γίνεται, ώστε να ξεκινήσουμε την επόμενη χρονιά, μετά και τη τρίμηνη αναστολή πληρωμών, με τις λιγότερες δυνατές, αλλά κυρίως με διαχειρίσιμες υποχρεώσεις. Για να συμβεί όμως αυτό, θα πρέπει να σχεδιάσουμε για το επόμενο έτος ένα «ελληνικό μορατόριουμ» ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών και πληρωμής τρεχουσών υποχρεώσεων, σε συνδυασμό με τη συνέχιση των μέτρων στήριξης.
Το ζητούμενο είναι το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης να βρει έναν τρόπο ώστε οι επιπτώσεις στην οικονομία να είναι δημοσιονομικά και μακροοικονομικά περιορισμένες και εντός των επιτρεπτών ορίων. Σύμφωνα με τον νομικό όρο «moratorium» που χρησιμοποιείται από τις τράπεζες, όποια οφειλή αναστέλλεται και ρυθμίζεται για ορισμένο χρονικό διάστημα δεν χρεώνεται ως ζημία. Αντίστοιχα λοιπόν δεν θα προσμετράται στο ιδιωτικό χρέος των 234 δις ευρώ και ούτε στο δημόσιο χρέος των 338 δις ευρώ. Μια ενιαία ρύθμιση 120 δόσεων για την αποπληρωμή όλων των ληξιπρόθεσμων χρεών, τόσο των «παγωμένων οφειλών», αλλά και όσων δημιουργήθηκαν εντός πανδημίας, θα πρέπει να γίνει σταδιακά με το 30% της δόσης τον πρώτο χρόνο, 50% τον δεύτερο, 70% τον τρίτο χρόνο, πριν επανέλθει στο 100% για το υπόλοιπο της δεκαετίας. Η συνέχιση των στοχευμένων μέτρων στήριξης πρέπει να εξισορροπήσει τα έσοδα από τον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων με τις συσσωρευμένες δόσεις του 2020 και τις νέες υποχρεώσεις του 2021, ώστε να αποτρέψουμε από τον Απρίλιο νέα έκρηξη ληξιπρόθεσμων οφειλών και τον κίνδυνο λουκέτων σε 1 στις 3 επιχειρήσεις.
Μετά τη συνεδρίαση του Δ.Σ. του Π.Ε.Σ. Αττικής, ο Πρόεδρος πρότεινε στη κυβέρνηση τρία πρόσθετα μέτρα για την οικονομική ανακούφιση των εμπόρων, επαγγελματιών και κυρίως όσων επιχειρήσεων τελικώς δεν ανοίξουν τις ημέρες των εορτών:
1. Ένταξη των φυσικών προσώπων μελών εταιρειών στα μέτρα προστασίας και στήριξης με αναστολές πληρωμών δόσεων, ευνοϊκής αντιμετώπισης από τα τραπεζικά ιδρύματα, εκπτώσεις ενοικίων όπως προβλέπονται για τις ατομικές επιχειρήσεις και για όλους τους πληττόμενους κλάδους, πολύ περισσότερο σε όσους έχει ανασταλεί η λειτουργία των εταιριών τους, με κυβερνητική απόφαση.
2. Να χρησιμοποιηθεί ο ΕΛΑ που τηρείται στον ΟΑΕΔ και τροφοδοτείται αυτοτελώς κάθε μήνα μέσω των εισφορών, του οποίου το υπόλοιπο ξεπερνάει τα 500 εκ. ευρώ, ώστε να δοθεί επίδομα ιδιότυπης ανεργίας, ανάλογα με αυτό που δόθηκε σε λογιστές, δικηγόρους και άλλους κλάδους ασφαλισμένων του ΕΤΑΑ. Ο συγκεκριμένος λογαριασμός είναι ακριβώς γιαυτόν τον ειδικό σκοπό.
3. Παράταση καταβολής της αναλογίας του δώρου Χριστουγέννων από τον εργοδότη, όπως δόθηκε και για το δώρο του Πάσχα έτους 2020 μέχρι την 31η Μαρτίου 2021, τηρουμένων των αναλογιών της από 30.3.2020 ΚΥΑ, δεδομένου ότι η μη εμπρόθεσμη καταβολή του αποτελεί ποινικό αδίκημα.
Ταυτόχρονα για τη χρήση από όλους της μεθόδου «click away» θα πρέπει να δοθεί αυτομάτως σε όλο το λιανεμπόριο μέσω Taxisnet ο ΚΑΔ 52.61.11 για διαδικτυακές ή τηλεφωνικές πωλήσεις. Δεν υπάρχει μέτρο που να αναπληρώνει τις απώλειες μιας κλειστής επιχείρησης, αλλά τουλάχιστον αυτά τα ελάχιστα, δίκαια, εφικτά και άμεσα μέτρα στήριξης, έστω και προσωρινά θα βοηθήσουν.
Η οικονομία κινείται μεταξύ πανδημίας και εμβολίου και η επιχειρηματικότητα χρειάζεται ένα δικό της «εμβόλιο» για να κλείσει την παρένθεση της κρίσης, να ανακάμψει από την ύφεση και να περάσει με προοπτική στην κανονικότητα. Πρέπει, λοιπόν, να δοθεί αυτή η ευκαιρία σε όλους και, όσοι την αξιοποιήσουν σωστά, να έχουν το δικαίωμα να συμμετάσχουν στην αναμενόμενη «αναπήδηση» της ελληνικής οικονομίας. Σε αυτή την προσπάθεια, επισημαίνεται, για άλλη μια φορά, πως δεν πρέπει να αδικηθούν οι συνεπείς φορολογούμενοι και οι ενήμερες επιχειρήσεις πάνω στις οποίες στηρίζονται τα δημόσια έσοδα και θα «τραβήξουν το κάρο» της πραγματικής οικονομίας, προς την επόμενη μέρα της οικονομικής ζωής του τόπου».