O οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch επιβεβαίωσε το αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα ΒΒ+ με σταθερές προοπτικές. Στην ανακοίνωση αναφέρει ότι το αξιόχρεο υποστηρίζεται από διαρθρωτικούς δείκτες, όπως τις επιδόσεις στη διακυβέρνηση, τους δείκτες ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού και του κατά κεφαλήν εισοδήματος, το οποίο είναι από τα υψηλότερα μεταξύ των χωρών που δεν έχουν επενδυτική βαθμίδα. Αυτά τα ισχυρά σημεία σταθμίζονται με τα απότοκα της κρίσης κρατικού χρέους, τα οποία περιλαμβάνουν μεγάλους όγκους δημόσιου και εξωτερικού χρέους καθώς και χαμηλή μεσοπρόθεσμη προοπτική ανάπτυξης και αδυναμίες στον τραπεζικό τομέα.
Ο οίκος Fitch αναθεώρησε την πρόβλεψη για αύξηση του ΑΕΠ στο 2,3% για το 2029 από 0,9%, χάρη στο θετικό αποτέλεσμα carry-over κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες δεδομένης της πολύ ισχυρότερης από την αναμενόμενη επίδοσης στο τέταρτο τρίμηνο του 2022 και στους μειωμένους ενεργειακούς κινδύνους. Αναμένεται ότι η κατανάλωση των νοικοκυριών θα επιβραδυνθεί σημαντικά φέτος, αντανακλώντας τον αντίκτυπο του πληθωρισμού και τη μειωμένη ζήτηση πιστώσεων. Αντίθετα, η αύξηση των επενδύσεων θα παραμείνει ισχυρή, χάρη στην απορρόφηση πόρων στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας, ενώ τομείς, όπως ο τουρισμός, θα συνεχίσουν να στηρίζουν τον κλάδο των εξαγωγών υπηρεσιών. Σημειώνεται επίσης ότι αναμένεται η ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί με ρυθμό 2% έως 2,5% την περίοδο 2024-2026.
Παραταύτα το επενδυτικό κενό, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, ο υψηλός πληθωρισμός σε αγαθά πρώτης ανάγκης, τα δίδυμα ελλείμματα και η διακράτηση των ρυθμών ανάπτυξης, δημιουργούν προβληματισμό για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας παρά τη γενικευμένη θετική εικόνα που έχει δημιουργηθεί. Κρίσιμα ζητήματα είναι ο χειρισμός του πληθωρισμού, η κάλυψη του επενδυτικού κενού και η μείωση του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΟΒΕ είναι δύσκολο να κρατήσεις υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης όταν το τριγύρω ευρωπαικό περιβάλλον είναι χαμηλό, επισημαίνοντας πως ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας μπορεί να είναι υψηλότερος από των άλλων χωρών στην Ευρώπη, αλλά το θέμα είναι πως στις χώρες αυτές εξάγουμε τα προϊόντα μας. Μεταξύ των δομικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία είναι το κενό των επενδύσεων και μάλιστα παρά το γεγονός ότι ο ρυθμός αύξησης τους κινείται τα τελευταία τρία χρόνια με διψήφιο ποσοστό 10% ετησίως, ωστόσο αυτές βρίσκονται στο μισό συγκριτικά με αντίστοιχες χώρες στην Ευρώπη. Το πρόβλημα με το επενδυτικό κενό δύσκολα θα καλυφθεί για δύο τουλάχιστον λόγους, με πρώτο, διότι δεν υπάρχει μεγάλη εγχώρια αποταμίευση και πρέπει να έρθουν ξένα κεφάλαια τα οποία θα πρέπει να επιλέξουν την Ελλάδα και δεύτερον, διότι τα επιτόκια της ΕΚΤ εξακολουθούν να αυξάνονται και τον Ιούλιο κατά 0,25%. Άρα η μεγάλη μάχη για την ελληνική οικονομία εστιάζεται στο πως θα μπορέσει να κρατήσει αυτή την αύξηση των επενδύσεων, την ώρα που το μέσο κόστος νέου δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις αυξήθηκε για δέκατο συνεχόμενο μήνα στο 5,7% με μεγάλη απόκλιση από το μέσο κόστος δανεισμού επιχειρήσεων της Ευρωζώνης που μειώθηκε σε 131 μονάδες βάσης.
Οι δύο αιτίες πυροδότησης του πληθωρισμού: νομισματική πολιτική τη περίοδο της κρίσης covid και ενεργειακή κρίση, έχουν δρομολογήσει μια αυτόνομη πορεία των τιμών δημιουργώντας ένα ρυθμό πληθωρισμού με επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα. Από την άλλη ο πληθωρισμός είναι κάτι καλό γιατί πληθωρίζει τα ιδιωτικά και δημόσια χρέη και φέρνει μη αναμενόμενα κέρδη στο δημόσιο ταμείο μέσω των αυξήσεων των τιμών και των έμμεσων φόρων. Αυτό όμως ισχύει βραχυπρόθεσμα, ενώ μακροπρόθεσμα είναι λάθος για την οικονομική πολιτική να στηρίξει πολιτικές πληθωρισμού γιατί ένα μεγάλο μέρος των νοικοκυριών κοντά στο 26% δε θα το αντέξει. Η ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας, επιδρά αναμφίβολα θετικά στον ρυθμό μεγέθυνσης, όταν όμως αυτή συνοδεύεται με διερευνόμενα εξωτερικά ελλείμματα τότε ενδέχεται να καταστήσει την εγχώρια οικονομία ευάλωτη στους εξωτερικούς κραδασμούς.
Στην περίπτωση της Ελλάδας όπου οι εισαγωγές παρουσιάζουν υψηλή ελαστικότητα ως προς την κατανάλωση, και η τελευταία αντιπροσωπεύει μεγάλο μέρος του εγχώριου προϊόντος, η ενίσχυση του ρυθμού μεγέθυνσης της εγχώριας οικονομίας έχει επιφέρει την αύξηση της εξωστρέφειας, που παρατηρείται τα τελευταία δύο χρόνια και έχει οδηγήσει την ελληνική οικονομία ένα βήμα από την επενδυτική βαθμίδα πριν το τέλος του έτους. Άρα παρά το θετικό κλίμα και τις προσδοκίες ανάπτυξης τα «αγκάθια» της ελληνικής οικονομίας είναι ακόμα εδώ και η νέα κυβέρνηση καλείται την επόμενη τετραετία να τα αντιμετωπίσει αποτελεσματικά.