«Με καταδίκασαν να έχω τύψεις ότι εγκατέλειψα τη μητέρα μου και να το έχω βάρος σε όλη μου τη ζωή. Χάσαμε φίλους, γείτονες και δυστυχώς δεν έχω ακούσει από κανέναν “συγγνώμη”. Όλα τα έκαναν πολύ καλά. Αν δεν ήταν καλά καμωμένα τι θα γινόταν; Τώρα έχουμε 104 νεκρούς και 54 σοβαρά τραυματίες». Αυτό ανέφερε στην κατάθεσή της στη δίκη για το Μάτι γυναίκα που αναγκάστηκε, έχοντας πάρει φωτιά η ίδια, να αφήσει πίσω τη μητέρα της.
Η Αγγελική Κωνσταντάκη, που έχασε τη μητέρα της στη φωτιά και τραυματίστηκε η ίδια, περιέγραψε στο δικαστήριο τις ώρες αγωνίας και αβάστακτου πόνου που βίωσε όταν «άρχισε να βρέχει καύτρες στο Μάτι». Η μάρτυρας που όπως είπε το σπίτι της ήταν «20 μέτρα από τον παραλιακό δρόμο», αποφάσισε με το σύζυγο και τη μητέρα της να φύγουν προς τη θάλασσα όταν είδαν πολλή κάπνα να κυκλώνει την περιοχή: «Πέντε παρά δέκα με πήρε μια φίλη από το Βουτζά και μου λέει φεύγω από το σπίτι γιατί έχει φωτιά στο Νταού και φοβάμαι. Το σπίτι μου βρίσκεται 20 μέτρα από τον παραλιακό δρόμο. Ανέβηκε ο άντρας μου στην ταράτσα δεν έβλεπε κάτι ανησυχητικό. Κάποια στιγμή γύρω στις 18.00 ακούσαμε ότι υπάρχει φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη. Έκανε δηλώσεις ο κ. Μπουρνούς (δήμαρχος τότε, που είναι κατηγορούμενος στην δίκη) ότι δεν κινδυνεύει το Μάτι. Η καπνά γίνεται πολύ έντονη. Έπεσε το ρεύμα και πήγαμε να φύγουμε στις 18.20. Έβαλα τα παιδιά και τη μητέρα μου στο αμάξι να πάμε στη θάλασσα».
Όπως κατέθεσε η γυναίκα, αφού είπε στα παιδιά της να φύγουν πήρε τη μητέρα της και άρχισαν να κατεβαίνουν «ενώ είχε αρχίσει να βρέχει καύτρες. Οδήγησα τη μάνα μου προς τα σκαλιά και λίγο πριν σκόνταψε κι έπεσε. Ο άντρας μου κατάλαβε ότι υπάρχει θέμα. Γυρίζει να με βοηθήσει να πάρουμε τη μητέρα μου. Εκείνη την ώρα μας έπιασε μεγάλη φωτιά, άρπαξα κι εγώ φωτιά, καιγόμουν και δεν υπήρχε κανείς κοντά. Ο άντρας μου δεν μπορούσε να την μετακινήσει. Όταν ο άντρας μου είδε ότι δεν μπορούσαμε να σώσουμε τη μητέρα μου με άρπαξε για να σώσει εμένα. Με κατέβασε σε μια μικρή παραλία. Ήταν καμπόσος κόσμος εκεί. Με έβαλαν μέσα στη θάλασσα. Κάθησα λίγη ώρα κι επειδή είχα αφόρητους πόνους από το έγκαυμα βγήκα… Έμεινα έξι ώρες στην θάλασσα… Ήξερα ότι έχω τη μητέρα μου από πάνω κι εγώ δε μπορούσα να κάνω τίποτα. ‘Ακουγα εκρήξεις, ανθρώπους να φωνάζουν ονόματα ψάχνοντας τους δικούς τους… Κατά τις 12.30 τη νύχτα ήρθαν κάποιοι με φακούς να μας πάρουν για να μας βγάλουν από εκεί… Με έβαλαν σε μια καρέκλα και με πέταξαν σε φουσκωτό και με πήγαν στη Ραφήνα. Πήγα περπατώντας στο λιμάνι από το σημείο που μας άφησαν. Δεν είχα κανέναν. Οι γιοι μου έφτασαν περπατώντας και κολυμπώντας στη Νέα Μάκρη. Τους περιέθαλψε ένας καθηγητής τους…» ανέφερε.
Η μάρτυρας είπε πως «συναντούσα φίλους γνωστούς, καμένους, πονεμένους, που έψαχναν να βρουν όλοι τι έγινε. Κανείς δεν είχε συνειδητοποιήσει τι έχει γίνει και γιατί έχει γίνει. Άρχισαν να φέρνουν σάκους για πτώματα. Δεν ήξερα αν ήταν η μαμά μου μέσα… Όταν με είδε ο γιατρός με έστειλε στο “Γεννηματά”. Έμεινα 17 ημέρες. Βίωσα πάρα πολύ δύσκολα πράγματα».
Ο Άρης Γρεκιώτης κατέθεσε για την απώλεια της συντρόφου του Στέλλας Χριστοφίδου για την οποία κατέθεσαν και οι δύο κόρες της. Η γυναίκα χάθηκε στην προσπάθειά της να φθάσει στη θάλασσα. Είχε βρεθεί στο οικόπεδο Φράγκου απανθρακωμένη και είχε ταυτοποιηθεί πέντε ημέρες μετά την τραγωδία.
Ο κ. Γρεκιώτης κατέθεσε πως βρισκόταν με τη σύντροφό του στο σπίτι τους στο Κόκκινο Λιμανάκι και πως ενώ αρχικά ανέβηκαν με τη μηχανή του προς το βουνό μετά επέστρεψαν στο Μάτι. Προς το Μάτι όμως κατέβαινε και η φωτιά που στο μεταξύ λόγω του αέρα είχε αλλάξει η κατεύθυνσή της «ο καπνός αυξανόταν και είχε αλλάξει φορά». Έτσι αποφάσισαν να φύγουν «η Στέλλα μπήκε στο αμάξι ενώ εγώ θα έφευγα με τη μηχανή… Είχαμε δώσει ραντεβού στο Κόκκινο Λιμανάκι. Πήγα στο Κόκκινο Λιμανάκι και περίμενα τη Στέλλα. Την παίρνω τηλέφωνο εφτά παρά δυο λεπτά το απόγευμα. Μου απάντησε ότι άφησε το αμάξι. Ότι έχει φοβερή φωτιά. Την έπαιρνα, καλούσε αλλά δεν μου απάντησε. Έκανα 3-4 κλήσεις. Σκέφτηκα ότι θα έτρεχε και δε μπορούσε να απαντήσει. Καθώς ήμουν στο Κόκκινο Λιμανάκι είδα 2-3 δέντρα να φουντώνουν. Τα αυτοκίνητα είχαν μπλοκάρει».
Ο μάρτυρας είπε πως ξεκίνησε από την παραλία με τα πόδια να βρει την σύντροφό του. Στη διαδρομή έβλεπε μπλοκαρισμένα αμάξια «τρελάθηκα γιατί έστω κι ένας αστυνομικός να υπήρχε εκείνη την ώρα να μην αφήνει τα αμάξια να μπαίνουν προς το Μάτι θα είχαν φύγει όλα τα αυτοκίνητα και δεν θα καιγόταν κόσμος. Πήγα με τα πόδια στην παραλία με σκόνη να φτάσω από τα βράχια ή κολυμπώντας να βρω το σημείο που κατέβηκε η Στέλλα. Ανεβαίνοντας στα βράχια με αέρα, λάβα και φωτιά, έφτασα. Κρυβόμουν στις σπηλιές να μη με κάψει η φωτιά. Φτάνω στο Μπλε λιμανάκι. Ακούω μια κόρνα και ήταν ένα φουσκωτό. Μου λένε να έρθουν να με διασώσουν. Ανέβηκα στο φουσκωτό και συνεχίσαμε προς Κυανή Ακτή».
Όπως είπε ο κ. Γρεκιώτης άρχισαν να κάνουν διαδρομές προς τη Ραφήνα και πίσω με το φουσκωτό για να διασώσουν κόσμο. Σε μία από αυτές πήραν και τη σορό της Εβίτας Φύτρου «ο λιμενικός που βρισκόταν στο φουσκωτό δέχτηκε κλήση να πάμε σε μια παραλία γιατί υπήρχε άνθρωπος που είχε πεθάνει. Ήταν το κοριτσάκι που είχε πέσει από τα βράχια. Πήγαμε εκεί, εγώ δεν άντεξα να βγω. Παραλάβαμε το κοριτσάκι. Το βάλαμε στο φουσκωτό. Πήγαμε στη Ραφήνα. Εγώ ρωτούσα αν είχε δει κανείς τη Στέλλα. Είχαν περάσει 2 με 2,5 ώρες.
Ο κ. Γρεκιώτης κατάφερε να μάθει για τη σύντροφό του πέντε μέρες αργότερα. «Έψαχνα πολλές μέρες μαζί με τις κόρες και την αδελφή της Στέλλας. Δεν υπήρχε από πουθενά βοήθεια. Δεν ειδοποιήθηκε ο κόσμος. Υπήρχε χρόνος να ενημερώσουν. Ο καθένας έκανε ό,τι μπορούσε».
ΠΗΓΗ:ΑΠΕ-ΜΠΕ