Την κεντρική θέση του ότι «η εξωτερική πολιτική είναι πράξη ευθύνης και διορατικότητας, συνεχούς αναζήτησης τρόπων που συνδυάζουν τα εθνικά συμφέροντα με τη διεθνή συνεργασία και την ειρήνη», υπογράμμισε ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου κατά την ομιλία του στο συνέδριο που διοργανώνει το «ΒΗΜΑ» σε συνεργασία με το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων και το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, για τα 50 χρόνια Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής.
Ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρθηκε σε όλους τους βασικούς σταθμούς και παραμέτρους στην πορεία της εξωτερικής πολιτικής της χώρας στα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης, μέσα από το πρίσμα της πολιτικής των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, για να φτάσει καταληκτικά να δώσει το στίγμα της προοπτικής που κατά τη γνώμη του ανοίγεται για την Ελλάδα στη νέα εποχή. «Ας δώσουμε στην Ελλάδα τον ρόλο που της αξίζει – όχι απλά ως θεατή της ιστορίας, αλλά ως δημιουργό ενός καλύτερου μέλλοντος», υπογράμμισε ο Γιώργος Παπανδρέου συνοψίζοντας.
Ειδικότερα ανέφερε ότι το μεγάλο δίλημμα της εποχής είναι αν θα αξιοποιηθούν οι δυνατότητες της τεράστιας τεχνολογικής προόδου για να αντιμετωπίσουμε τις παγκόσμιες προκλήσεις «ή θα τις αφήσουμε να ενισχύσουν την υπερσυγκέντρωση εξουσίας και έναν αδυσώπητο ανταγωνισμό που απειλεί την ίδια την ύπαρξη της ανθρωπότητας». Υπογράμμισε ότι για την Ελλάδα απαιτείται να δούμε όχι μόνο συμμαχίες αλλά και να αξιοποιήσουμε τις νέες τεχνολογίες για την ενίσχυση της αυτονομίας, της αυτάρκειάς μας σε ζωτικούς τομείς, με όρους δημοκρατικούς και συμμετοχικούς, όπως της Ενέργειας και της ‘Αμυνας. Αναφέρθηκε σε μια «Μεγάλη Ιδέα» για τον ελληνισμό, μια ιδέα που δεν είναι γεωγραφική αλλά αξιακή, όπως είπε, «που δεν επεκτείνει τα φυσικά μας σύνορα, αλλά διευρύνει τα σύνορα των αξιών μας». Σημείωσε ότι «ο ελληνισμός μπορεί να γίνει η φωνή της σύνεσης απέναντι στην ύβρη της υπερσυγκέντρωσης και αυθαίρετης εξουσίας», μια δύναμη αξιών που «αναζητά την αξιοποίηση του τεράστιου τεχνολογικού πλούτου για την ειρηνική και δημοκρατική συμβίωση και το κοινό καλό, πέρα από σύνορα, αντί για τα συμφέροντα και τις συγκρούσεις των ισχυρών και ολιγαρχών». Συμπλήρωσε ότι «αυτός ο νέος πατριωτισμός – που ταυτίζεται με το μέλλον της ανθρωπότητας -, μπορεί να γίνει ευεργετικός τόσο για τον ελληνισμό όσο και για όλον τον κόσμο». Υποστήριξε ότι η Ελλάδα με την ιστορία και την παράδοσή της έχει όλα τα εχέγγυα για να ηγηθεί σε αυτή τη νέα εποχή.
Ο πρώην πρωθυπουργός τόνισε ότι αυτή η πρόταση, «για μια ‘Μεγάλη Ιδέα’ αξιών», πρέπει «να αντανακλάται και στο εσωτερικό της χώρας μας, με αυτοπεποίθηση και προσήλωση σε πατριωτικές αξίες: Ελλάδα χώρα δικαίου, δημοκρατίας, κοινωνικής συνοχής, πολιτισμού και παιδείας». «Με τόλμη και χωρίς φόβο, η Ελλάδα μπορεί να πρωτοπορήσει στο διάλογο μεταξύ πολιτισμών και κρατών. Μπορεί να γίνει τόπος πολιτισμού και παιδείας για μια νέα εποχή που αναζητά κατεύθυνση και αξίες», υπογράμμισε.
Αναφερθείς αρχικά στην ομιλία του στις ανοικτές πληγές τραυμάτων που σημάδεψαν τον ελληνισμό και με τις οποίες ξεκίνησε η πρώτη μεταπολιτευτική περίοδος (χούντα, τουρκική εισβολή στην Κύπρο), ο κ. Παπανδρέου μίλησε για τις έντονα διαφορετικές αναγνώσεις ανάμεσα στις πολιτικές παρατάξεις της εποχής, τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, που αποτέλεσαν και «θεμέλια που διαμόρφωσαν πολιτικές επιλογές, στρατηγικές και τις ιδεολογικές κατευθύνσεις που καθόρισαν την πορεία της χώρας τις επόμενες δεκαετίες». Τόνισε ότι για το ΠΑΣΟΚ «η μεταπολίτευση είναι το ξεκίνημα ενός οράματος για την απεξάρτηση από ξένες επιρροές, την εμβάθυνση της δημοκρατίας και την κοινωνική απελευθέρωση».
Ο κ. Παπανδρέου υποστήριξε ότι μία ουσιαστική διαφορά χαρακτηρίζει διαχρονικά τις πολιτικές αντιλήψεις στην Ελλάδα, όχι απαραίτητα μεταξύ κομμάτων. Εν συντομία, η μία είναι η παραδοσιακή πελατειακή λογική «που στις διεθνείς σχέσεις εκφράζεται μέσα από την αναζήτηση ενός “προστάτη”» και «χαρακτηρίζεται από την παθητική αποδοχή ενός status quo και την υποταγή σε ηγεμονικές σχέσεις». Από την άλλη, «μια αντίληψη που αποτέλεσε θεμέλιο για το ΠΑΣΟΚ: η αντίληψη της απελευθέρωσης, που αμφισβητεί το status quo και επιδιώκει να κινητοποιήσει τις δυνάμεις του Ελληνισμού, διαμορφώνοντας μια Ελλάδα ελεύθερη, δημοκρατική, αυτόνομη και ανεξάρτητη». «Αυτή η διαφορετική θεώρηση αποτέλεσε τον οδηγό της εξωτερικής πολιτικής που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ», είπε, προσθέτοντας ότι «μέσα από αυτή τη στρατηγική, το ΠΑΣΟΚ δεν περιορίστηκε στην αντιμετώπιση των άμεσων προκλήσεων της εποχής του, αλλά έθεσε τις βάσεις για μια Ελλάδα που στέκεται ισχυρή, αυτοδύναμη και με ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση ενός δικαιότερου, πιο ειρηνικού κόσμου». Σχολίασε ότι μιλά κυρίως για τη στρατηγική του ΠΑΣΟΚ, γιατί δεν ευθύνεται εκείνος «για την απουσία ή τη φοβικότητα της άλλης πλευράς, εκτός και αν κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι, απουσία και φοβικότητα συνιστούν στρατηγική».
Ο πρώην πρωθυπουργός ανέπτυξε με την ομιλία του το «πώς οι αρχές του ΠΑΣΟΚ μεταφράστηκαν σε πράξη μέσα από τρεις καθοριστικές περιόδους της Μεταπολίτευσης, οι οποίες διαμόρφωσαν την εξωτερική μας πολιτική».
Είπε μεταξύ άλλων ότι στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, «η απάντηση του ΠΑΣΟΚ ήταν η επιδίωξη μεγαλύτερης αυτονομίας, μακριά από την εξάρτηση από ‘προστάτες’, ώστε η Ελλάδα να πρωταγωνιστεί στη διαμόρφωση μιας ανεξάρτητης και δυναμικής εξωτερικής πολιτικής και όχι να αντιδρά αποσπασματικά στις προκλήσεις». «Έτσι, επιχειρήθηκε η ενίσχυση της αμυντικής αυτονομίας (π.χ. ανάπτυξη ντόπιας βιομηχανίας, αγορά Mirage), τέθηκαν αυστηροί όροι για τις αμερικανικές βάσεις και θωρακίστηκε η εθνική άμυνα και η προστασία της Κύπρου». Αναφέρθηκε στους διαύλους επικοινωνίας με τους Αδέσμευτους και τους αραβικούς λαούς, την πρωτοβουλία διαμεσολάβησης στην Ελούντα, το κίνημα για τους αφοπλισμούς.
Μιλώντας για τις σχέσεις με την ΕΕ, σχολίασε ότι η κριτική στάση του ΠΑΣΟΚ προς την τότε ΕΟΚ δεν μεταφράστηκε σε αποστασιοποίηση, αλλά μετά το 1981 σε ενεργή διεκδίκηση (ΜΟΠ, δημοκρατική λειτουργία της ΕΕ). Είπε ότι στο νέο κεφάλαιο για την Ευρώπη, μετά την Πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η επίσκεψη του Προέδρου Κλίντον στην Ελλάδα αποτέλεσε σταθμό. «Είχα συμβάλει προσωπικά στη διαμεσολάβηση που οδήγησε σε μια ιστορική στιγμή: ο Πρόεδρος Κλίντον ζήτησε δημόσια συγγνώμη για τη συμμετοχή των Ηνωμένων Πολιτειών στην επιβολή της δικτατορίας το 1967», ανέφερε, προσθέτοντας ότι αυτή η κίνηση έθεσε τις βάσεις για την πολιτική και ψυχολογική εξομάλυνση των σχέσεων Ελλάδας-ΗΠΑ.
Ο κ. Παπανδρέου τόνισε ότι η Ελλάδα διαμόρφωσε μια συστηματική και οργανωμένη στρατηγική με στόχο την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και πως «η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να αποτρέψουμε τη σύνδεση της ένταξης της Κύπρου με την επίλυση του Κυπριακού, ώστε να μη μετατραπεί αυτό σε έμμεσο βέτο της Τουρκίας». «Η στρατηγική μας βασίστηκε στην πεποίθηση ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ μπορούσε να λειτουργήσει και ως καταλύτης για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Αυτό το όραμα δεν ήταν μόνο ζήτημα πολιτικής, αλλά και πράξη ιστορικής ευθύνης…».
Χαρακτήρισε ως δύο κορυφαίες στιγμές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, τις αποφάσεις του Ελσίνκι και την προεδρία της ΕΕ το 2003, ως «ορόσημα» που «ήταν το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας στρατηγικής, σχεδιασμένης και εφαρμοσμένης με προσήλωση και ακρίβεια για περισσότερα από δέκα χρόνια». Σημείωσε ότι «η πολιτική μας δεν περιορίστηκε στην παρακολούθηση των εξελίξεων. Επιλέξαμε ρόλο πρωταγωνιστικό στη διαμόρφωση μιας νέας πραγματικότητας στην Ευρώπη, που μας χάρισε κύρος, αξιοπιστία και διπλωματική ισχύ». «Μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, επιτύχαμε μια ριζική αλλαγή στο ψυχολογικό και πολιτικό κλίμα (…) οικοδομώντας γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ των δύο λαών», «με καθαρότητα και απόλυτη ειλικρίνεια για το πού συμφωνούμε και πού διαφωνούμε, ξεκινήσαμε τις διερευνητικές συνομιλίες» και «κινηθήκαμε παράλληλα σε ευεργετικές συνεργασίες, διμερώς, με πολλαπλές διμερείς συμφωνίες, και στην ευρύτερη περιοχή με ενεργή κοινή παρουσία μας στη Μέση Ανατολή και στα Βαλκάνια».
Συνεχίζοντας πρόσθεσε ότι «η Ελλάδα υποστήριξε ενεργά την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, θέτοντας όμως σαφείς όρους: σεβασμό στη δημοκρατία, στα ανθρώπινα δικαιώματα και στην καλή γειτονία. Δεν ήμασταν πια οι αρνητές της ευρωπαϊκής της προοπτικής, αλλά ειλικρινείς υποστηρικτές, προωθώντας μια δημοκρατική ευρωπαϊκή Τουρκία και την προοπτική μιας ελεύθερης, ενωμένης Κύπρου». Υπογράμμισε ότι «η Ελλάδα πέτυχε στο Ελσίνκι την πορεία ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, ανεξαρτήτως της επίλυσης του Κυπριακού» και «παράλληλα, εξασφάλισε τη δέσµευση της Τουρκίας για ειρηνικό διάλογο σχετικά µε την υφαλοκρηπίδα, και µε την προϋπόθεση, αν δεν λυθεί µέσω διαλόγου, να παραπεµφθεί στο Διεθνές Δικαστήριο».
Ο κ. Παπανδρέου τόνισε ότι συνδυάστηκε μια στρατηγική με τρεις άξονες: «Της εξωστρέφειας και ενεργού συμμετοχής που μας έδωσε ευρωπαϊκό και διεθνές κύρος, της ισχυρής άμυνας που κάλυπτε τις πλάτες μας, και υπερασπιζόμενοι τα συμφέροντα μας επενδύαμε, χωρίς φοβικότητα και με ειλικρινή διάλογο, στην προοπτική μιας νέας σχέσης ειρήνης, συνεργασίας, ανάπτυξης και αλληλεγγύης μεταξύ μας».
Στάθηκε ιδιαίτερα και στην ενεργή παρουσία της χώρας στη συνδιαμόρφωση μιας νέας, ενωμένης Ευρώπης που «συνέβαλε καθοριστικά στη διπλωματική μας ισχύ», τονίζοντας ότι υπήρξε ιστορική η Διακήρυξη της Θεσσαλονίκης το 2003, που άνοιξε τον δρόμο για τη διεύρυνση της ΕΕ προς τα Δυτικά Βαλκάνια. «Και η συμφωνία των Πρεσπών ήταν μια πολύ σημαντική εξέλιξη που θα έπρεπε να συμβάλει, δυστυχώς λόγω Γαλλίας σταμάτησε, στην προώθηση ακόμα πιο δυναμικά των δυτικών Βαλκανίων και της Βόρειας Μακεδονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση», πρόσθεσε.
Αναφέρθηκε και σε περαιτέρω ζητήματα με τα οποία η χώρα εμπλούτισε τη θεματολογία της εξωτερικής πολιτικής, κάνοντας αναφορά και στην ανάληψη και επιτυχή διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, «στο πλαίσιο της πολιτιστικής διπλωματίας που αναπτύξαμε».
Ο κ. Παπανδρέου επισήμανε ότι «η φοβικότητα και η έλλειψη πολιτικού θάρρους που χαρακτήρισαν την επόμενη ηγεσία, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα, στέρησαν τη δυνατότητα επίτευξης μιας βιώσιμης λύσης σε μια μοναδικά ευνοϊκή ιστορική συγκυρία το 2004». Υποστήριξε πως «αν τότε, όπως απαιτούν οι μεγάλες αλλαγές, είχε υπάρξει διαπραγμάτευση με αποφασιστικότητα και όραμα, και δεν είχε χαθεί εκείνη η ευκαιρία, σήμερα η Κύπρος θα είχε απαλλαγεί από τις στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής και θα μπορούσε να έχει αλλάξει ριζικά το μέλλον της. Αντί αυτού, η Τουρκία προβάλλει πλέον τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου τουρκοκυπριακού κράτους ως τη “λύση.”»
Η ανάδυση ενός «πολυπολικού» κόσμου χαρακτηρίζει την τρίτη καθοριστική περίοδο της μεταπολίτευσης, επισήμανε, υποστηρίζοντας πως το κρίσιμο ερώτημα είναι αν αυτός μπορεί να μετατραπεί σε «ένα σύστημα πολυμερούς συνεργασίας», αντί να κυριαρχούν ο ανταγωνισμός και οι συγκρούσεις μεταξύ των διαφορετικών πόλων ισχύος. Τόνισε πως το συμφέρον της Ελλάδας «είναι η οικοδόμηση μιας παγκόσμιας τάξης που σέβεται το διεθνές δίκαιο» και πως «αυτό είναι ζωτικής σημασίας ζήτημα και για την επιβίωση της Ευρώπης, η οποία εδράζεται σε αυτές τις αξίες».
«Πιστεύω ακράδαντα ότι είναι στο χέρι μας να αποφασίσουμε συλλογικά τον δρόμο που θα ακολουθήσουμε» και «με τη συνεργασία όλων, αλλά και με την πρωτοβουλία δυνάμεων που θα ηγηθούν διεθνώς, μπορούμε να διεκδικήσουμε και να δημιουργήσουμε έναν κόσμο βασισμένο στο σεβασμό, τη δικαιοσύνη και την ειρήνη», είπε. Υποστήριξε ότι η Αμερική έχασε μια μεγάλη ιστορική ευκαιρία, να διαμορφώσει παρόμοιο πλαίσιο όταν βρέθηκε παντοδύναμη και πως «η ιστορική ευθύνη πέφτει στην Ευρωπαϊκή Ένωση», «μια ισχυρή και ενωμένη Ευρώπη θα μπορούσε να προάγει ισότιμα τη σταθερότητα, τη συνεργασία και την ειρήνη».
Είπε ότι, παρά την κρίση, η Ελλάδα διαχειρίστηκε την τρίτη περίοδο, «με όραμα και προτάσεις που ακόμη και σήμερα δίνουν διεξόδους». «Διαμορφώσαμε νέους μηχανισμούς στήριξης απέναντι στις αγορές και θέσαμε τις βάσεις για τα ευρωομόλογα. Τότε, δεν εισακουστήκαμε όσο και όπως θα έπρεπε. Οι ιδέες μας όμως, όπως αυτή των ευρωομολόγων που περιγράφεται στην Έκθεση Ντράγκι, παραμένουν καθοριστικές για μια Ευρώπη που θέλει να είναι ανταγωνιστική οικονομικά, συνεκτική κοινωνικά, ασφαλής αμυντικά και καινοτόμα τεχνολογικά», ανέφερε μεταξύ άλλων.