Άρθρο προέδρου ΕΒΕΠ, Βασίλη Κορκίδη
Εάν δεν μας είχαν βρει οι πρόσφατες συμφορές, το πρώτο θέμα συζητήσεων και αναλύσεων θα ήταν η επενδυτική βαθμίδα που κατέκτησε η ελληνική οικονομία. H ανάκτηση του αξιόχρεου της οικονομίας αποτελούσε ορόσημο για την χώρα μας και μέσα στο βαρύ κλίμα που επικρατεί, η ανακοίνωση της αναβάθμιση μας είναι τουλάχιστον μια ευχάριστη εξέλιξη που έκλεισε οριστικά μια δυσάρεστη παρένθεση πολλών ετών και δοκιμασιών.
H Ελλάδα επανέρχεται στην επενδυτική βαθμίδα και ουσιαστικά στην Ευρώπη, με τη προϋπόθεση ότι το οικονομικό επιτελείο θα παραμείνει προσηλωμένο στη δημοσιονομική ευθύνη και τη μεταρρυθμιστική επιτάχυνση. Η DBRS είναι ο πρώτος από τους τέσσερις διεθνείς οίκους, που αναγνωρίζονται από την ΕΚΤ, και έδωσε τελικά στην Ελλάδα την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα ΒΒΒ (low) με σταθερές προοπτικές, μετά από 13 χρόνια, ανοίγοντας τη σειρά των αναβαθμίσεων σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία για τη χώρα.
Με ένα εντυπωσιακό τετραετές οικονομικό πλάνο η κυβέρνηση κατάφερε να ισχυροποιήσει την ελληνική οικονομία, αλλά βεβαίως η αναβάθμιση δεν είναι πανάκεια. Η μετάβαση στη χρηματοδότηση από τις αγορές κρύβει κινδύνους, καθώς το κόστος δανεισμού έχει αυξηθεί και θα αυξηθεί περεταίρω, ενώ η διάρκεια των δανείων ενδέχεται να μειωθεί. Η επιστροφή μας στις αγορές φέρνει προκλήσεις και ευκαιρίες με τη προϋπόθεση της συνέχισης της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής. Η επιστροφή στην κανονικότητα, την οποία επισφραγίζει και επίσημα η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, όσο σημαντικό επίτευγμα και αν είναι, ως εθνικός στόχος, δεν σημαίνει πως βάζει τέλος στις προκλήσεις για την Ελλάδα. Βεβαίως η χώρα μας παύει πλέον να αποτελεί εξαίρεση στην Ευρωζώνη, αλλά θέλει ακόμα δουλειά για να μειώσει το εξωτερικό χρέος της.
Η αξιολόγηση μιας χώρας αποτελεί συνήθως το βασικό, αλλά όχι το μοναδικό κριτήριο για τους επενδυτές, καθώς υπολογίζουν τις οικονομικές προοπτικές, επιβραβεύουν τη δημοσιονομική σταθερότητα και κλείνουν την πόρτα όπου βλέπουν πολιτικούς κινδύνους. Βάσει πάντως των καταστατικών των θεσμικών επενδυτών, μόλις το 10% δύνανται να τοποθετούνται σε περιουσιακά στοιχεία χωρών που δεν διαθέτουν επενδυτική βαθμίδα. Άρα η ανάκτηση θα φέρει νέα κεφάλαια στις ελληνικές μετοχές και στα ελληνικά ομόλογα, καθώς περισσότεροι θεσμικοί επενδυτές θα επιτρέπεται να ανοίγονται σε επενδύσεις. Η μετάβαση στην επενδυτική επιτάχυνση οφείλει να διατηρήσει τα μεταρρυθμιστικά πλάνα, ώστε να μην υπάρξει ανατροπή των βελτιώσεων των προηγούμενων ετών.
Η επόμενη μέρα δίνει τη δυνατότητα στην Ελλάδα να δανείζεται από τις αγορές και να αποπληρώνει πρόωρα ορισμένα από τα δάνεια διάσωσης του ΔΝΤ. Η μεταχείριση των κεφαλαιαγορών επηρεάζει επίσης σταδιακά την διάρκεια και δομή του χρέους της Ελλάδας, που βρίσκεται στην κατοχή του επίσημου τομέα θα περάσει σταδιακά και πάλι σε ιδιώτες. Η σταθμισμένη μέση διάρκεια του δανεισμού της χώρας μειώθηκε στα 5,5 έτη το 2022 και στα 4,6 έτη το 2023, ενώ η μέση διάρκεια του ανεξόφλητου ελληνικού χρέους είναι 19,6 έτη. Πάντως, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους έχει φροντίσει να θωρακίσει την οικονομία από τις αυξήσεις των επιτοκίων με το πραγματικό κόστος για το ελληνικό Δημόσιο να κινείται πολύ κάτω από το επιτόκιο των αγορών.
Συνεπώς όσο η Ελλάδα παραμείνει σε τροχιά μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής πειθαρχίας, δεν έχει τίποτα να φοβηθεί. Η δημοσιονομική και η μεταρρυθμιστική σύνεση πρέπει να είναι διαρκής και επαρκής, ώστε να περάσει το συντομότερο στην οικονομική καθημερινότητα μας. Το απαραίτητο λοιπόν στοιχείο της επόμενης μέρας είναι να διατηρηθούμε στην επενδυτική βαθμίδα, ενώ ακόμη πιο σημαντικό είναι να βελτιωθούμε και μετά την είσοδο μας. Το πρόσφατο παρελθόν έχει δείξει πως οι αγορές, μέσω των οίκων αξιολόγησης, ενώ δυσκολεύονται να σε αναβαθμίσουν δεν διστάζουν με τη πρώτη δυσκολία να σε υποβαθμίσουν. Ας αξιοποιήσουμε λοιπόν την επενδυτική βαθμίδα για να αντιμετωπίσουμε την τραγωδία και να μετατρέψουμε τον πλημμυρισμένο θεσσαλικό κάμπο σε «κήπο της Ευρώπης».