«Ακατανόητη» χαρακτήρισε ο υπουργός Ανάπτυξης ‘Αδωνις Γεωργιάδης τη μη παροχή δανείων από τράπεζες σε μικρές επιχειρήσεις, για την υλοποίηση σχεδίων που έχουν την έγκριση από τον αναπτυξιακό νόμο.
Απαντώντας στη Βουλή σε επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή του Κινήματος Αλλαγής, Οδ. Κωσνταντινόπουλου, με τίτλο “Αδιέξοδο υλοποίησης εγκεκριμένων επενδύσεων αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι αγρότες από την άρνηση δανειοδότησης των τραπεζών και την σημαντική αύξηση του κόστους των επενδύσεων από τις σοβαρές ανατιμήσεις του εξοπλισμού και των πρώτων υλών”, ο κ. Γεωργιάδης είπε ότι στην ουσία, δεν είναι δάνειο, αλλά προεξόφληση πραγματικής δαπάνης που θα την πάρει ούτως ή άλλως από το κράτος.
Ο κ. Γεωργιάδης υποσχέθηκε ότι θα κάνει ειδική συνάντηση με τις τράπεζες για το θέμα διευκρινίζοντας ότι θεσμικά, διά νόμου επιβολή, δεν υπάρχει.
Ο υπουργός Ανάπτυξης είπε ότι ενθαρρύνει απολύτως τα τραπεζικά ιδρύματα να χρηματοδοτούν τα εγκεκριμένα από τον αναπτυξιακό νόμο προγράμματα. Εάν χρειαστεί, κατέληξε, θα σχεδιάσουμε ένα περαιτέρω εργαλείο, μέσω της αναπτυξιακής τράπεζας, ειδικά προσανατολισμένο σε αυτόν τον σκοπό.
Η ομιλία και η δευτερολογία του υπουργού έχει ως εξής:
Πριν σας απαντήσω, οφείλω, επειδή είναι η πρώτη φορά στη Βουλή μετά τη διεθνή εξαγγελία της συμφωνίας στα ναυπηγεία Ελευσίνος, να πω δυο λόγια για αυτό, για να είναι ενήμερο το Σώμα.
Χθες, πετύχαμε μία ιστορική συμφωνία, καθόσον ο μεγαλύτερος ναυπηγικός όμιλος στην Ευρώπη, η εταιρεία «FINCANTIERI», ο 4ος μεγαλύτερος ναυπηγικός όμιλος στο κόσμο, με δεκάδες χιλιάδων υπαλλήλων και πάνω από 6 δις ευρώ ετήσιο τζίρο, αποφάσισε να συμπράξει συνεταιρισμό με την εταιρεία «ONEX» και μαζί από κοινού να καταθέσουν πρόταση εξυγίανσης στο δικαστήριο για τα ναυπηγεία Ελευσίνος, σύμφωνα με το πτωχευτικό μας δίκαιο και το άρθρο 106.
Στόχος είναι, μέχρι τέλος του Δεκεμβρίου, να έχει κατατεθεί αίτηση στο δικαστήριο, ώστε την άνοιξη του 2022 και μετά την έγκριση του σχεδίου από την ελληνική δικαιοσύνη, να προχωρήσει η εφαρμογή του με καταβολή των δεδουλευμένων στους εργαζόμενους και με σοβαρές επενδύσεις στα ναυπηγεία, ώστε γρήγορα να γίνουν λειτουργικά και παραγωγικά.
Η χθεσινή αυτή είδηση, που έχει προκαλέσει πάρα πολύ μεγάλη χαρά στους εργαζόμενους, αλλά και σε όλους τους εμπλεκομένους με την ναυτιλία στην Ελλάδα, αποτελεί την ολοκλήρωση μιας ευθύνης που αναλάβαμε στο Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων κατά την έναρξη της θητείας μας, όταν φτάσαμε με το Νίκο Παπαθανάση στο γραφείο μας και είχαμε τρία ναυπηγεία κλειστά εδώ και δεκαετίες:της Σύρου, του Σκαραμαγκά και της Ελευσίνος. Μετη φετινή συμφωνία ολοκληρώνεται μια μεγάλη προσπάθεια και όταν θα έρθει η ώρα να αποχωρήσουμε και όλα θα έχουν πάει καλά, θα έχουμε τρία ναυπηγεία που θα λειτουργούν.
Και αυτή είναι η Ελλάδα που ονειρευόμαστε. Η Ελλάδα των θέσεων εργασίας, η Ελλάδα των επενδύσεων, η Ελλάδα της παραγωγής, η Ελλάδα που κατορθώνει να έχει επιτυχίες.
Άρα, θέλω, κύριε συνάδελφε, επειδή ξέρω ότι από αυτά καταλαβαίνετε, να μοιραστώ μαζί σας αυτή τη μεγάλη πραγματικά επιτυχία και το μεγάλο νέο ότι ένας τέτοιου μεγέθους Όμιλος αποφασίζει να επενδύσει στην Ελλάδα.
Από μόνη της η είδηση ότι η «FINCANTIERI»αποφασίζει να επενδύσει στην Ελλάδα, είναι μια πολύ μεγάλη ψήφος εμπιστοσύνης στη ελληνική οικονομία, στους Έλληνες εργαζόμενους και στον ελληνικό λαό.
Τώρα, μπαίνω στην ερώτησή σας. Η ερώτηση έχει στην πραγματικότητα δύο σκέλη. Το ένα σκέλος είναι το καθ’ αυτό πρόβλημα, ο πυρήνας του προβλήματος του πως οι τράπεζες αντιμετωπίζουν τους μικρούς πελάτες
Είχαμε προχθές στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής με τον κύριο Σταϊκούρα, την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, τις τράπεζες και τους φορείς και τα Επιμελητήρια, μια συζήτηση που κράτησε πάρα πολλές ώρες. Πρέπει να σας πω ότι στη λήξη της συζητήσεως αυτής ο Πρόεδρος τη ΓΣΕΒΕΕ, ο κύριος Καββαθάς, έθεσε ως στόχο εθνικό να πετύχουμε σε ένα χρόνο τις 40.000 επιχειρήσεις που σήμερα θεωρούνται δυνάμενες δανεισμού, στις 100.000.
Υπενθυμίζω ότι το σύνολο των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι 830.000. Όταν λοιπόν ο ίδιος Πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ αναγνωρίζει ότι είναι μεγάλη επιτυχία, αν καταφέρουμε να φτάσουμε στις 100.000 από τις 830.000, καταλαβαίνετε ποια είναι η πραγματική κατάσταση και έχει πολλές ερμηνείες.
Θέλω να πω πάντως ότι πράγματι όταν έχεις έγκριση από τον αναπτυξιακό νόμο για να υλοποιήσεις ένα σχέδιο, εκεί είναι αδικαιολόγητη η μη παροχή του δανείου. Γιατί στην ουσία δεν πρόκειται περί δανείου, πρόκειται περί προεξοφλήσεως μίας πραγματικής δαπάνης που θα την πάρεις, ούτως ή άλλως, από το κράτος. Το μόνο που θα μπορούσε η τράπεζα ενδεχομένως να κάνει θα ήταν τμηματική καταβολή του δανείου κατά την εξέλιξη του έργου έτσι ώστε να είναι βεβαία ότι θα πάρει τα λεφτά της και δεν θα τα χάσει.
Και έχετε το λόγο μου ότι για αυτό θα κάνω ειδική συνάντηση με τις τράπεζες γιατί ίσως θα άξιζε τον κόπο με κάποιο τρόπο να τους εξηγήσουμε αυτή την οπτική. Προσέξτε, λέω συνάντηση και να τους εξηγήσουμε γιατί θεσμικός τρόπος δια νόμου να τους το επιβάλουμε αυτό, όπως ξέρετε, δεν υπάρχει.
Τι μπορούμε να κάνουμε στο νόμο όμως και τι έχουμε ήδη κάνει. Έχουμε ήδη θεσμοθετήσει αύξηση με την ολοκλήρωση του επενδυτικού σχεδίου του ενισχυόμενου κόστους στην κατηγορία δαπάνης του μηχανολογικού εξοπλισμού από 10% που ήταν σε 25%. Δηλαδή ακριβώς επειδή βλέπουμε ότι υπάρχει αύξηση κυρίως στα μηχανήματα και στις πρώτες ύλες, τι λέμε; Στο σύνολο του ποσού, το ποσό που θα πάρεις είναι το ίδιο αλλά αυτό που δικαιολογούσες για εξοπλισμό ή αυτό που δικαιολογούσες για υλικά αντί να σε μπλοκάρει η επιτροπή και να σου λέει: «μα το πλάνο σας έλεγε τόσο τοις εκατό εξοπλισμός, γιατί είναι 10% παραπάνω;», αυτό να γίνεται δεκτό.
Και δεν σας κρύβω ότι στο προτεινόμενό μας νομοσχέδιο για τις στρατηγικές επενδύσεις προτείνουμε και άρθρα που αυξάνουμε έτι περαιτέρω αυτό για να διευκολύνουμε τις επιχειρήσεις που τώρα κάνουν την επένδυσή τους ώστε να μην μπλοκάρει η επένδυση από την –εγώ θέλω να ευχηθώ και να εκτιμήσω– συγκυριακή αύξηση όλων αυτών των τιμών ώστε να μην χρειαστεί να περιμένουν, δηλαδή να επανέλθουν οι τιμές στα πρότερα επίπεδα ώστε να ταιριάζουν πάλι στο προηγούμενό τους επενδυτικό πλάνο.Περισσότερα στη δευτερολογία μου».
Δευτερολογία:
«Ενθαρρύνω απολύτως τα τραπεζικά ιδρύματα και θεωρώ και ακατανόητη την αδιαφορία τους να χρηματοδοτούν τα εγκεκριμένα από τον αναπτυξιακό νόμο προγράμματα επενδύσεων με όρους και διαδικασίες που θα επιλέξουν για να είναι εξασφαλισμένες αλλά με εξασφάλιση την ίδια την επιδότηση, αυτό εννοώ και όχι περαιτέρω εξασφάλιση καθώς τα χρήματα αυτά είναι απολύτως εγγυημένα από το κράτος.
Δεύτερον, εάν χρειαστεί να σχεδιάσουμε και ένα περαιτέρω εργαλείο μέσω της Αναπτυξιακής Τραπέζης ειδικά προσανατολισμένο σε αυτό, καλή ιδέα μου έρχεται από τη σημερινή μας συζήτηση, έχετε το λόγο μου να το διερευνήσουμε να το φτιάξουμε.
Θυμάστε ότι είχα κάνει μια δήλωση που την παρερμήνευσαν από την αξιωματική αντιπολίτευση και έπεσαν να με παρουσιάσουν περίπου ως «εχθρό» των μικρών επιχειρήσεων. Εμένα που εκπροσωπώ τις μικρές επιχειρήσεις.
Όμως με έχει απασχολήσει το εξής και σας το λέω ως άνθρωπο της πραγματικής δουλειάς: Με δική μου παρέμβαση όταν είδαμε ότι στα μεγάλα μας εγγυοδοτικά προγράμματα εξαντλούντο γρήγορα τα χρήματα στους μεγάλους πελάτες αλλά δεν πηγαίνανε οι τράπεζες στους μικρούς, με προσωπική μου απόφαση έβγαλα ένα πρόγραμμα 450 εκατομμυρίων ευρώ, όπου έβαλα όριο ότι το κάθε δάνειο δεν μπορούσε να είναι άνω των 50.000 ευρώ. Εγγυημένο στο 80%. Για να αναγκάσω τις τράπεζες αν θέλουν να πάρουν αυτά τα λεφτά να ασχοληθούν με τους μικρούς.
Κύριε συνάδελφε, οφείλω να σας το πω γιατί πρέπει να ξέρετε την αλήθεια: Ήταν μακράν το πιο αποτυχημένο πρόγραμμα της Αναπτυξιακής Τράπεζας. Δόθηκαν ούτε 1500 δάνεια.
Πριν από λίγες μέρες ψηφίσαμε στο Διοικητικό Συμβούλιο την αύξηση του ορίου από τις 50.000 στις 250.000 ευρώ για να μην κάθονται τα λεφτά. Δηλαδή ακόμα και με αυτή τη συνθήκη, πάλι δεν δόθηκαν τα δάνεια με το 80% εγγύηση και την πίεση να πάνε στους πολύ μικρούς.
Άρα, σας λέω ότι το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο από ότι νομίζουμε σε μια συζήτηση στη Βουλή. Για αυτό και άλλωστε ο νόμος που ψηφίσαμε για τη συνένωση των επιχειρήσεων και τα φορολογικά κίνητρα στοχεύει στην πραγματικότητα να δημιουργήσει επιχειρήσεις των οποίων ο όγκος θα τους επιτρέπει να παίρνουν τέτοιου είδους δάνεια ευκολότερα, ώστε να έχουμε πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην ελληνική οικονομία.
Σε κάθε περίπτωση θέλω να σας ευχαριστήσω, η ερώτησή σας απηχεί πραγματικό πρόβλημα σε πραγματικές συνθήκες και έχετε το λόγο μου ότι εργαζόμαστε όσο περισσότερο μπορούμε για αυτό».