Η μείωση της ζάχαρης στα συσκευασμένα τρόφιμα κατά 20% και στα ποτά, κατά 40%, θα μπορούσε να αποτρέψει 2,48 εκατομμύρια περιστατικά καρδιαγγειακής νόσου, 490.000 καρδιαγγειακούς θανάτους και 750.000 περιπτώσεις διαβήτη στις ΗΠΑ, αναφέρει νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Circulation.
Ερευνητές στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, τη Σχολή Friedman της Επιστήμης και Πολιτικής Διατροφής του Πανεπιστημίου Tufts, τη Σχολή Δημόσιας Υγείας T.H. Chan του Χάρβαρντ και το Τμήμα Υγείας και Ψυχικής Υγιεινής της Νέας Υόρκης, δημιούργησαν ένα μοντέλο για να προσομοιώσουν και να ποσοτικοποιήσουν τις επιπτώσεις στην υγεία, την οικονομία και την ισότητα, μιας ρεαλιστικής μείωσης της ζάχαρης, που προτείνει η Εθνική Πρωτοβουλία των ΗΠΑ για τη Μείωση του Αλατιού και της Ζάχαρης (NSSRI).
Το 2018, μια σύμπραξη περισσότερων από 100 τοπικών, πολιτειακών και εθνικών οργανισμών υγείας, δημοσίευσε τους στόχους για τη μείωση της ζάχαρης σε συσκευασμένα τρόφιμα και ποτά. Τον Φεβρουάριο, η σύμπραξη NSSRI οριστικοποίησε αυτούς τους στόχους, ελπίζοντας ότι η βιομηχανία θα δεσμευτεί εθελοντικά να αναμορφώσει σταδιακά τα προϊόντα της. Η εφαρμογή μιας εθνικής πολιτικής, ωστόσο, θα απαιτήσει την κυβερνητική υποστήριξη για την παρακολούθηση των εταιρειών καθώς εργάζονται προς την επίτευξη των στόχων και τη δημόσια αναφορά της προόδου τους.
«Ελπίζουμε ότι αυτή η μελέτη θα βοηθήσει να προωθηθεί η πρωτοβουλία για τη μείωση της ζάχαρης τα επόμενα χρόνια», λέει η Σίγι Σάνγκουαν, επικεφαλής συγγραφέας και επιμελήτρια στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης. «Η μείωση της περιεκτικότητας ζάχαρης στα τρόφιμα και ποτά, θα έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στην υγεία των Αμερικανών από άλλες πρωτοβουλίες, όπως η επιβολή φόρου ζάχαρης, η επισήμανση της περιεκτικότητας σε πρόσθετη ζάχαρη ή η απαγόρευση των ζαχαρούχων ποτών στα σχολεία».
Μετά από δέκα χρόνια από την εφαρμογή της πολιτικής NSSRI, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να εξοικονομήσουν 4,28 δισεκατομμύρια δολάρια σε υγειονομική περίθαλψη και 118,04 δισεκατομμύρια δολάρια κατά τη διάρκεια της ζωής του σημερινού ενήλικου πληθυσμού (ηλικίας 35 έως 79 ετών), σύμφωνα με το μοντέλο. Εάν προσθέσουμε το κοινωνικό κόστος της χαμένης παραγωγικότητας των Αμερικανών που αναπτύσσουν ασθένειες από την υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης, η συνολική εξοικονόμηση κόστους από τη συγκεκριμένη πολιτική, ανέρχεται στα 160,88 δισεκατομμύρια δολάρια. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι υπολογισμοί αυτοί είναι συντηρητικοί και το οφέλος στην οικονομία και την υγεία, ενδέχεται να είναι ακόμη μεγαλύτερο. Η μελέτη κατέδειξε επίσης ότι ακόμη και η μερική συμμόρφωση της βιομηχανίας με την πολιτική αυτή, θα μπορούσε να αποφέρει σημαντικά οφέλη. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η πολιτική αυτή έγινε οικονομικά αποδοτική στα έξι χρόνια.
Οι προσπάθειες αναδιαμόρφωσης των προϊόντων έχουν αποδειχθεί επιτυχείς στη μείωση άλλων επιβλαβών θρεπτικών συστατικών, όπως τα τρανς λιπαρά και το νάτριο. Οι ΗΠΑ, ωστόσο, υστερούν σε σχέση με άλλες χώρες στην εφαρμογή ισχυρών πολιτικών μείωσης της ζάχαρης, με χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Νορβηγία και η Σιγκαπούρη να πρωτοστατούν στις προσπάθειες. «Η πολιτική της NSSRI είναι μακράν η πιο προσεκτικά σχεδιασμένη και ολοκληρωμένη, αλλά και εφικτή πρωτοβουλία μείωσης της ζάχαρης στον κόσμο», τονίζει η ερευνήτρια.
Η κατανάλωση ζαχαρούχων τροφίμων και ποτών συνδέεται στενά με την παχυσαρκία και ασθένειες όπως ο διαβήτης τύπου 2 και τα καρδιαγγειακά νοσήματα, την κύρια αιτία θνησιμότητας στις ΗΠΑ. Περισσότεροι από δύο στους πέντε Αμερικανούς ενήλικες είναι παχύσαρκοι, ένας στους δύο έχει διαβήτη ή προδιαβήτη και σχεδόν ένας στους δύο έχει καρδιαγγειακά νοσήματα, με τα άτομα από ομάδες χαμηλότερου εισοδήματος να επιβαρύνονται δυσανάλογα.
«Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι ήρθε η ώρα να εφαρμοστεί ένα εθνικό πρόγραμμα με εθελοντικούς στόχους μείωσης της ζάχαρης, το οποίο θα επιφέρει σημαντικές βελτιώσεις στην υγεία, τις ανισότητες στην υγεία και τις δαπάνες, σε λιγότερο από μια δεκαετία», λέει ο Ντάριους Μοτζαφαριάν, συν-συγγραφέας και πρύτανης της Σχολής Επιστήμης & Πολιτικής της Διατροφής Friedman στο Πανεπιστήμιο Tufts της Βοστώνης.
ΠΗΓΗ:ertnews.gr