Οι λειτουργικές συνθήκες των εταιρειών του ελληνικού μεταποιητικού τομέα βελτιώθηκαν οριακά κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της έρευνας PMI από την S&P Global.
Συγκεκριμένα, ο εποχικά προσαρμοσμένος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της S&P Global για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index – PMI) έκλεισε στις 50,8 μονάδες τον Οκτώβριο, τιμή ελαφρώς υψηλότερη από τις 50,3 μονάδες του Σεπτεμβρίου, υποδεικνύοντας οριακή αλλά εντονότερη βελτίωση της υγείας του τομέα. Ωστόσο, ο ρυθμός αύξησης ήταν ο δεύτερος βραδύτερος που έχει καταγραφεί στην τρέχουσα περίοδο εννέα μηνών συνεχούς βελτίωσης.
Την άνοδο του κύριου δείκτη υποστήριξε, σύμφωνα με την S&P Global, η εντονότερη αύξηση της παραγωγής κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου. Ο ρυθμός αύξησης επιταχύνθηκε στον δεύτερο ταχύτερο που έχει καταγραφεί από τον Μάρτιο λόγω της ταχύτερης αύξησης των νέων παραγγελιών και των αναφορών, στο πλαίσιο της έρευνας, για την επιστροφή ορισμένων εταιρειών σε λειτουργία μετά από τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Παρότι ο ρυθμός αύξησης των νέων παραγγελιών ενισχύθηκε, ήταν σχετικά ήπιος στο πλαίσιο του διαστήματος των εννέα μηνών συνεχούς αύξησης. Η αύξηση των νέων εργασιών ήταν σε γενικές γραμμές οριακή, καθώς οι Έλληνες κατασκευαστές απέδωσαν την άνοδο στις βελτιωμένες συνθήκες ζήτησης.
Παρ’ όλα αυτά, οι συνολικές νέες πωλήσεις επηρεάστηκαν αρνητικά από τη δεύτερη συνεχή μείωση των νέων παραγγελιών εξαγωγών. Η πτώση ήταν μόλις οριακή, ωστόσο, σύμφωνα με αναφορές στο πλαίσιο της έρευνας, ήταν ενδεικτική της υποτονικής ζήτησης από τους πελάτες του εξωτερικού, λόγω των δυσμενών χρηματοοικονομικών συνθηκών στις βασικές αγορές εξαγωγών.
Παρά την αύξηση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης και τη βελτίωση των προσδοκιών σχετικά με την παραγωγή μέσα στο επόμενο έτος, οι εταιρείες μείωσαν τον αριθμό των εργαζομένων τους για πρώτη φορά από τον Ιανουάριο. Επιπλέον, ο ρυθμός μείωσης των θέσεων εργασίας ήταν ο ταχύτερος που έχει καταγραφεί από το τέλος του 2020. Τα μειωμένα επίπεδα απασχόλησης οφείλονταν εν μέρει στην πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα των εταιρειών, καθώς οι αδιεκπεραίωτες εργασίες υποχώρησαν με επιταχυνόμενο ρυθμό.
Η μείωση των εργασιών σε εκκρεμότητα ήταν σε γενικές γραμμές έντονη και η δριμύτερη που έχει καταγραφεί σε διάστημα εννέα μηνών. Σύμφωνα με αναφορές, οι εταιρείες ήταν σε θέση να επεξεργαστούν έγκαιρα τις νέες παραγγελίες. Παράλληλα, οι ρυθμοί αύξησης των τιμών εισροών και εκροών αυξήθηκαν τον Οκτώβριο. Οι Έλληνες κατασκευαστές κατέγραψαν ταχύτερη αύξηση των επιβαρύνσεων κόστους, λόγω των υψηλότερων τιμών ενέργειας και πρώτων υλών.
Ορισμένες εταιρείες ανέφεραν στο πλαίσιο της έρευνας, ότι τα πρόσφατα ακραία καιρικά φαινόμενα ώθησαν προς τα πάνω τις τιμές ορισμένων εξαρτημάτων. Η άνοδος των λειτουργικών δαπανών ήταν σε γενικές γραμμές έντονη και η δριμύτερη που έχει καταγραφεί από τον Ιανουάριο.
Οι εταιρείες προσπάθησαν με τη σειρά τους να μετακυλίσουν το υψηλότερο κόστος στους πελάτες, μέσω της ταχύτερης αύξησης των τιμών πώλησης. Η αύξηση των χρεώσεων ήταν η ταχύτερη που έχει καταγραφεί από τον Μάρτιο και δριμύτερη από τον επί μακρόν μέσο όρο που καταγράφεται στην ιστορία της έρευνας.
Τα αποθέματα των ετοίμων προϊόντων και προμηθειών υποχώρησαν περαιτέρω και με έντονο ρυθμό στο ξεκίνημα του τέταρτου τριμήνου. Τα τρέχοντα αποθέματα εισροών χρησιμοποιήθηκαν για τη συμπλήρωση της παραγωγής, καθώς οι εταιρείες αύξησαν την αγοραστική τους δραστηριότητα ως ανταπόκριση στην εντονότερη αύξηση της παραγωγής και λόγω της εκ νέου βελτιωμένης απόδοσης των προμηθευτών. Οι χρόνοι παράδοσης προμηθειών μειώθηκαν για πρώτη φορά σε διάστημα πέντε μηνών, μολονότι μόνο οριακά. Οι ανησυχίες σχετικά με την αλυσίδα εφοδιασμού μετά τα πρόσφατα καιρικά φαινόμενα και οι συνθήκες υποτονικής ζήτησης επηρέασαν αρνητικά την επιχειρηματική εμπιστοσύνη τον Σεπτέμβριο, καθώς οι προσδοκίες σχετικά με τις προοπτικές για την παραγωγή μέσα στο επόμενο έτος υποχώρησαν σε χαμηλό δέκα μηνών.