Κατά τη διάρκεια της μνημονιακής κρίσης, η Γαλλία συνέβαλε σε πολλές περιπτώσεις στο να προχωρήσουν οι συμφωνίες διάσωσης της Ελλάδας και αποφυγής της χρεοκοπίας. Έγινε δε απευθείας δανειστής της χώρας και μάλιστα από τους μεγαλύτερους καθώς τα δάνεια που χορηγήθηκαν στην Ελλάδα «μοιράστηκαν» με βάση το ποσοστό συμμετοχής της κάθε χώρας στην Ευρωζώνη. Τα έφερε έτσι η ζωή ώστε πλέον ο δανειζόμενος (η Ελλάδα) να δανείζεται από τις αγορές με χαμηλότερο κόστος από τον δανειστή του. Αν σήμερα η Ελλάδα έβγαινε με ένα 5ετές ομόλογο στις αγορές (σ.σ δεν θα το κάνει γιατί πλέον στα ταμεία υπάρχουν διαθέσιμα κοντά στα 40 δις. ευρώ) το πιθανότερο είναι ότι θα δανειζόταν με χαμηλότερο επιτόκιο συγκριτικά με τη Γαλλία. Στο 2,37% είναι το ελληνικό 5ετές (και στο 3,1% το 10ετές) όταν το αντίστοιχο γαλλικό είναι πάνω από το 2,4%.
Γιατί οι αγορές αξιολογούν ότι ο δανειζόμενος πρέπει να δανείζεται με χαμηλότερο επιτόκιο από τον δανειστή τουλάχιστον σε βραχυχρόνιο ορίζοντα; Διότι ο δανειζόμενος στην παρούσα φάση, έχει τακτοποιήσει τα δημοσιονομικά του, παράγει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και οι ετήσιες χρηματοδοτικές του ανάγκες είναι πολύ χαμηλότερες συγκριτικά με αυτές του δανειστή. Ο τελευταίος μάλιστα, πρωταγωνιστεί και σήμερα στα διεθνή δίκτυα ενημέρωσης καθώς με δεδομένο ότι έχουν ενεργοποιηθεί εναντίον του οι διαδικασίες του υπερβολικού ελλείμματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καλείται να επιβάλλει πρόσθετους φόρους για να κλείσει τις τρύπες. Προς το παρόν, η γαλλική κυβέρνηση εμφανίζεται καθησυχαστική υποστηρίζοντας ότι θα επιβαρυνθούν οι μεγαλύτερες γαλλικές επιχειρήσεις και οι πολύ πλούσιοι με εισοδήματα άνω των 500.000 ευρώ. Θα είναι αυτό αρκετό; Θα δείξει. Αυτό πάντως που επιβεβαιώνεται για ακόμη μια φορά είναι από την αντίδραση των αγορών δεν ξεφεύγει κανείς. Ούτε η δεύτερη σε μέγεθος οικονομία της Ευρωζώνης.