Σχεδόν τρεις στις τέσσερις εφοδιαστικές αλυσίδες (72%) έπληξε η πανδημία με μόλις 11% των επιχειρήσεων να δηλώνουν ότι παρατήρησαν θετικά αποτελέσματα, σύμφωνα με τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας της EY. Η έρευνα κατέγραψε τις απόψεις 200 ανωτάτων στελεχών από επιχειρήσεις με έσοδα άνω του 1 δισ. δολ. στους κλάδους των καταναλωτικών προϊόντων, της λιανικής, των βιοεπιστημών, των βιομηχανικών προϊόντων, της αυτοκινητοβιομηχανίας και της προηγμένης τεχνολογίας, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Σύμφωνα με την έρευνα, πάνω από τις μισές επιχειρήσεις (57%) αντιμετώπισαν λειτουργικές διαταραχές κατά μήκος της εφοδιαστικής τους αλυσίδας, με κυρίως πληττόμενους, τους κλάδους της λιανικής (74%), των βιομηχανικών προϊόντων (82%), αλλά και της αυτοκινητοβιομηχανίας, όπου και οι 23 εταιρείες του κλάδου που συμμετείχαν στην έρευνα, δήλωσαν ότι η εφοδιαστική τους αλυσίδα επηρεάστηκε αρνητικά.
Μεταξύ των αρνητικών επιπτώσεων, περιλαμβάνονται η μείωση της παραγωγικότητας (69%), η αδυναμία επίτευξης αναπτυξιακών στόχων (64%) και η μείωση των εσόδων (61%). Παρόλα αυτά, ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί το εύρημα ότι οι εταιρείες που βίωσαν αρνητικές επιπτώσεις, παρέμειναν προσηλωμένες στον ψηφιακό μετασχηματισμό τους, με 92% να συνεχίζουν απρόσκοπτα τις τεχνολογικές τους επενδύσεις.
Αντίθετα, οι επιχειρήσεις που εμφανίζονται ωφελημένες, προέρχονται κυρίως από τον κλάδο των βιοεπιστημών, με 14 από τις 44 επιχειρήσεις του κλάδου να αναφέρουν θετικές επιδράσεις στην απόδοσή τους και 74% να δηλώνουν ότι συνέχισαν ομαλά τη λειτουργία τους. Οι θετικές αυτές επιδράσεις, περιλαμβάνουν, κυρίως, την αύξηση της ζήτησης από την πλευρά των καταναλωτών (71%), την ενισχυμένη ευελιξία (67%), αλλά και την αυξημένη παραγωγικότητα (57%).
Ο βαθμός ετοιμότητας των επιχειρήσεων, αποτέλεσε κρίσιμο παράγοντα για τη διαχείριση των επιπτώσεων της πανδημίας, με μόλις 2% να απαντούν ότι είχαν προετοιμάσει επαρκώς την εφοδιαστική τους αλυσίδα για ανάλογες διαταραχές.
Τέλος, το μέγεθος των επιχειρήσεων επηρέασε τη δυνατότητά τους ως προς τη διαχείριση των λειτουργικών διαταραχών, με τις μεγαλύτερες να αναφέρουν ότι δεν αντιμετώπισαν ισχυρές διαταραχές ή διαταραχές μέτριας έντασης (26%, έναντι 57% του συνολικού δείγματος). Παράλληλα, τρεις στις τέσσερις επιχειρήσεις που βίωσαν διαταραχές, σχεδιάζουν να αναπροσαρμόσουν τη στρατηγική και το μοντέλο λειτουργίας των εφοδιαστικών τους αλυσίδων, ενώ, ακόμα και οι επιχειρήσεις που επηρεάστηκαν σε μικρότερο βαθμό, σκέφτονται να ενισχύσουν τις επενδύσεις τους σε τεχνολογία.
Όσον αφορά τις προοπτικές των εφοδιαστικών αλυσίδων για το άμεσο μέλλον, η ορατότητα αναδεικνύεται ως πρωταρχική προτεραιότητα για τους επόμενους 12-36 μήνες, και ως μία από τις τρεις πιο σημαντικές προτεραιότητες αυτή την χρονιά, σε συνδυασμό με την αύξηση της αποτελεσματικότητας και τη διατήρηση / επανακατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού. Επίσης, 60% των επιχειρήσεων υποστηρίζουν ότι η πανδημία ενίσχυσε τη στρατηγική σημασία των εφοδιαστικών αλυσίδων, ενώ οι μισές εξετάζουν τον επαναπροσδιορισμό της στρατηγικής τους για την εφοδιαστική αλυσίδα.
Αξίζει να αναφερθεί ότι οι επενδύσεις σε τεχνολογίες, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη και η μηχανική μάθηση (machinelearning), ενισχύονται, ενώ προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις δεν εξετάζουν τη χρήση καινοτόμων νέων τεχνολογιών, όπως η τρισδιάστατη εκτύπωση, τα drones και οι τεχνολογίες προσομοίωσης (π.χ. digital twin).
Παράλληλα, ανάμεσα στις σημαντικές αλλαγές που επίκεινται για τις εφοδιαστικές αλυσίδες, περιλαμβάνεται και η αυξημένη εστίαση σε ζητήματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και διακυβέρνησης (Environmental, Social and Governance -ESG), αλλά και στους τρόπους μετριασμού των κινδύνων κατά μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας, όπως η διαφοροποίηση των προμηθευτών και η προτεραιοποίησητης in-house παραγωγής.
Τέλος, η έρευνα αναδεικνύει την πεποίθηση των επικεφαλής των λειτουργιών εφοδιαστικής αλυσίδας, ότι η πανδημία θα επιφέρει την επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού (64%) και την εδραίωση της αυτονομίας των εφοδιαστικών αλυσίδων (52%), μέχρι το 2025. Αναφορικά με την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών, το 59% των επιχειρήσεων έχουν δρομολογήσει πιλοτικές δοκιμές χρήσης της μηχανικής μάθησης ή της Τεχνητής Νοημοσύνης, με ένα 36% να βρίσκονται σε φάση σχεδιασμού των επενδύσεών τους.