Την Παρασκευή 7 Ιουνίου 2024 η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) ανακοίνωσε τους εθνικούς λογαριασμούς του α’ τριμήνου 2024.
Όπως επισημαίνει η Eurobank στην τακτική της έκδοση για την οικονομία, ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή η ποσοστιαία μεταβολή του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), διαμορφώθηκε στο 0,7% σε τριμηνιαία βάση και στο 2,1% σε ετήσια βάση, παρουσιάζοντας αύξηση σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο (0,3% QoQ και 1,3% YoY). Επιπρόσθετα, αποδείχτηκε υψηλότερος από τη μέση εκτίμηση της αγοράς, η οποία τοποθετούσε την ανάπτυξη του α’ τριμήνου στο 0,5% QoQ και 1,7% YoY. Στο παρόν τεύχος του δελτίου 7 Ημέρες Οικονομία η τράπεζα αναλύει τα εν λόγω αποτελέσματα και συγκρίνουμε την επίδοση της ελληνικής οικονομίας με τις αντίστοιχες των χωρών της Ευρωζώνης.
- Συνεχίστηκε η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης το α’ τρίμηνο 2024
Η ελληνική οικονομία συνέχισε να μεγεθύνεται με υψηλότερο ρυθμό έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης το α’ τρίμηνο 2024 (0,7% QoQ / 2,1% YoY vs. 0,3% QoQ / 0,4% YoY) με αποτέλεσμα το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα να ξεπεράσει κατά 7,3% τα προ πανδημίας επίπεδα έναντι 3,4% στην Ευρωζώνη (βλέπε Σχήμα 1). Όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερα τεύχη του δελτίου 7 Ημέρες Οικονομία αυτό είναι το ελάχιστο που θα πρέπει να πετυχαίνει για πολλά χρόνια η ελληνική οικονομία έτσι ώστε να μειώσει τη διαφορά που τη χωρίζει από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ (στο 64,4% του μέσου όρου της Ευρωζώνης το 2023 σε μονάδες ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης).
Ανάμεσα στις 20 χώρες της Ευρωζώνης, η Μάλτα σημείωσε τον υψηλότερο ρυθμό μεγέθυνσης σε τριμηνιαία βάση το α’ τρίμηνο 2024 (1,3%, βλέπε Σχήμα 2.1) και ακολούθησαν (εξαιρουμένων των οικονομιών της Ιρλανδίας και του Λουξεμβούργου): Κύπρος (1,2%), Κροατία (1,0%), Λετονία (0,9%), Πορτογαλία (0,8%), Λιθουανία (0,8%), Ελλάδα (0,7%), Ισπανία (0,7%), Σλοβακία (0,7%), Ιταλία (0,3%), Βέλγιο (0,3%), Ευρωζώνη (0,3%), Γερμανία (0,2%), Αυστρία (0,2%), Φινλανδία (0,2%), Γαλλία (0,2%), Σλοβενία (0,0%), Ολλανδία (-0,1%) και Εσθονία (-0,5%). Η Μάλτα κατέγραψε και τον υψηλότερο ρυθμό μεγέθυνσης σε ετήσια βάση το α’ τρίμηνο 2024 (4,6%, βλέπε Σχήμα 2.2) και ακολούθησαν (εξαιρουμένων των οικονομιών της Ιρλανδίας και του Λουξεμβούργου): Κροατία (3,9%), Κύπρος (3,4%), Λιθουανία (2,9%), Σλοβακία (2,7%), Ισπανία (2,4%), Ελλάδα (2,1%), Σλοβενία (1,8%), Πορτογαλία (1,5%), Βέλγιο (1,3%), Γαλλία (1,3%), Λετονία (0,9%), Ιταλία (0,7%), Ευρωζώνη (0,4%), Γερμανία (-0,2%), Ολλανδία (-0,5%), Φινλανδία (-1,1%), Αυστρία (-1,3%) και Εσθονία (-2,1%). Συνεπώς, οι οικονομίες κυρίως της νότιας Ευρώπης συνέχισαν να αναπτύσσονται ταχύτερα έναντι των οικονομιών της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης.
- Η ιδιωτική κατανάλωση παρουσίασε ανθεκτικότητα και οι επενδύσεις παγίων ενισχύθηκαν, ωστόσο οι εξαγωγές παρέμειναν σε καθοδική τροχιά το α’ τρίμηνο 2024
Βάσει της προσέγγισης της δαπάνης το ΑΕΠ ισούται με το άθροισμα της ιδιωτικής και της δημόσιας κατανάλωσης, των ιδιωτικών και των δημόσιων επενδύσεων (πάγια και μεταβολή αποθεμάτων) και των καθαρών εξαγωγών. Οι καθαρές εξαγωγές ισούνται με τη διαφορά ανάμεσα στις εξαγωγές και τις εισαγωγές. Η τελευταία μεταβλητή, ήτοι των εισαγωγών, εισέρχεται αφαιρετικά στον υπολογισμό του ΑΕΠ καθότι αποτελεί δαπάνη για αγαθά και υπηρεσίες που παρήχθησαν στην αλλοδαπή, δηλαδή που δεν αποτελούν μέρος της εγχώριας παραγωγής, οπότε και του ΑΕΠ.
Στα Σχήματα από 3.1 έως 3.4 παρουσιάζουμε την εξέλιξη των παραπάνω μεταβλητών από το α’ τρίμηνο 2019 μέχρι το α’ τρίμηνο 2024. Σε ό,τι αφορά τις συνιστώσες της εγχώριας ζήτησης παρατηρούμε τα εξής (βλέπε Σχήματα 3.1 και 3.2):
1ον, η ιδιωτική κατανάλωση, η συνιστώσα με το μεγαλύτερο μερίδιο στο ΑΕΠ, παρουσίασε ανθεκτικότητα στο υψηλό επίπεδο των τιμών και των επιτοκίων, σημειώνοντας ρυθμό μεταβολής 0,2% QoQ / 2,2% ΥοΥ το α’ τρίμηνο 2024 από 1,5% QoQ / 2,0% ΥοΥ το δ’ τρίμηνο 2023. Η ακούσια και η εκούσια αποταμίευση (involuntary and voluntary savings) κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών έναντι της ενεργειακής κρίσης και τα θετικά στοιχεία της αγοράς εργασίας ενίσχυσαν την ιδιωτική κατανάλωση στη μεταπανδημική περίοδο. Σήμερα, κεντρικό ρόλο για την άνοδο των καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών λαμβάνουν η ενίσχυση της απασχόλησης και των ονομαστικών μισθών ανά απασχολούμενο (το σύνολο των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας αυξήθηκε κατά 5,6% YoY το α’ τρίμηνο 2024).
2ον, οι επενδύσεις παγίων, ήτοι η μεταβλητή με τη θεμελιώδη για την οικονομία διττή ιδιότητα της αύξησης της ζήτησης στο παρόν και της διεύρυνσης των παραγωγικών δυνατοτήτων στο μέλλον, μετά από 4 συνεχή τρίμηνα καθοδικής τροχιάς ενισχύθηκαν κατά 7,1% QoQ / 2,9% ΥοΥ το α’ τρίμηνο 2024 από -2,2% QoQ / -5,5% ΥοΥ το δ’ τρίμηνο 2023. Από τις 7 βασικές κατηγορίες κεφαλαιουχικών αγαθών σε 3 σημειώθηκε επέκταση (άλλες κατασκευές 0,5%, εξοπλισμός τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνίας 17,7% και μηχανολογικός εξοπλισμός και οπλικά συστήματα 2,2%) και σε 4 κάμψη (κατοικίες -2,9%, αγροτικά προϊόντα -4,3%, μεταφορικός εξοπλισμός -7,7% και άλλα προϊόντα -0,4%). Για να επαληθευτεί η εκτίμηση του Προγράμματος Σταθερότητας 2024 για αύξηση των επενδύσεων παγίων κατά 9,1% το 2024 από 4,0% το 2023, θα πρέπει κατά μέσο όρο ο τριμηνιαίος ρυθμός μεταβολής να διαμορφωθεί στο 3,0% τα επόμενα 3 τρίμηνα ή ισοδύναμα 11,4% σε ετήσια βάση.
3ον, η δημόσια κατανάλωση κινήθηκε έντονα καθοδικά με ρυθμό -2,7% QoQ / -4,0% ΥοΥ το α’ τρίμηνο 2024 από 1,8% QoQ / 1,9% ΥοΥ το δ’ τρίμηνο 2023.
Σε ό,τι αφορά τον εξωτερικό τομέα της ελληνικής οικονομίας, τα αποτελέσματα είχαν ως ακολούθως (βλέπε Σχήματα 4.1 και 4.2):
1ον, οι εξαγωγές, δηλαδή το σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται στην ελληνική οικονομία αλλά αγοράζονται από φορείς (νοικοκυριά, επιχειρήσεις και κυβερνήσεις) της αλλοδαπής, μειώθηκαν κατά 2,4% QoQ / 5,7% ΥοΥ το α’ τρίμηνο 2024 από -0,7% QoQ / 1,6% ΥοΥ το δ’ τρίμηνο 2023. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το σύνολο των εξαγωγών ακολουθεί καθοδική τροχιά τα 4 τελευταία τρίμηνα. Αυτή η επίδοση αντανακλά τη μέση μείωση των εξαγωγών αγαθών κατά 2,2% QoQ και τη σχετικά ήπια μέση ετήσια αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών κατά 0,4% QoQ. Η στασιμότητα των οικονομιών που αποτελούν σημαντικούς εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας (π.χ. Ευρωζώνη) και η όξυνση της γεωπολιτικής αβεβαιότητας ασκούν αρνητικές επιδράσεις στις εξαγωγές.
Στοιχεία για τις επί μέρους κατηγορίες των εξαγωγών αγαθών σε εποχικά διορθωμένους όρους και σε σταθερές τιμές δεν ανακοινώνονται από την ΕΛΣΤΑΤ. Παρά ταύτα, χρησιμοποιώντας τις παρατηρήσεις των εμπορευματικών συναλλαγών (μη εποχικά διορθωμένα στοιχεία και σε τρέχουσες τιμές) παρατηρούμε ότι οι εξαγωγές αγαθών όπως τα λάδια και λίπη ζωικής ή φυτικής προέλευσης, τα χημικά προϊόντα και συναφή, τα βιομηχανικά είδη ταξινομημένα κυρίως κατά πρώτη ύλη και τα μηχανήματα και υλικό μεταφορών, κινήθηκαν εντόνως καθοδικά σε ετήσια βάση το α’ τρίμηνο 2024.
2ον, οι εισαγωγές, δηλαδή το σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται στην αλλοδαπή αλλά αγοράζονται από φορείς της εγχώριας οικονομίας, σημείωσαν ρυθμό μεταβολής -0,6% QoQ / 3,1% ΥοΥ το α’ τρίμηνο 2024 από 0,9% QoQ / 0,0% ΥοΥ το δ’ τρίμηνο 2023. Τα τελευταία 4 τρίμηνα, δηλαδή την περίοδο που οι εξαγωγές παρουσιάζουν κάμψη, οι εισαγωγές καταγράφουν μέση τριμηνιαία αύξηση κατά 0,8% (0,6% στα αγαθά και 1,2% στις υπηρεσίες). Σύμφωνα με τα στοιχεία του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ), η αύξηση των εισαγωγών αγαθών προέρχεται από την κατηγορία των προϊόντων εκτός καυσίμων και πλοίων.
- Η γεωργία, η βιομηχανία, οι κατασκευές και οι υπηρεσίες των τεχνών, διασκέδασης και ψυχαγωγίας σημείωσαν αύξηση σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας το α’ τρίμηνο 2024
Βάσει της προσέγγισης της παραγωγής το ΑΕΠ ισούται με το άθροισμα της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας που παράγεται στους επί μέρους κλάδους της οικονομίας. Όπως η προσέγγιση της δαπάνης μετρά το ΑΕΠ από την πλευρά της ζήτησης, η προσέγγιση της παραγωγής μετρά το ΑΕΠ από την πλευρά της προσφοράς. Η εν λόγω μέθοδος αποκαλύπτει τη σύνθεση της παραγωγής μιας οικονομίας.
Από τους 10 συγκεντρωτικούς κλάδους οικονομικών δραστηριοτήτων για τους οποίους ανακοινώνονται στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ, σε 7 η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία αυξήθηκε σε τριμηνιαία βάση το α’ τρίμηνο 2024 και σε 3 μειώθηκε (βλέπε Σχήματα 5.1 έως 5.3). Η υψηλότερη άνοδος σημειώθηκε στις κατασκευές (7,0%) και ακολούθησαν: γεωργία, δασοκομία και αλιεία (6,3%), τέχνες, διασκέδαση και ψυχαγωγία (5,6%), βιομηχανία (1,9%), εμπόριο, μεταφορές, αποθήκευση, καταλύματα και εστίαση (0,6%), επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες, διοικητικές και υποστηρικτικές δραστηριότητες (0,6%) και διαχείριση ακίνητης περιουσίας (0,1%). Η υψηλότερη κάμψη σημειώθηκε στις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες (-18,8%) και ακολούθησαν: ενημέρωση και επικοινωνία (-1,5%) και δημόσια διοίκηση και άμυνα, υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, εκπαίδευση, δραστηριότητες σχετικές με την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική μέριμνα (-0,7%).
Εν κατακλείδι, η ελληνική οικονομία παρέμεινε σε φάση επέκτασης το α’ τρίμηνο 2024. Ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης ενισχύθηκε στο 0,7% QoQ / 2,1% YoY από 0,3% QoQ / 1,3% YoY το δ’ τρίμηνο 2023 και ήταν υψηλότερος τόσο σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης όσο και σε σχέση με τη μέση εκτίμηση της αγοράς. Η καταναλωτική δαπάνη, στηριζόμενη στα θετικά στοιχεία της αγοράς εργασίας, αποδείχτηκε ανθεκτική στις πιέσεις των τιμών και των επιτοκίων, οι επενδύσεις παγίων αυξήθηκαν για πρώτη φορά μετά από 4 τρίμηνα καθοδικής τροχιάς, ενώ οι εξαγωγές, επηρεαζόμενες ίσως από τη στασιμότητα των εμπορικών εταίρων της Ελλάδας και από την όξυνσης της γεωπολιτικής αβεβαιότητας κινήθηκαν πτωτικά για 4 τρίμηνο στη σειρά. Από την πλευρά της προσφοράς, οι κλάδοι της γεωργίας, της βιομηχανίας, των κατασκευών, των καταλυμάτων και εστίασης, των επαγγελματικών υπηρεσιών και των τεχνών, διασκέδασης και ψυχαγωγίας, είχαν θετική συνεισφορά στην αύξηση του ΑΕΠ το α’ τρίμηνο 2024. Οι εθνικοί λογαριασμοί του β’ τριμήνου 2024 είναι προγραμματισμένο να ανακοινωθούν από την ΕΛΣΤΑΤ στις 6 Σεπτεμβρίου 2024. Η ανθεκτικότητα της καταναλωτικής δαπάνης, η συνέχιση της αύξησης των επενδύσεων παγίων και η αντιστροφή της καθοδικής πορείας των εξαγωγών θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό το κατά πόσο η ελληνική οικονομία θα επαληθεύσει τις τρέχουσες προβλέψεις επίσημων οργανισμών που κατά μέσο όρο τοποθετούν την ανάπτυξη το 2024 λίγο πιο πάνω από το 2,0%.