Την ισχυρή άνοδο που κατέγραψε ο δείκτης PMI μεταποίησης της S&P global για την Ελλάδα στις αρχές του 2024 (Ιαν-24), αντανακλώντας τις υψηλές αυξήσεις στην παραγωγή, τις νέες παραγγελίες και την απασχόληση των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα, αναλύει στην εβδομαδιαία ανάλυσή της “7 Ημέρες Οικονομία” η Eurobank.
Όπως σημειώνει η τράπεζα, διαμορφώθηκε στις 54,7 μονάδες (υψηλό 21 μηνών), από 51,3 μονάδες τον Δεκ-23 και 49,2 μονάδες τον Ιαν-23. Επιπρόσθετα, παρέμεινε άνω του ορίου βελτίωσης-χειροτέρευσης των λειτουργικών συνθηκών, δηλαδή άνω των 50 μονάδων, για 12ο μήνα στη σειρά, υπερβαίνοντας κατά πολύ την τιμή του αντίστοιχου δείκτη στην Ευρωζώνη (46,6 μονάδες).
Αυτό το αποτέλεσμα αναδεικνύει σε έναν βαθμό ότι τουλάχιστον προς το παρόν ο κλάδος της μεταποίησης στην Ελλάδα παρουσιάζει μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε σχέση με την Ευρωζώνη στις διαταραχές της ενεργειακής κρίσης, του υψηλού κόστους χρηματοδότησης και της γεωπολιτικής αβεβαιότητας, στοιχείο που αποτυπώνεται και στην υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας έναντι της Ευρωζώνης σε όρους πραγματικού ρυθμού μεγέθυνσης (2,2% vs. 0,6% στο 9μηνο Ιαν-Σεπ-23).
Σύμφωνα με το δελτίο τύπου της S&P Global, o παράγοντας που οδήγησε στην υψηλή άνοδο του δείκτη PMI μεταποίησης τον Ιαν-24 ήταν η αύξηση των νέων πωλήσεων και των νέων παραγγελιών από πελάτες του εσωτερικού και του εξωτερικού (αγορές Ευρώπης, Ασίας και Μέσης Ανατολής), δηλαδή η ενίσχυση της εγχώριας και της εξωτερικής ζήτησης, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να αυξήσουν την παραγωγή τους προβαίνοντας παράλληλα και σε προσλήψεις εργαζομένων. Θετική συμβολή στην εν λόγω εξέλιξη είχε και η βελτίωση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης στο υψηλότερο επίπεδο από τον Φεβ-20, ήτοι έναν μήνα πριν το πρώτο lockdown εξαιτίας του COVID-19. Ωστόσο, η έρευνα του Ιαν-24 είχε και αρνητικά αποτελέσματα, όπως η επιμήκυνση του χρόνου παράδοσης προμηθειών και η αύξηση του κόστους μεταφοράς και αποστολής προϊόντων λόγω των εντάσεων στον εμπορικό διάδρομο της Ερυθράς Θάλασσας. Αυτό το στοιχείο αποτελεί έναν δυνητικό καθοδικό κίνδυνο για την παραγωγή στη μεταποίηση και έναν ανοδικό κίνδυνο για τις τιμές χρέωσης στους πελάτες.
Παράλληλα με την ενίσχυση του δείκτη PMI μεταποίησης τον Ιαν-24, καταγράφηκε και βελτίωση του δείκτη οικονομικού κλίματος που κατασκευάζει το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). Ο δείκτης οικονομικού κλίματος αυξήθηκε στις 107,2 μονάδες (96,2 μονάδες στην Ευρωζώνη), από 105,8 μονάδες τον Δεκ-23 και 105,7 μονάδες τον Ιαν-23. Ήταν η πρώτη εμφανής βελτίωση μετά τις πλημμύρες στη Θεσσαλία (Σεπ-23) και την έναρξη των εχθροπραξιών στη Μέση Ανατολή. Παρά ταύτα, ο δείκτης οικονομικού κλίματος παρέμεινε σε αρκετά χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με το υψηλό 18 μηνών του Αυγ-23 (111,4 μονάδες). Σε ό,τι αφορά τους επί μέρους δείκτες εμπιστοσύνης, ανοδικά κινήθηκαν οι τομείς της βιομηχανίας και των κατασκευών, ενώ καθοδικά κινήθηκαν οι τομείς των υπηρεσιών, των καταναλωτών και του λιανικού εμπορίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δείκτης εμπιστοσύνης στις κατασκευές, παρά τις ισχυρές διακυμάνσεις που παρουσιάζει στη μεταπανδημική περίοδο ακολουθεί ανοδική τάση, ενώ η τιμή που έλαβε τον Ιαν-24 ήταν η υψηλότερη από τον Απρ-00. Όπως και τότε, δηλαδή στις αρχές της δεκαετίας του 2000, έτσι και σήμερα βρίσκονται εν εξελίξει μεγάλα έργα στον κλάδο των κατασκευών.
Τέλος, σε άλλα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν την περασμένη εβδομάδα για την ελληνική οικονομία, το εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 9,2% του εργατικού δυναμικού τον Δεκ-23, από 12,2% τον Δεκ-22, ήτοι στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Μαρ-09. Για το σύνολο του έτους 2023, το μέσο μηνιαίο ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 10,6%, από 12,4% το 2022, συμπληρώνοντας 10 συνεχή χρόνια καθοδικής τροχιάς (ιστορικό υψηλό 27,8% το 2013). Παράλληλα, ο αριθμός των απασχολούμενων ατόμων (15-74 ετών) ανήλθε κατά μέσο όρο στα 4.196,8 χιλ. άτομα, ενισχυμένος κατά 1,5% σε σύγκριση με το 2022, ενώ το ποσοστό συμμετοχής (=εργατικό δυναμικό / πληθυσμό) μειώθηκε οριακά στο 60,2%, από 60,3% το 2022 (15-74 ετών), παραμένοντας ωστόσο σε υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με το 2019 (59,7%).
Στις 7 Μαρτίου 2024, την ίδια μέρα με την ανακοίνωση του ΑΕΠ του δ’ τριμήνου 2023 (και του ΑΕΠ για το σύνολο του έτους 2023), η ΕΛΣΤΑΤ είναι προγραμματισμένο να δημοσιεύσει και την αντίστοιχη τριμηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού, προσφέροντας μεγαλύτερη πληροφόρηση σε σύγκριση με τη μηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού για την πορεία της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα το 2023.