Διαχρονικά μία από τις σημαντικότερες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας είναι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Βασικότερη αιτία για το έλλειμμα είναι το έντονα ελλειμματικό ισοζύγιο αγαθών, καθώς την περίοδο 1988-2023, κατά μέσο όρο, η Ελλάδα δαπανούσε 2,4 ευρώ για εισαγωγές αγαθών για κάθε 1 ευρώ αγαθών που εξήγαγε.
Αυτό αναφέρει στο τελευταίο τακτικό της δελτίο «7 Ημέρες Οικονομία» η Eurobank, με το οποίο προσπαθεί να αποτυπώσει και να αναλύσει το χάσμα που καταγράφεται στις ελληνικές εξαγωγές και εισαγωγές από το 1988 έως το 2023.
Η ανάλυση δείχνει ότι οι κατηγορίες αγαθών οι οποίες συμβάλλουν περισσότερο στο έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών είναι τα κεφαλαιουχικά αγαθά-βιομηχανικές προμήθειες, τα καταναλωτικά αγαθά-τρόφιμα-ποτά καθώς και τα καύσιμα-λιπαντικά. Η χώρα έχει αυξήσει σημαντικά το ποσοστό των διαθέσιμων πόρων που κατευθύνει προς τις εισαγωγές καυσίμων, έχει μειώσει οριακά το ποσοστό αυτών που κατευθύνονται σε καταναλωτικά αγαθά αλλά έχει μειώσει σημαντικά το ποσοστό των πόρων που κατευθύνονται προς την εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών.
Σημειώνεται ότι σε σχέση με τις άλλες συνιστώσες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το ισοζύγιο υπηρεσιών την περίοδο 2002-2023 είναι μονίμως πλεονασματικό ενώ τα ισοζύγια πρωτογενών και δευτερογενών εισοδημάτων τα περισσότερα έτη είναι ελλειμματικά αλλά σε χαμηλότερο βαθμό (-€2,3 δισεκ. και -€0,003 δισεκ. αντίστοιχα, κατά μέσο όρο) συγκριτικά με το ισοζύγιο αγαθών.
Η τελευταία διαπίστωση είναι εύλογο να προκαλεί επιπλέον προβληματισμό λαμβάνοντας υπόψη πως στο δημόσιο διάλογο έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια η ανάγκη για περιορισμό του υψηλού επενδυτικού κενού που εμφανίζει η ελληνική οικονομία και για διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της μέσω της αύξησης και του παραγωγικού φυσικού κεφαλαίου.
Η κατεύθυνση μεγαλύτερου ποσοστού εισαγωγών προς την εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών συγκριτικά με τις υπόλοιπες κατηγορίες αγαθών, παράλληλα με την προσπάθεια ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής τους στο μέτρο του δυνατού, θα συμβάλει στον περεταίρω περιορισμό του επενδυτικού κενού που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία. Σωρευτικά προς αυτή την κατεύθυνση θα επενεργήσει η ταχύτερη υλοποίηση των δράσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας καθώς και η αξιοποίηση των πόρων του νέου ΕΣΠΑ 2021/27.
Εξέλιξη εισαγωγών αγαθών κατά κατηγορία αγαθών
Ξεκινώντας τη σχετική ανάλυση από τις εισαγωγές, από το Διάγραμμα 2 προκύπτει ότι την περίοδο 1988-2023 το υψηλότερο μερίδιο στις συνολικές εισαγωγές αγαθών έχει η κατηγορία των κεφαλαιουχικών αγαθών και βιομηχανικών προμηθειών με το μέσο σχετικό ποσοστό να διαμορφώνεται σε 44,7%. Ωστόσο, με την πάροδο των ετών το σχετικό ετήσιο μερίδιο έχει περιοριστεί σημαντικά, από το 60,5% το 1988 στο 37,3%, αν και η πτώση του δεν ήταν συνεχόμενη. Ακολουθούν στην κατάταξη οι εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών, τροφίμων και ποτών με το μέσο ποσοστό τους στις συνολικές εισαγωγές της περιόδου 1988-2023 να διαμορφώνεται σε 28,4%. Το ετήσιο ποσοστό των εισαγωγών της συγκεκριμένης κατηγορίας αγαθών ακολουθεί συνολικά ήπια καθοδική πορεία καθώς από το 26,5% το 1988 κατήλθε στο 24,9% το 2023 αν και τα ενδιάμεσα έτη παρουσίασε διακυμάνσεις. Έπονται οι εισαγωγές καυσίμων και λιπαντικών όπου το μέσο μερίδιο τους στο σύνολο των εισαγωγών ανήλθε στο 18,1%. Όμως αποτελεί την κατηγορία αγαθών με τη μεγαλύτερη αύξηση του ετήσιου μεριδίου καθώς αυτό ανήλθε από μόλις 5,0% το 1988 στο 27,4% το 2023. Η έντονα ανοδική πορεία του εκτός από την αύξηση των εισαγόμενων ποσοτήτων καυσίμων και λιπαντικών επηρεάστηκε σημαντικά και από την ισχυρή άνοδο της τιμής του πετρελαίου Brent που οδήγησε σε μεγάλη αύξηση της αξίας των εισαγωγών καυσίμων και λιπαντικών.
Από την άλλη πλευρά το ετήσιο μερίδιο των εισαγωγών μεταφορικού εξοπλισμού στο σύνολο των εισαγωγών της χώρας παρουσίασε πτώση καθώς περιορίστηκε στο 6,3% το 2023 από 7,7% το 1988, ενώ την περίοδο 1990-2004 κυμάνθηκε στα επίπεδα του 10,5% κατά μέσο όρο. Τέλος, το ετήσιο μερίδιο των εισαγωγών λοιπών αγαθών είναι διαχρονικά πολύ χαμηλό (1,0% κατά μέσο όρο την περίοδο 1998-2023) συγκριτικά με τις προηγούμενες κατηγορίες αγαθών αλλά συνολικά έχει αυξηθεί. Ενώ την περίοδο 1988-2001 κυμαίνονταν στα επίπεδα του 0,2% στη συνέχεια αυξήθηκε για να διαμορφωθεί στα επίπεδα του 1,3% την περίοδο 2002-2021, και τα έτη 2022 και 2023 έφτασε το 3,4% και 4,1% αντίστοιχα.
Συμπερασματικά, σε ότι αφορά το σκέλος των εισαγωγών αγαθών την περίοδο 1988-2023, το υψηλότερο ποσοστό αυτών αφορά τα κεφαλαιουχικά αγαθά και τις βιομηχανικές προμήθειες (44,7% κατά μέσο όρο) καθώς και τα καταναλωτικά αγαθά, τρόφιμα και ποτά (28,4%), ενώ τη χαμηλότερη συμμετοχή έχουν τα λοιπά αγαθά (1,0%) και ο μεταφορικός εξοπλισμός (7,8% κατά μέσο όρο). Παράλληλα, την συγκεκριμένη περίοδο, συνολικά, περιορίστηκε ήπια το ετήσιο μερίδιο των εισαγωγών μεταφορικού εξοπλισμού (-1,4 π.μ.) καθώς και των καταναλωτικών αγαθών, τροφίμων και ποτών (-1,6 π.μ.) αλλά η πτώση του ετήσιου ποσοστού των κεφαλαιουχικών αγαθών και βιομηχανικών προμηθειών ήταν πολύ έντονη (-23,2 π.μ.). Από την άλλη πλευρά καταγράφεται πολύ ισχυρή άνοδος στο ετήσιο μερίδιο εισαγωγών καυσίμων και λιπαντικών (+22,4 π.μ.) και ήπια άνοδος στα λοιπά αγαθά (+3,7 π.μ.).
Εξέλιξη εξαγωγών αγαθών κατά κατηγορία αγαθών
Συνεχίζοντας με το μερίδιο των παραπάνω κατηγοριών αγαθών στις συνολικές εξαγωγές αγαθών προκύπτει ότι τα καταναλωτικά αγαθά, τρόφιμα και ποτά παρουσιάζουν την περίοδο 1988-2023 το υψηλότερο μέσο ποσοστό συμμετοχής στο μείγμα εξαγωγών της χώρας καθώς αυτό ανέρχεται σε 39,8%. Ωστόσο, συνολικά το ετήσιο μερίδιο έχει μειωθεί σημαντικά την συγκεκριμένη περίοδο αφού από το 47,2% το 1988 κατήλθε στο 31,1% το 2023, ενώ το 2012 είχε μειωθεί και στο 26,0%. Έπεται η κατηγορία των κεφαλαιουχικών αγαθών και βιομηχανικών προμηθειών, όπου το μέσο μερίδιο τους στις εξαγωγές της χώρας διαμορφώθηκε την υπό εξέταση περίοδο σε 38,4%, ενώ συνολικά το ετήσιο ποσοστό μειώθηκε από το 42,6% το 1988 στο 33,5% το 2023, και στα ενδιάμεσα έτη παρουσίασε σημαντικές αυξομειώσεις.
Στην περίπτωση των καυσίμων και λιπαντικών, το ετήσιο ποσοστό έχει υπερ-εξαπλασιαστεί την υπό εξέταση περίοδο καθώς από το 5,1% το 1988 ανήλθε στο 31,0% το 2023. Η σημαντική άνοδος του μεριδίου των εξαγωγών της συγκεκριμένης κατηγορίας αγαθών, όπως και στην περίπτωση των εισαγωγών, αποδίδεται τόσο στην αύξηση των εξαγόμενων ποσοτήτων όσο και στην άνοδο της τιμής του πετρελαίου που οδήγησε σε σημαντική αύξηση της αξίας των εξαγωγών καυσίμων και λιπαντικών. Τελευταίες στη σχετική κατάταξη με βάση το μέσο μερίδιο τους στις συνολικές εξαγωγές της χώρας κατατάσσονται οι κατηγορίες των λοιπών αγαθών (2,1%) και του μεταφορικού εξοπλισμού (1,8%). Στην πρώτη κατηγορία το ετήσιο ποσοστό περιορίστηκε από 4,0% το 1988 στο 2,2% το 2023, ενώ στη δεύτερη υπερ-διπλασιάστηκε από το 1,0% το 1988 στο 2,8% το 2004 ενώ ακολούθως μειώθηκε οριακά στο 2,2% το 2023.
Εν κατακλείδι, σε σχέση με το σκέλος των εξαγωγών αγαθών την περίοδο 1988-2023, τα υψηλότερα μερίδια παρουσιάζονται στις κατηγορίες των καταναλωτικών αγαθών, τροφίμων και ποτών (39,8% κατά μέσο όρο) καθώς και των κεφαλαιουχικών αγαθών και βιομηχανικών προμηθειών (38,4%), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά στα λοιπά αγαθά (2,1%) και στο μεταφορικό εξοπλισμό (1,8% κατά μέσο όρο). Όμως, τη συγκεκριμένη περίοδο στις κατηγορίες των καταναλωτικών αγαθών, τροφίμων και ποτών καθώς και των κεφαλαιουχικών αγαθών και βιομηχανικών προμηθειών τα ετήσια μερίδια συνολικά παρουσιάζουν μείωση η οποία είναι εντονότερη στην πρώτη κατηγορία (-16,1 π.μ. και -9,1 π.μ. αντίστοιχα). Στην περίπτωση του μεταφορικού εξοπλισμού το ετήσιο ποσοστό αυξήθηκε ήπια (+1,2 π.μ.), ενώ τα καύσιμα και λιπαντικά παρουσιάζουν την πολύ ισχυρή άνοδο (+25,9 π.μ.). Τέλος, στην περίπτωση των λοιπών αγαθών το ετήσιο ποσοστό έχει περιοριστεί κατά 1,8 π.μ.
Εξέλιξη ισοζυγίου αγαθών κατά κατηγορία αγαθών
Συγκρίνοντας τις εισαγωγές και τις εξαγωγές των κατηγοριών αγαθών που αναφέρθηκαν πιο πάνω, σε όλες προκύπτει έλλειμμα την περίοδο που εξετάζεται αφού η αξία των εισαγωγών υπερβαίνει την αξία των εξαγωγών.
Το υψηλότερο έλλειμμα την περίοδο 1988-2023 παρουσιάζεται στα κεφαλαιουχικά αγαθά και τις βιομηχανικές προμήθειες, το οποίο ανέρχεται κατά μέσο όρο στα €10,2 δισεκ., ενώ το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, η χώρα εισήγαγε €2,7 αξία αγαθών από τη συγκεκριμένη κατηγορία προϊόντων κατά μέσο όρο για κάθε €1,0 εξαγωγών. Παράλληλα, η συμμετοχή της συγκεκριμένης κατηγορίας προϊόντων στο έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών ανέρχεται στο 49,7% κατά μέσο όρο την περίοδο που εξετάζεται (Διάγραμμα 3). Ακολουθούν τα καταναλωτικά αγαθά, τρόφιμα και ποτά όπου το έλλειμμα διαμορφώνεται σε σαφώς χαμηλότερα επίπεδα συγκριτικά με την προηγούμενη κατηγορία αγαθών, δηλαδή στα €4,7 δισεκ. κατά μέσο όρο. Σημειώνεται ότι για κάθε €1,0 εξαγωγών η χώρα εισήγαγε €1,7 αξία αγαθών από τη συγκεκριμένη κατηγορία προϊόντων ενώ η συμμετοχή της στο έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών ανέρχεται στο 20,3% κατά μέσο όρο την περίοδο 1988-2023. Έπεται η κατηγορία των καυσίμων και λιπαντικών όπου το έλλειμμα ανέρχεται στα €4,2 δισεκ. κατά μέσο όρο την υπό εξέταση περίοδο, ενώ για κάθε €1,0 εξαγωγών η χώρα εισήγαγε προϊόντα της συγκεκριμένης κατηγορίας αξίας €2,7, με την συμμετοχή της στο έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών ανέρχεται στο 17,4% κατά μέσο όρο. Στη συνέχεια ακολουθεί η κατηγορία του μεταφορικού εξοπλισμού όπου το μέσο έλλειμμα της περιόδου 1988-2023 διαμορφώθηκε σε €2,6 δισεκ. Σε αυτή την κατηγορία αγαθών για κάθε €1,0 εξαγωγών η χώρα εισήγαγε προϊόντα αξίας €11,7, κατά μέσο όρο, ενώ η συμμετοχή της στο έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών ανέρχεται στο 12,5% κατά μέσο όρο. Στο τέλος της σχετικής κατάταξης βρίσκονται τα λοιπά αγαθά. Αν και η συγκεκριμένη κατηγορία αγαθών εμφάνισε πλεόνασμα πάνω από τα μισά έτη της περιόδου που εξετάζεται, συνολικά την υπό εξέταση περίοδο παρουσιάζει μέσο έλλειμα που ανέρχεται σε μόλις €0,16 δισεκ. Στη συγκεκριμένη κατηγορία αγαθών για κάθε €1,0 εξαγωγών η χώρα εισήγαγε προϊόντα αξίας €1,2, κατά μέσο όρο, ενώ η συμμετοχή της στο έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών είναι οριακή καθώς ανέρχεται σε μόλις 0,1% κατά μέσο όρο.
Επομένως, οι κατηγορίες αγαθών οι οποίες συμβάλλουν κυρίως στο έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών – στο οποίο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – είναι τα κεφαλαιουχικά αγαθά και οι βιομηχανικές προμήθειες, τα καταναλωτικά αγαθά, τρόφιμα και ποτά καθώς και τα καύσιμα και λιπαντικά.
Προκλήσεις και προοπτικές για το ισοζύγιο εισαγωγών και εξαγωγών αγαθών
Από την ανάλυση που προηγήθηκε αναδείχθηκε αφενός η εξέλιξη του ελλείμματος στο ισοζύγιο αγαθών καθώς και η σύνθεσή του την περίοδο 1988-2023. Το διαχρονικά υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών, δηλαδή η πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών αγαθών είναι ο βασικότερος λόγος για το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Είναι ενδεικτικό πως την περίοδο που εξετάστηκε, η Ελλάδα κατά μέσο όρο εισήγαγε αγαθά αξίας €2,4 για κάθε €1,0 εξαγωγών αγαθών που πραγματοποιούσε, αν και ο σχετικός λόγος ακολουθεί πτωτική πορεία από το 2008 και μετά. Το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών έβαινε αυξανόμενο την περίοδο 1988-2008, αλλά η εμφάνιση της οικονομικής κρίσης και η αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή οδήγησε στη μείωση της εγχώριας δαπάνης και στον σημαντικό περιορισμό του, για να ακολουθήσει όμως και πάλι αυξητική πορεία μετά το 2015. Η ίδια τάση προκύπτει σε μεγάλο βαθμό και σε όλες οι επιμέρους κατηγορίες αγαθών.
Στο σκέλος των εισαγωγών αγαθών, το υψηλότερο μέσο ποσοστό συμμετοχής σε αυτές παρουσιάζουν τα κεφαλαιουχικά αγαθά και οι βιομηχανικές προμήθειες (44,7%) καθώς και τα καταναλωτικά αγαθά, τρόφιμα και ποτά (28,4%) ενώ το χαμηλότερο τα λοιπά αγαθά (1,0%) και ο μεταφορικός εξοπλισμός (7,8%). Ωστόσο, η πρώτη κατηγορία αγαθών εμφανίζει την ισχυρότερη μείωση (-23,2 π.μ.) στο ετήσιο ποσοστό συμμετοχής στο σύνολο των εισαγωγών ενώ τα καύσιμα και λιπαντικά εμφανίζουν την υψηλότερη άνοδο (+22,4 π.μ.).
Στο σκέλος των εξαγωγών δεν υπάρχει διαφοροποίηση καθώς και πάλι οι ίδιες κατηγορίες παρουσιάζουν τα υψηλότερα (38,4% και 39,8% αντίστοιχα) και χαμηλότερα μέσα ποσοστά συμμετοχής (2,1% και 1,8% αντίστοιχα) σε αυτές. Παράλληλα, η ανάλυση έδειξε ότι περιορίστηκε σημαντικά το ετήσιο μερίδιο των εξαγωγών καταναλωτικών αγαθών, τροφίμων και ποτών (-16,1 π.μ.) ενώ η πτώση του ετήσιου μεριδίου των εξαγωγών κεφαλαιουχικών αγαθών ήταν μικρότερη (-9,1 π.μ.). Εξάλλου, τα καύσιμα και λιπαντικά εμφανίζουν ξανά την υψηλότερη άνοδο στο ετήσιο ποσοστό συμμετοχής στις εξαγωγές (+25,9 π.μ.). Επιπλέον, προέκυψε ότι οι κατηγορίες αγαθών οι οποίες συμβάλλουν κυρίως στο έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών είναι τα κεφαλαιουχικά αγαθά και οι βιομηχανικές προμήθειες, τα καταναλωτικά αγαθά, τρόφιμα και ποτά καθώς και τα καύσιμα και λιπαντικά.
Πέραν της προφανούς διαπίστωσης ότι το ισοζύγιο εξαγωγών-εισαγωγών αγαθών εξακολουθεί να είναι ελλειμματικό και τα τελευταία έτη αυξανόμενο – με όλες τις αρνητικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για την ελληνική οικονομία – προκύπτει ότι η χώρα έχει αυξήσει σημαντικά το ποσοστό των διαθέσιμων πόρων που κατευθύνει προς τις εισαγωγές καυσίμων, έχει μειώσει οριακά το ποσοστό αυτών που κατευθύνονται σε καταναλωτικά αγαθά αλλά έχει μειώσει σημαντικά το ποσοστό των πόρων που κατευθύνονται προς την εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών. Η τελευταία διαπίστωση είναι εύλογο να προκαλεί επιπλέον προβληματισμό – πέρα από το υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών που επηρεάζει καθοριστικά και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – λαμβάνοντας υπόψη πως στο δημόσιο διάλογο έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια η ανάγκη για περιορισμό του υψηλού επενδυτικού κενού που εμφανίζει η ελληνική οικονομία και για διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της μέσω της αύξησης και του παραγωγικού φυσικού κεφαλαίου. Σε σχέση με το επενδυτικό κενό πρόσφατη ανάλυση της Eurobank Research[1] αναφέρει ότι τη διετία 2022-2023 οι καθαρές επενδύσεις παγίων πέρασαν σε θετικό έδαφος για πρώτη φορά από το 2009, ενισχύοντας τον κεφαλαιακό εξοπλισμό της οικονομίας. Ωστόσο, αν και η μείωση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της οικονομίας περιορίστηκε στα €81,3 δισεκ. το 2023, από €88,7 δισεκ. το 2021, παραμένει ακόμα πολύ υψηλή.
Επομένως η κατεύθυνση μεγαλύτερου ποσοστού εισαγωγών προς την εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών συγκριτικά με τις υπόλοιπες κατηγορίες αγαθών, παράλληλα με την προσπάθεια ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής τους στο μέτρο του δυνατού, θα συμβάλει στον περεταίρω περιορισμό του επενδυτικού κενού που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία. Σωρευτικά προς αυτή την κατεύθυνση θα επενεργήσει η ταχύτερη υλοποίηση των δράσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας καθώς και η αξιοποίηση των πόρων του νέου ΕΣΠΑ 2021-2027 ώστε να επιταχυνθεί ο παραγωγικός μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας που θα ενισχύσει την παραγωγικότητα και τελικά θα συμβάλει στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος νοικοκυριών και επιχειρήσεων.