Ισχυρή κερδοφορία κατέγραψε για το 2020 η Danaos Corporation, βάσει των οικονομικών αποτελεσμάτων που γνωστοποίησε.
Ειδικότερα για το δ΄τρίμηνο του 2020, η ναυτιλιακή ανακοίνωσε καθαρά κέρδη ύψους 43,2 εκατ. δολάρια, έναντι 33,8 της αντίστοιχης περιόδου για το 2019. Παράλληλα σε ετήσια κλίμακα, τα καθαρά κέρδη ανήλθαν σε 153,5 εκατ. δολάρια, έναντι 131,2 του 2019.
Τα προσαρμοσμένα EBITDA για το δ’ τρίμηνο ανήλθαν σε 83 εκατ. δολάρια (έναντι 78,1 του 2019) και ο κύκλος εργασιών στα 119,6 εκατ. δολάρια (έναντι 110,2 του 2019). Συνολικά για το 2020, τα προσαρμοσμένα EBITDA ανήλθαν στα 318,3 εκατ. δολάρια (έναντι 310,6 του 2019) και ο κύκλος εργασιών στα 461,6 εκατ. δολάρια (έναντι 447,2 του 2019)
Μάλιστα, η εισηγμένη τονίζει πως τα έσοδα του 2021 αναμένεται να ξεπεράσουν αυτά του 2020 κατά τουλάχιστον 100 εκατ. δολάρια.
«Το δ΄ τρίμηνο του 2020, παρατηρήσαμε την πιο σημαντική ανάκαμψη στη βιομηχανία. Οι συμμετέχοντες στην αγορά έμειναν έκπληκτοι, καθώς η χρόνια αποεπένδυση σε μεταφορική ικανότητα σε συνδυασμό με την ξαφνική ανάκαμψη της ζήτησης, δημιούργησε μια κατάσταση που οδήγησε τους ναύλους στα εμπορευματοκιβώτια στα υψηλότερα επίπεδα όλων των εποχών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την μεγάλη αύξηση της κερδοφορίας των πελατών μας, ενώ μείωσε σημαντικά τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, ο οποίος ήταν εξαιρετικά σημαντικός στα τέλη του πρώτου τριμήνου του 2020. Η τάση αυτή, οδήγησε και στην εκτόξευση των ναύλων, στα υψηλά δεκαετιών σε σχεδόν όλους τους τύπους των containerships», δήλωσε ο CEO της Danaos, Δρ. Ιωάννης Κούστας.
Παράλληλα, ο κ. Κούστας σημείωσε πως «τώρα το ενδιαφέρον στρέφεται στο αν η τρέχουσα ισχύς της ναυλαγοράς είναι βιώσιμη και πόσο θα διαρκέσει. Ευτυχώς, η προσφορά πλοίων θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα για την ώρα. Παρότι τοποθετήθηκαν παραγγελίες πρόσφατα, το τρέχον βιβλίο παραγγελιών βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Δεδομένου ότι υπάρχει ένα διάστημα δύο ετών για να πέσουν στη θάλασσα τα νέα πλοία, η αγορά δεν αναμένεται να επηρεαστεί τα επόμενα χρόνια».
Ουσιαστικά, καταλήγει πως η επόμενη ημέρα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από περιβαλλοντικές πρωτοβουλίες, κανονισμούς και (φυσικά) από τη ζήτηση.