Οι προσδοκίες για ταχύτερη της αναμενόμενης ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, κατά το τρέχον έτος, βελτιώνονται διαρκώς, όπως αποτυπώνεται στις αναθεωρήσεις των σχετικών εκτιμήσεων, τόσο της Ελληνικής Κυβέρνησης, όσο και των διεθνών οργανισμών. Αυτό σημειώνεται στο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank, η οποία αναφέρει πως η πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (World Economic Outlook, October 2021) περιλαμβάνει εκτίμηση για άνοδο του ελληνικού ΑΕΠ κατά 6,5% το 2021, από 3,8% που ήταν η πρόβλεψη του ίδιου οργανισμού τον Απρίλιο. Η ανοδική τροχιά που ακολουθεί η οικονομική δραστηριότητα αντανακλάται και στη σημαντική πτώση του ποσοστού της ανεργίας η οποία, σύμφωνα με τις εποχικές εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ, διαμορφώθηκε τον Αύγουστο σε 13,9%, έναντι 14% τον προηγούμενο μήνα και 16,9% τον Αύγουστο του 2020.
Ωστόσο, οι πληθωριστικές πιέσεις που επικρατούν την τρέχουσα περίοδο σε διεθνές επίπεδο, αν και αναμένεται να έχουν έναν προσωρινό χαρακτήρα, συμβάλλουν στη δημιουργία ενός κλίματος αβεβαιότητας, σχετικά με την επίπτωση που αναμένεται να έχουν στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και κατ’ επέκταση στην καταναλωτική δαπάνη. Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Speech by Christine Lagarde, President of the ECB, “Beyond the pandemic: the future of monetary policy”, 28.9.2021) εκτιμά ότι οι αιτίες των πληθωριστικών πιέσεων που υφίστανται τους τελευταίους μήνες είναι προσωρινές και συνδέονται με την έντονη πτώση του επιπέδου τιμών κατά το προηγούμενο έτος (επιδράσεις βάσης), τη δυναμική αναθέρμανση των οικονομιών μετά από την άρση των περιοριστικών μέτρων, αλλά και την ανισορροπία που παρατηρείται μεταξύ προσφοράς και ζήτησης σε ορισμένους κλάδους.
Η άνοδος του επιπέδου τιμών, σε βασικά προϊόντα και κυρίως στην ενέργεια που σημειώνεται τους τελευταίους μήνες σε παγκόσμιο επίπεδο, ενδέχεται να επιβαρύνει σημαντικά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς συμπιέζοντας εν τέλει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του Οκτωβρίου η τιμή του πετρελαίου ανήλθε σε περίπου 84 δολάρια ανά βαρέλι, τιμή πάνω από τέσσερις φορές υψηλότερη από εκείνη που είχε καταγραφεί εν μέσω πανδημίας (περίπου 20 δολ. ανά βαρέλι εντός του Απριλίου του 2020). Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η πτώση που κατέγραψε την περυσινή χρονιά η τιμή του πετρελαίου, εξαιτίας των περιορισμών στις μετακινήσεις και της επακόλουθης πτώσης της ζήτησης, ήταν ραγδαία, ενώ τα επίπεδα των τιμών του πετρελαίου κατά την τρέχουσα περίοδο είναι αντίστοιχα του 2018 (περίπου 85 δολ. ανά βαρέλι στις αρχές Οκτωβρίου του 2018).
Ως εκ τούτου η αξιοσημείωτη άνοδος που σημειώθηκε τους τελευταίους μήνες οφείλεται, μεταξύ άλλων και στις επιδράσεις βάσης (base effects). Σε ό,τι αφορά την τιμή του φυσικού αερίου, αυτή μειώθηκε ελαφρώς πιο ήπια, σε σύγκριση με το πετρέλαιο κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown το 2020, αλλά η άνοδος που σημειώθηκε έκτοτε και κυρίως κατά τους τελευταίους δύο μήνες ήταν ιδιαίτερα έντονη. Μάλιστα εντός του Οκτωβρίου η τιμή του φυσικού αερίου ξεπέρασε τα 6 δολάρια ανά εκατομμύριο βρετανικές θερμικές μονάδες (Metric Million British Thermal Unit, MMBtu), για πρώτη φορά από το 2014. Η άνοδος της τιμής του φυσικού αερίου οφείλεται πρωτίστως στην αυξημένη ζήτηση αλλά και στη σχετικά περιορισμένη προσφορά.
Οι ανωτέρω αυξήσεις αντανακλώνται και στις ετήσιες μεταβολές του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) για τα εν λόγω προϊόντα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο), αλλά και για την ηλεκτρική ενέργεια. Η τιμή της τελευταίας επίσης ακολουθεί ανοδική τροχιά, εξαιτίας της αύξησης των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων διοξειδίου του άνθρακα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, της συνεπακόλουθης αύξησης της τιμής του φυσικού αερίου προς το οποίο εστράφη η ζήτηση αλλά και των καιρικών συνθηκών που επικράτησαν το καλοκαίρι που είχαν ως αποτέλεσμα τη μειωμένη παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Ο ΕνΔΤΚ στον ηλεκτρισμό, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες αυξήθηκε ήπια, κατά 0,7%-0,8% και σημαντικά χαμηλότερα από τους μέσους όρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27) και της Ευρωζώνης (περί του 8,6%). Αντίθετα, ο ΕνΔΤΚ στο φυσικό αέριο παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις σε σύγκριση με την ΕΕ-27 και την Ευρωζώνη. Από τον Φεβρουάριο του 2020, έως και τον Σεπτέμβριο πέρυσι οι μειώσεις που κατέγραψε ο εν λόγω δείκτης ξεπέρασαν το 20%, σε ετήσια βάση, ενώ από τον φετινό Μάιο μέχρι και τον Αύγουστο οι αυξήσεις ήταν ιδιαίτερα έντονες. Συγκεκριμένα τον Ιούλιο, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο περυσινό μήνα, η άνοδος που καταγράφηκε στον ΕνΔΤΚ-φυσικό αέριο ήταν ίση με 44,3%, ενώ τον Αύγουστο, αντίστοιχα, με 55,8%. Τέλος, ο ΕνΔΤΚ που περιλαμβάνει τα υγρά καύσιμα, δηλαδή το πετρέλαιο σημείωσε μέση ετήσια αύξηση 29% κατά τη χρονική περίοδο Μαΐου-Αυγούστου 2021, έναντι περίπου 24%, αντίστοιχα, στην ΕΕ-27 και στην Ευρωζώνη.
Εν όψει του χειμώνα, είναι κρίσιμο να ληφθούν μέτρα για την προστασία του διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών, λόγω της υψηλής επιβάρυνσης των οικογενειακών προϋπολογισμών. Η Ελληνική Κυβέρνηση έχει ήδη προχωρήσει στην υιοθέτηση μέτρων στήριξης της κοινωνίας κατά των αρνητικών επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης, όπως στην αύξηση του επιδόματος θέρμανσης (από 36% για τα νοικοκυριά χωρίς τέκνα, μέχρι 68% για νοικοκυριά με τρία τέκνα), αλλά και στη διεύρυνση των κριτηρίων επιλεξιμότητας, με σκοπό να καλύψει μεγαλύτερο ποσοστό νοικοκυριών (άνω του ενός εκατομμυρίου, έναντι περίπου 707 χιλ. νοικοκυριά το 2020).
Παράλληλα, όπως είχε ανακοινώσει η κυβέρνηση στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης θα δοθεί επιδότηση στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος των νοικοκυριών, ενώ αναμένεται να εφαρμοστεί αντίστοιχη πολιτική και στους λογαριασμούς κατανάλωσης φυσικού αερίου. Το δημοσιονομικό κόστος από τις επιδοτήσεις των λογαριασμών ρεύματος αναμένεται να ανέλθει σε Ευρώ 326 εκατ., ενώ το κόστος του επιδόματος θέρμανσης, αντίστοιχα σε Ευρώ 168 εκατ.
Παράλληλα, στη ΔΕΘ ανακοινώθηκαν πρόσθετες πολιτικές, οι οποίες κυρίως αφορούν στη μείωση της φορολογίας, με σκοπό τη στήριξη των εισοδημάτων, αλλά και των επιχειρήσεων (π.χ. επέκταση της απαλλαγής από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης το 2022, μείωση των ασφαλιστικών εισφορών στον ιδιωτικό τομέα, μείωση του φόρου επιχειρήσεων από το 24% στο 22%, επέκταση της εφαρμογής των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στις μεταφορές, τον καφέ και τα μη αλκοολούχα ποτά, στους κινηματογράφους και το τουριστικό πακέτο έως τον Ιούνιο του 2022, κ.λπ.).
Εκτός από τη στήριξη των εισοδημάτων, προκειμένου οι επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης στην ιδιωτική κατανάλωση να είναι όσο το δυνατόν πιο ήπιες για όσο διάστημα αυτή διαρκέσει, ένας επιπρόσθετος παράγοντας που θα καθορίσει τη δυναμική της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας είναι η δυνατότητα των επιχειρήσεων να ανταπεξέλθουν. Το αυξημένο κόστος των πρώτων υλών αλλά και του κόστους των μεταφορικών, θα συμπιέσουν τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων. Ωστόσο η δυνατότητα μετακύλισης του αυξημένου κόστους στις τιμές των τελικών προϊόντων -που θα προσδιορισθεί, μεταξύ άλλων από την ελαστικότητα της ζήτησης για αυτά- αναμένεται να αντισταθμίσει σε διαφορετικό βαθμό ανά κλάδο και δραστηριότητα, τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης, στην πλευρά της παραγωγής.
Τέλος, σύμφωνα με το συντελεστή στάθμισης των προϊόντων ενέργειας στον πληθωρισμό -ο οποίος προκύπτει από την αναλογία των εν λόγω δαπανών των νοικοκυριών κατά το προηγούμενο έτος, στον οικογενειακό προϋπολογισμό- η επίδραση της αύξησης των τιμών ενέργειας στον συνολικό ΕνΔΤΚ στην Ελλάδα, αναμένεται να είναι ηπιότερη σε σύγκριση με την ΕΕ-27. Ο συντελεστής στάθμισης της ενέργειας στη χώρα μας είναι σημαντικά χαμηλότερος από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 και ένας από τους χαμηλότερους μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών.