Η νέα μελέτη της σειράς “Sectors in Focus” της Alpha Bank εστιάζει στον κλάδο της γεωργίας, με έμφαση στη φυτική και ζωική παραγωγή. Βασισμένη στα πιο πρόσφατα στοιχεία του τομέα, η μελέτη αποτυπώνει την κατάσταση της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, εστιάζοντας στα κύρια προϊόντα που προσφέρει η ελληνική γη και κτηνοτροφία. Αναδεικνύονται οι ποιότητες και τα χαρακτηριστικά των ελληνικών αγροτικών προϊόντων, ενώ ταυτόχρονα επισημαίνονται οι προκλήσεις που συνδέονται με τον κατακερματισμό των αγροτεμαχίων και την ηλικιακή διάρθρωση και κατάρτιση του εργατικού δυναμικού. Τέλος, εξετάζονται πρακτικές που μπορούν να συμβάλλουν στη βιωσιμότητα του κλάδου, με έμφαση στον σεβασμό προς το περιβάλλον και την προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Δομή μελέτης
Στο πρώτο κεφάλαιο της μελέτης εξετάζεται η δομή και η διάρθρωση της αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα. Αναλύονται τα βασικά στοιχεία γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής ανά περιφέρεια, ενώ παρατίθενται δεδομένα σχετικά με το διεθνές εμπόριο του κλάδου και οι πρόσφατες τάσεις στις τιμές. Επιπλέον, υπάρχει μια εκτενής ανάλυση της σημασίας της παραγωγής ελαιόλαδου και κρασιού. Στο δεύτερο κεφάλαιο περιγράφονται τα κύρια χαρακτηριστικά του εργατικού δυναμικού, η σύνθεσή του σε ό,τι αφορά το επίπεδο κατάρτισης και την ηλικιακή δομή του, καθώς και τα μεγέθη που αφορούν τα αγροτεμάχια και τις επιχειρηματικές δομές, όπως οι αγροτικοί συνεταιρισμοί και η σπουδαιότητά τους για την ελληνική οικονομία. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι γεωγραφικές ενδείξεις ποιότητας για τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα και η σημασία τους, καθώς και οι εγχώριες και ευρωπαϊκές πολιτικές που συνδέονται άμεσα με τον κλάδο.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην Κοινή Αγροτική Πολιτική, κυρίως όσον αφορά τις στρατηγικές που προωθούν τη βιώσιμη γεωργία και κτηνοτροφία. Στο τέταρτο κεφάλαιο αναλύονται οι προκλήσεις του κλάδου σε σχέση με περιβαλλοντικά ζητήματα, όπως οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και γεγονότα που μπορεί να επηρεάσουν σοβαρά την αγροτική παραγωγή, όπως οι πλημμύρες στην Θεσσαλία τον Σεπτέμβριο του 2023. Προτείνεται η εφαρμογή βιώσιμων πρακτικών που σέβονται το περιβάλλον, χρησιμοποιώντας καινοτόμες μεθόδους παραγωγής και ελέγχου, ως κεντρική στρατηγική για τη μακροχρόνια ευημερία της ελληνικής αγροτικής παραγωγής.
Διάρθρωση του αγροτικού τομέα και κύρια χαρακτηριστικά της Ελληνικής γεωργίας
Το 2023, η αξία παραγωγής των γεωργικών και ζωικών αγροτικών προϊόντων διαμορφώθηκε στα 9,3 δισεκατομμύρια ευρώ (σε σταθερές τιμές), στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από το 1993. Λόγω της κακοκαιρίας Daniel και των πλημμυρών που έπληξαν τη Θεσσαλία τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, η αξία παραγωγής μειώθηκε κατά 17% μέσα σε ένα χρόνο, ενώ η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του κλάδου έφθασε στο 2,6% το 2023 από 3,7% κατά μέσο όρο την περίοδο 2012-2022. Από τη συνολική αξία παραγωγής, τα ¾ προήλθαν από τη φυτική παραγωγή και το ¼ από τη ζωική παραγωγή, με τα φρούτα να αντιπροσωπεύουν συνολικά το 37% της αξίας της φυτικής παραγωγής. Ανά περιφέρεια, η Κεντρική Μακεδονία κατείχε το μεγαλύτερο μερίδιο της συνολικής αξίας παραγωγής (22%), ακολουθούμενη από τη Θεσσαλία (19%). Η Κρήτη, γνωστή για τα λαχανικά και τα κηπευτικά της προϊόντα, καθώς και για την παραγωγή ελαιολάδου, και η Πελοπόννησος, με έμφαση στα φρούτα και το ελαιόλαδο, κατείχαν από 10% της συνολικής αξίας παραγωγής.
Το ελαιόλαδο και το κρασί είναι σημαντικά προϊόντα για την ελληνική οικονομία και παράγονται από ελιές και σταφύλια. Μετά τη συγκομιδή τους από τους ελαιώνες και τους αμπελώνες, υποβάλλονται σε επεξεργασία για την παραγωγή των τελικών προϊόντων. Η παραγωγή του ελαιολάδου περιλαμβάνει διαδικασίες όπως η εξαγωγή, το φιλτράρισμα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, η ανάμειξη, ενώ η οινοπαραγωγή περιλαμβάνει ζύμωση, ωρίμανση και εμφιάλωση. Η Ελλάδα είναι ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός ελαιολάδου παγκοσμίως, μετά την Ισπανία και την Ιταλία, με συνολικά 9,66 εκατομμύρια στρέμματα φυτειών το 2022. Από αυτή την έκταση, το 78% αφιερώθηκε σε ελαιώνες, αναδεικνύοντας την Ελλάδα ως σημαντικό παραγωγό ελαιολάδου, με περισσότερα από 147 εκατομμύρια ελαιόδεντρα. Η συνολική παραγωγή ελιάς έφτασε τους 3.209 χιλιάδες τόνους, σημειώνοντας αύξηση 14% μέσα σε δέκα έτη, με το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών (86%) να χρησιμοποιείται για την παραγωγή ελαιολάδου, και το υπόλοιπο για επιτραπέζιες ελιές. Η συνολική παραγωγή σταφυλιών το 2022 ανήλθε στους 707.600 τόνους, με το 63% να προορίζεται για οινοπαραγωγή, το 29% για επιτραπέζια σταφύλια και το 8% για σταφίδα.
Οι εξαγωγές γεωργικών προϊόντων αυξάνονται κατά την τελευταία δεκαετία. Το 2023, οι εξαγωγές ανήλθαν σε 2,472 δισ. ευρώ, αποτελώντας το 5% των συνολικών εξαγωγών της χώρας, παρουσιάζοντας εμπορικό πλεόνασμα 515,8 εκατ. ευρώ και αντικατοπτρίζοντας τον εξωστρεφή χαρακτήρα τους. Η αυξημένη κατά άνω του 50% εξαγωγική αξία τους από το 2013 οφείλεται στην αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση αλλά και στις υψηλότερες τιμές, αφού τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια σαφής τάση αύξησης των τιμών για τα γεωργικά προϊόντα, με ορισμένα εξ’ αυτών να καταγράφουν εντονότερες αυξήσεις. Η ετήσια ποσοστιαία μεταβολή στον ονομαστικό δείκτη τιμών γεωργικών προϊόντων αποκαλύπτει ότι τόσο η Ελλάδα όσο και η ΕΕ καταγράφουν έντονες πληθωριστικές πιέσεις από το 2021. Οι αυξήσεις στις τιμές των γεωργικών προϊόντων προέρχονται κυρίως από τα γεωργικά προϊόντα και λιγότερο από τα ζωικά. Το ελαιόλαδο, και ειδικότερα το έξτρα παρθένο, ηγείται της αύξησης των τιμών των αγροτικών προϊόντων και είναι πλέον το ακριβότερο προϊόν της ελληνικής γεωργίας.
Γεωγραφικές ενδείξεις ποιότητας των αγροτικών προϊόντων, βιώσιμες πρακτικές, και περιβαλλοντικές προκλήσεις
Ποικίλα ελληνικά αγροτικά προϊόντα έχουν λάβει αναγνώριση γεωγραφικών ενδείξεων ποιότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), προστατεύοντας τα μοναδικά χαρακτηριστικά τους που συνδέονται με τον τόπο και τον τρόπο παραγωγής, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση του εξαγωγικού τους χαρακτήρα και στην τοπική ανάπτυξη. Από τα ελληνικά προϊόντα διατροφής, 81 εξ’ αυτών έχουν λάβει ένδειξη Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) και 36 Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη (ΠΓΕ). Από τα παραγόμενα ελληνικά κρασιά, 147 εξ’ αυτών συνολικά ανήκουν στις κατηγορίες ΠΟΠ (33) ή ΠΓΕ (114).
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) 2023-2027 της ΕΕ, εναρμονίζεται με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (European Green Deal) και προάγει τις βιώσιμες πρακτικές στον αγροτικό τομέα, την έρευνα και την καινοτομία. Ταυτόχρονα θέτει συγκεκριμένους στόχους για το 2030 που είναι η κατά 50% μείωση της χρήσης εντομοκτόνων και των πωλήσεων αντιμικροβιακών, καθώς και η επέκταση της οργανικής γεωργίας κατ’ελάχιστον στο 25% της αγροτικής γης. Η ελληνική ΚΑΠ 2023-2027 επικεντρώνεται στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος του αγροτικού τομέα, καθώς και στη στήριξη των νέων αγροτών.
Οι βιώσιμες πολιτικές της ΕΕ στον αγροτικό τομέα περιλαμβάνουν κατ’αρχάς τη στρατηγική ‘’Από το χωράφι στο πηρούνι’’ (Farm to fork) που εστιάζει στην ασφάλεια τροφίμων, την πρόσβαση σε υγιεινή διατροφή και το μειωμένο περιβαλλοντικό και κλιματικό αποτύπωμα του αγροτικού τομέα. Επίσης βιώσιμες πολιτικές αποτελούν οι στρατηγικές βιοποικιλότητας και βιοοικονομίας που στοχεύουν στην προστασία της βιοποικιλότητας και την προώθηση της κυκλικής οικονομίας. Παράλληλα, η ΚΑΠ 2023-2027 περιλαμβάνει τα Eco-schemes, τα οποία ανταμείβουν τους αγρότες που υιοθετούν φιλικές προς το περιβάλλον πρακτικές διαχείρισης της γης. Τέλος, το πρόγραμμα Ελλάδα 2.0 στοχεύει στην προώθηση της βιωσιμότητας του αγροτικού τομέα, βελτιώνοντας την ανθεκτικότητά του μέσω της ψηφιακής αναβάθμισης.
Βιώσιμες αγροτικές πρακτικές αποτελούν, μεταξύ άλλων, η γεωργία ακριβείας που βρίσκει εφαρμογή στα έξυπνα θερμοκήπια, καθώς και η διαχείριση των υδάτων και του εδάφους. Μία σημαντική βιώσιμη αγροτική πρακτική είναι η οργανική γεωργία που αποφεύγει τη χρήση συνθετικών εντομοκτόνων, λιπασμάτων, γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, αντιβιοτικών και ορμονών ανάπτυξης και αντ’αυτών χρησιμοποιεί φυσικές μεθόδους στοχεύοντας στην ελαχιστοποίηση του οικολογικού αποτυπώματος με την υπεύθυνη διαχείριση των φυσικών πόρων. Η οργανική γεωργία έχει γνωρίσει μεγάλη αύξηση στην ΕΕ-27 κατά 79%, με βάση τα εκτάρια, ενώ στην Ελλάδα έχει διπλασιαστεί, στην περίοδο 2012-2022.
Βασικά χαρακτηριστικά του αγροτικού εργατικού δυναμικού και της ελληνικής γεωργικής γης
Ο ελληνικός αγροτικός τομέας αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις λόγω του γηράσκοντος εργατικού δυναμικού και της μειούμενης συμμετοχής των νέων αγροτών. Το 2020, το 36% του αγροτικού εργατικού δυναμικού είχαν ηλικία άνω των 65 ετών, ενώ οι νέοι αγρότες, όσοι δηλαδή είναι κάτω των 40 ετών, αποτελούσαν μόνο το 7% του συνόλου των αγροτών. Οι άνδρες κυριαρχούν στο αγροτικό εργατικό δυναμικό της Ελλάδας αποτελώντας το 68% του συνόλου, παρόλο που οι γυναίκες έχουν ενισχύσει τη συμμετοχή τους σημειώνοντας αύξηση κατά 34% στην περίοδο 2010-2020.
Με βάση την κατάρτισή τους, από τη μελέτη προκύπτει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων αγροτών (94%) δεν έχει τυπική εκπαίδευση και βασίζεται αποκλειστικά στην πρακτική εμπειρία. Ωστόσο, οι νεότεροι αγρότες είναι πιο πιθανό να έχουν βασική ή πλήρη αγροτική εκπαίδευση. Επιπρόσθετα, τα 3/4 των αγροτών είναι αυτοαπασχολούμενοι, γεγονός που αντανακλά τη μακρά παράδοση της οικογενειακής ιδιοκτησίας των αγροτικών μονάδων. Η ελληνική γεωργία χαρακτηρίζεται από ιδιοκτησίες μικρού μεγέθους, με το 73% των μονάδων να είναι μικρότερες από τα 5 εκτάρια, γεγονός που αντανακλά τον έντονο κατακερματισμό της γεωργικής γης και συχνά συνεπάγεται ανεπαρκή εκσυγχρονισμό των αγροτικών υποδομών, χαμηλές οικονομίες κλίμακας και χαμηλή παραγωγικότητα, αλλά και εν τέλει χαμηλότερο εισόδημα για τους μικρούς αγρότες.