Στην Ευρώπη, η ενεργειακή κρίση και η παρατεταμένη αβεβαιότητα έχει επιδεινώσει σημαντικά τις προοπτικές των οικονομιών, αναφέρει στην εβδομαδιαία ανάλυσή της για τις παγκόσμιες οικονομικές εξελίξεις η Alpha Bank.
Σύμφωνα με την τράπεζα, τα κράτη μέλη δεν επηρεάζονται στον ίδιο βαθμό για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, λόγω της διαφορετικής διάρθρωσης του ενεργειακού εφοδιασμού, και δεύτερον, εξαιτίας των διαφορετικών «περιθωρίων» μεταξύ των χωρών, για άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Παράλληλα, η αύξηση των επιτοκίων αναμένεται να παραμείνει το βασικό εργαλείο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, που αναπόφευκτα, εξασθενεί το πραγματικό εισόδημα των πολιτών και αυξάνει το κόστος για τις επιχειρήσεις.
Η Γερμανία αποτελεί μια χώρα που ήταν άμεσα ενεργειακά εξαρτημένη από την Ρωσία, ιδιαίτερα στο φυσικό αέριο, που αποτελεί και την κυριότερη ενεργειακή πηγή για τα νοικοκυριά, αλλά κυρίως για τη βιομηχανία. Η ραγδαία αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου, που συμπαρασύρει και τις τιμές του ηλεκτρισμού, έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στη γερμανική οικονομία, με αποτέλεσμα να έχουν αναθεωρηθεί επί τα χείρω, οι προβλέψεις για το επόμενο έτος.
Η γερμανική οικονομία, που αποτελεί την ατμομηχανή της Ζώνης του Ευρώ (ΖτΕ), εκτιμάται ότι θα οδηγηθεί σε συρρίκνωση το 2023, γεγονός που μπορεί να συμπαρασύρει -λόγω της αλληλεξάρτησης- και άλλα κράτη. Παρά τις οικονομικές αβεβαιότητες, η αγορά εργασίας παραμένει εύρωστη, ενώ στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, τόσο το δημοσιονομικό πρόγραμμα στήριξης, όσο και η μέτρια αποκλιμάκωση των τιμών του φυσικού αερίου, αναμένεται να ενισχύσουν, ελαφρώς, την συνολική κατανάλωση και την παραγωγή.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία που ανακοίνωσε η Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία, στο τρίτο τρίμηνο του 2022, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης κατέγραψε ήπια ανάπτυξη, κατά 0,4% σε τριμηνιαία βάση, και κατά 1,3% σε ετήσια βάση, υπερβαίνοντας οριακά τις εκτιμήσεις των αναλυτών. Ελαφρώς ενθαρρυντικά είναι και τα στοιχεία για τον πληθωρισμό, ο οποίος διαμορφώθηκε τον Νοέμβριο στο 10%, αισθητά μειωμένος από τα υψηλά επίπεδα των τελευταίων 70 ετών, του Σεπτεμβρίου (10,9%). Βέβαια, οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικές, αφού αναμένεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα (7,5%) το επόμενο έτος, με μεγάλη απόσταση από τον στόχο του 2% της ΕΚΤ.
Όπως προαναφέρθηκε, σημαντικό ρόλο στην επιβράδυνση της γερμανικής οικονομίας έχει διαδραματίσει η έντονη ενεργειακή εξάρτηση από την Ρωσία, αν και τους τελευταίους μήνες βαίνει φθίνουσα. Το 2012, οι εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία διαμορφώνονταν στο 40% των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου, ενώ στις αρχές του 2022, και πριν την επιβολή των κυρώσεων, το ποσοστό αυτό υπερέβαινε το 50%.
Σύμφωνα με την Alpha Bank, οι επιπτώσεις της πλήρους απεξάρτησης της Γερμανίας από το ρωσικό φυσικό αέριο θα είναι σημαντικές, αλλά θα εξαρτηθούν από την αντίδραση της οικονομικής πολιτικής, καθώς και από την ικανότητα της αγοράς να προσαρμοστεί άμεσα στα νέα δεδομένα. Εάν διακοπεί πλήρως η παροχή φυσικού αερίου από τη Ρωσία, τότε ο κινητήριος μοχλός της γερμανικής οικονομίας, η βιομηχανία, θα έρθει αντιμέτωπη με πρωτόγνωρες καταστάσεις.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών IWH (Institut für Wirtschaftsforschung Halle, Οκτώβριος 2022), σε περίπτωση πλήρους διακοπής του φυσικού αερίου από τη Ρωσία, η Γερμανία δεν θα είναι πλέον σε θέση να παράγει 300 προϊόντα της, ενεργειακά κοστοβόρα, που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης φυσικού αερίου (90%), της γερμανικής βιομηχανίας.
Ωστόσο, η μελέτη σημειώνει, ότι τα προϊόντα αυτά μπορούν να υποκατασταθούν από εισαγωγές, που θα έχουν ως αποτέλεσμα την εξοικονόμηση του 26% της συνολικής κατανάλωσης φυσικού αερίου, ενώ θα έχανε λιγότερο από το 3% των πωλήσεών της.
Αναφορικά με την ενεργειακή επάρκεια νοικοκυριών και επιχειρήσεων, αξίζει να σημειωθεί, ότι η πληρότητα στις αποθήκες φυσικού αερίου στη Γερμανία έχει αγγίξει το 100%, με τη Γερμανική Ρυθμιστική Αρχή να έχει θέσει ως στόχο, την 1η Φεβρουαρίου του 2023, να υπερβαίνει το 40% και να παρακολουθεί ανελλιπώς την κατανάλωση και τα διαθέσιμα αποθέματα.
Συμπερασματικά, η Alpha Bank σημειώνει ότι ο βιομηχανικός τομέας της Γερμανίας, ο οποίος έχει ήδη πληγεί από τις διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, βρίσκεται τώρα, αντιμέτωπος με σημαντικά υψηλότερο ενεργειακό κόστος. Μεσοπρόθεσμα, η σταδιακή μετακύλιση των ενεργειακών τιμών στους καταναλωτές, εκτιμάται ότι θα περιορίσει την ιδιωτική καταναλωτική δαπάνη, εξέλιξη που θα οδηγήσει σε συρρίκνωση του διαθεσίμου εισοδήματος και σε συμπίεση του ποσοστού αποταμίευσης (αποταμίευση/ακαθάριστο εισόδημα νοικοκυριών)των νοικοκυριών. Ιδιαίτερα, τα οικονομικά ασθενέστερα νοικοκυριά επιβαρύνονται δυσανάλογα από την άνοδο του πληθωρισμού, αφού δαπανούν πολύ μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων τους σε αγορές βασικών αγαθών και υπηρεσιών, όπως η ενέργεια και τα τρόφιμα. Αυτό φαίνεται και από τη μείωση στο ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών της Γερμανίας, από 26,3% στο πρώτο τρίμηνο του 2021, σε 19,5% στο δεύτερο τρίμηνο του 2022.
Ύστερα από 20 έτη, η γερμανική οικονομία βρίσκεται μπροστά σε μία πληθώρα σοβαρών προκλήσεων. Η κατά γενική ομολογία, εσφαλμένη ενεργειακή της πολιτική, με την έντονη εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο, την έχει οδηγήσει σε κομβικό σημείο, με την ύφεση να αποτελεί το βασικό, οικονομικό σενάριο για το επόμενο έτος. Τα υγιή δημόσια οικονομικά της, η ταχύτητα στη λήψη των ενεργειακών αποφάσεων, καθώς και η μείωση του υψηλού ανεκτέλεστου όγκου παραγγελιών που θα ενισχύσει τις εξαγωγές και τον σχηματισμό κεφαλαίου, μπορούν να αποτελέσουν τα αντίβαρα στις δυσοίωνες προβλέψεις, καταλήγει η Alpha Bank.