Τις συνέπειες της πολιτικής αστάθειας που επικρατεί στις δύο ισχυρότερες οικονομίες της γηραιάς ηπείρου για την ευρωπαϊκή οικονομία καταγράφει στο «Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων» η Alpha Bank για την παγκόσμια οικονομία.
Σύμφωνα με την ανάλυση, εν μέσω ενός ραγδαία μεταβαλλόμενου και αβέβαιου περιβάλλοντος, οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρώπης, η Γερμανία και η Γαλλία, διανύουν μία παρατεταμένη πολιτική αστάθεια, ειδικά το τελευταίο διάστημα, η οποία αναμένεται να συνεχιστεί τους επόμενους μήνες.
Ο Γάλλος πρωθυπουργός κ. Michel Barnier παραιτήθηκε πριν λίγες μέρες, έπειτα από πρόταση δυσπιστίας που υπερψηφίστηκε από την Εθνοσυνέλευση, στο περιθώριο συζήτησης του κρατικού προϋπολογισμού και την ανάγκη μείωσης των δαπανών (βλ. Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της 14.11.2024). Ο πρόεδρος κ. Emmanuel Macron όρισε νέο πρωθυπουργό της κυβέρνησης, ο οποίος όμως δεν θα έχει πλειοψηφία. Αν ληφθεί υπόψη ότι οι γαλλικές εκλογές δεν επιτρέπεται συνταγματικά να διεξαχθούν μέχρι τον Ιούνιο του 2025, φαίνεται δύσκολο το σενάριο να επιτευχθεί μία πολιτική ισορροπία που να έχει εντολή να εφαρμόσει αξιόπιστη δημοσιονομική διόρθωση, όπως απαιτούν οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στην Γαλλία ακολούθησαν την αναταραχή που προκλήθηκε στην Γερμανία, όταν τον περασμένο Νοέμβριο, λίγες μόλις ημέρες μετά την εκλογή του κ. Trump στις ΗΠΑ, κατέρρευσε ο κυβερνητικός συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατικών (SPD), Πρασίνων (Greens) και Φιλελεύθερων (FDP), προκαλώντας πρόωρες εκλογές για τις 23 Φεβρουαρίου 2025. Η Γερμανία, η ατμομηχανή της Ευρώπης, βιώνει σήμερα σοβαρές οικονομικές και πολιτικές αναταράξεις, που σε κάποιο βαθμό αλληλοεπιδρούν με τις αδύναμες εξαγωγές και την απότομη μείωση των εταιρικών επενδύσεων, το τελευταίο έτος.
Συνεπώς, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι δύο χώρες, Γαλλία και Γερμανία, αποτελούν σχεδόν το ήμισυ της οικονομίας της ευρωζώνης (περίπου 48%) (Γράφημα 1), η πολιτική αναταραχή είναι πιθανόν να έχει ευρύτερες οικονομικές επιπτώσεις, αποδυναμώνοντας τη θέση της Ευρώπης στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Μέχρι πρόσφατα, ο γαλλογερμανικός άξονας αποτελούσε την κινητήριο δύναμη για την ανάπτυξη της Ευρώπης, ενώ τώρα διαφαίνεται ένα κενό. Προφανώς, αναδεικνύονται σημαντικές προκλήσεις για την Ευρώπη, αφού φαίνεται ότι οι μεγάλες δυνατότητες της ευρωπαϊκής οικονομίας εξασθενούν και η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να επιβραδυνθεί, ειδικά αν συνεχιστούν οι εμπορικές εντάσεις με τις μεγάλες οικονομίες. Ακόμη και πριν από την κατάρρευση της γαλλικής και της γερμανικής Κυβέρνησης, η ευρωπαϊκή οικονομία αντιμετώπιζε αρκετά προβλήματα, όπως ισχνή ανάπτυξη, υστέρηση ανταγωνιστικότητας έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας και μία αυτοκινητοβιομηχανία που παρουσιάζει σημάδια κόπωσης.
Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ της Γαλλίας εκτιμάται στο 1,1%, το 2024, και 0,8%, το 2025, ενώ η οικονομία της Γερμανίας αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 0,1%, φέτος -δεύτερη συνεχόμενη χρονιά συρρίκνωσης-, και να ανακάμψει ήπια κατά μόλις 0,7%, το επόμενο έτος. Αντίστοιχα, η Ζώνη του Ευρώ (ΖτΕ) προβλέπεται να σημειώσει μέτρια ανάπτυξη, φέτος, κατά 0,8% και 1,3%, το 2025, αφού η καταναλωτική δαπάνη παραμένει ισχυρή, οι ιδιωτικές επενδύσεις θα επωφεληθούν από τις ευνοϊκότερες χρηματοπιστωτικές συνθήκες και οι δημόσιες επενδύσεις θα υποστηριχθούν από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Προς το παρόν, οι χρηματοπιστωτικές αγορές βρίσκονται σε στάση αναμονής και δεν ανησυχούν υπερβολικά από την πολιτική αστάθεια της Γαλλίας και της Γερμανίας, όπως αντανακλάται στους σχετικούς χρηματιστηριακούς δείκτες.
Όμως, οι δημοσιονομικές διαφορές εντός της ΖτΕ είναι έντονες. Η Γαλλία και η Γερμανία ακολουθούν σχεδόν αντίθετες δημοσιονομικές πολιτικές, τα τελευταία έτη. Με τον λόγο του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ να βρίσκεται σε επίπεδα άνω του 110%, το 2024, και το δημοσιονομικό έλλειμμα να ξεπερνάει το 6% του ΑΕΠ, η Γαλλία χρειάζεται επειγόντως δημοσιονομική εξυγίανση. Αντίθετα, η Γερμανία με το δημόσιο χρέος ελαφρώς πάνω από το 60% του ΑΕΠ, δημοσιονομικό έλλειμμα μικρότερο του 2% του ΑΕΠ και επενδυτικό κενό άνω των 600 δισ. ευρώ, χρειάζεται δημοσιονομική τόνωση. Αυτή η προσέγγιση της δημοσιονομικής πολιτικής των δύο άκρων δεν είναι βιώσιμη και αναμένεται να δούμε ένα νέο είδος δημοσιονομικής σύγκλισης, το 2025.
Η αποδυνάμωση των δύο μεγάλων οικονομιών, ενδεχομένως, να οδηγήσει στη μετατόπιση της αναπτυξιακής δυναμικής σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ολλανδία ή η Ισπανία, οι οποίες καταγράφουν καλές επιδόσεις, στην τρέχουσα φάση. Επίσης, τα τελευταία τέσσερα έτη, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Ισπανία, από αδύναμες χώρες κατά την προηγούμενη χρηματοπιστωτική κρίση, ξεπερνούν σε ανάπτυξη τα άλλα μέλη της ΖτΕ, στη μεταπανδημική περίοδο. Και αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί και το επόμενο έτος. Αυτές οι χώρες έχουν λάβει σημαντικά μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων από το NextGenerationEU σε σύγκριση με τις βόρειες χώρες και εξακολουθούν να διαθέτουν σημαντικά κεφάλαια να δαπανήσουν (“Three calls for the eurozone: It’s still brighter in the south”, ING, Δεκέμβριος 2024). Επιπλέον, το μερίδιο του τομέα των υπηρεσιών στο ΑΕΠ στις νότιες χώρες είναι σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΖτΕ, με τον κλάδο του τουρισμού να καταγράφει υψηλές επιδόσεις. Ενδεχομένως, η Ιταλία να δυσκολευτεί λίγο περισσότερο να συμβαδίσει με τις άλλες τρεις, αφού έχει μεγαλύτερη παραγωγική βάση, ενώ ο λόγος του δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ παραμένει πλησίον του 140%.
Συνοψίζοντας, παρατηρείται μία μετατόπιση της προσοχής και αύξηση της αβεβαιότητας της οικονομικής πολιτικής από τον Νότο προς την Κεντρική Ευρώπη, κυρίως εξαιτίας των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η μεταποίηση από τις υψηλότερες τιμές ενέργειας, ενώ ενδέχεται να ενταθούν αν εφαρμοσθούν οι δασμοί από τις ΗΠΑ, οι οποίοι θα πλήξουν, προφανώς, τις ευρωπαϊκές εξαγωγές.