Προκειμένου η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) να κάνει μεγαλύτερα βήματα προόδου στα πεδία της πράσινης μετάβασης, του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας και της ενίσχυσης της στρατιωτικής της άμυνας, χρειάζεται μεγάλου βεληνεκούς επενδύσεις αναφέρει στο σημερινό Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων για την Παγκόσμια Οικονομία η Alpha Bank.
Σε αυτό η Τράπεζα εξετάζει τον τρόπο που οι ιθύνοντες χάραξης της ευρωπαϊκής πολιτικής, αλλά και των εθνικών πολιτικών μπορούν να υποστηρίξουν αυτά τα έργα, εν μέσω ενός περιβάλλοντος υψηλής πολιτικής αβεβαιότητας, χαμηλής ανάπτυξης και υψηλών επιπέδων δημοσίου χρέους.
Πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) αναφέρει ότι για να προχωρήσουν τα παραπάνω έργα απαιτείται ένα μείγμα δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, περισσότερων από αυτών που έχουν γίνει στο παρελθόν, που υπολογίζονται σε επιπρόσθετα Ευρώ 5,4 τρισ., για την περίοδο 2025-2031, (“Mind the gap: Europe’s strategic investment needs and how to support them”, ECB, June 2024). Σε άλλη πηγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Commission, 2023 Strategic Foresight Report), που κινείται στα ίδια επίπεδα, εκτιμάται ότι τα επόμενα έτη απαιτούνται Ευρώ 620 δισ. επιπρόσθετων επενδύσεων ανά έτος για την πράσινη μετάβαση, Ευρώ 125 δισ. ετησίως για τον ψηφιακό μετασχηματισμό, ενώ θα χρειαστούν επιπλέον κεφάλαια – πέρα από τα Ευρώ 240 δισ. που δαπανήθηκαν το 2022 – για την ευρωπαϊκή άμυνα, τα οποία αναμένεται να προσεγγίσουν συνολικά τα Ευρώ 500 δισ., στην επόμενη 10ετία. Το επενδυτικό κενό που έχει προκύψει, λοιπόν, θα πρέπει να καλυφθεί τόσο από ιδιωτικά κεφάλαια, όσο και από δημόσια. Τα τελευταία έτη παρατηρείται μία μικρή αύξηση των δημοσίων επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ, στις χώρες της ευρωζώνης (ΖτΕ), όμως, όπως είναι προφανές από τα παραπάνω, αυτό το ποσοστό θα πρέπει να αυξηθεί.
Προφανώς, η μερίδα του λέοντος θα βαρύνει τις ιδιωτικές εταιρείες και τους επενδυτές, με την αναλογία να υπολογίζεται περίπου σε 4:1, ιδιωτικές προς δημόσιες επενδύσεις (Darvas, Z. and G. Wolff (2021) ‘A green fiscal pact: climate investment in times of budget consolidation’, Policy Contribution 18/2021, Bruegel). Ωστόσο, ένα σημαντικό μερίδιο, περί τα Ευρώ 1,3 τρισ., σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΕΚΤ, θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί από κρατικές πηγές. Από αυτά, περίπου Ευρώ 400 δισ. θα προέλθουν από υφιστάμενους πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), άρα δημιουργείται ένα χρηματοδοτικό κενό Ευρώ 900 δισ., για την περίοδο 2025-2031, που θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί από εθνικούς πόρους αλλά και πρόσθετη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το παραπάνω μεγαλόπνοο επενδυτικό σχέδιο για την Ευρώπη είναι εφικτό, ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθούν και ορισμένες παράμετροι που είναι σημαντικές και μπορεί να καθυστερήσουν την υλοποίησή του:
- Για ορισμένες χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος και δημοσιονομικά ελλείμματα, ο δημοσιονομικός χώρος που παρέχεται από τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες ενδέχεται να μην είναι επαρκής, ώστε να μπορούν με άνεση να συνεισφέρουν στη χρηματοδότηση του επενδυτικού κενού. Σε αυτές τις χώρες, η ανάπτυξη και η δημοσιονομική εξυγίανση, που θα θέσουν το δημόσιο χρέος τους σε πτωτική πορεία, θα εξαρτηθούν τόσο από την τήρηση του νέου δημοσιονομικού πλαισίου, όσο και από το πόσο αποτελεσματικά οι κυβερνήσεις θα απορροφήσουν τα κονδύλια από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), καθώς και από άλλα προγράμματα χρηματοδότησης της ΕΕ (ΕΣΠΑ 2021-2027).
- Προκειμένου να κινητοποιηθεί η ιδιωτική χρηματοδότηση, μία πλήρως ανεπτυγμένη ευρωπαϊκή κεφαλαιαγορά θα πρέπει να συνοδεύεται από καλύτερες συνθήκες για την επιχειρηματική δραστηριότητα και πιο φιλική φορολογία για τις επενδύσεις των επιχειρήσεων.
- Οι εκτιμήσεις για τις επενδυτικές ανάγκες που παρουσιάζονται παραπάνω είναι μάλλον συντηρητικές. Δεν υπολογίζουν άλλες στρατηγικές επενδύσεις που απαιτούνται σε τομείς, όπως, η υγεία και η εκπαίδευση, ενώ το κόστος για την πράσινη μετάβαση δεν δύναται να προσδιορισθεί με ακρίβεια.
Συνοψίζοντας, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα σε ένα αναπτυξιακό όραμα που θα επικεντρώνεται στη δημιουργία ενός φιλικότερου περιβάλλοντος προς τις επιχειρήσεις και θα επεκτείνει τις ήδη υπάρχουσες βέλτιστες πρακτικές που εφαρμόζουν κράτη, όπως η Σουηδία, η Δανία και η Φινλανδία, σε όλα τα κράτη-μέλη της. Τέτοιες πρακτικές, για παράδειγμα, είναι η χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων, η διάχυση της καινοτομίας, η χρηματοδότηση νέων επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας και η προσέλκυση υψηλής κατάρτισης προσωπικού.