Το 2022 πιθανότατα θα αναδειχθεί, σύμφωνα με τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία, – όπως σημειώνει η Alpha Bank στο εβδομαδίαιο δελτίο οικονομικών εξελίξεων – σε νέο έτος-ρεκόρ για τον ελληνικό τουρισμό, καθώς αναμένεται οι ταξιδιωτικές εισπράξεις να προσεγγίσουν τα 20 δισ. ευρώ, υπερβαίνοντας σημαντικά το αντίστοιχο μέγεθος του 2019 (18,2 δισ. ευρώ).
Μεταξύ άλλων παραγόντων, η διετία της πανδημίας οδήγησε σε μεγαλύτερη ανάγκη για ταξίδια, ενώ οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις της περιόδου ισχύος των περιοριστικών μέτρων διεύρυναν τις δυνατότητες χρηματοδότησής τους. Η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι οδηγεί:
– στη συνέχιση της ισχυρής δυναμικής ανόδου του ΑΕΠ, στο δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο του έτους, με αποτέλεσμα να προσεγγίσει επίπεδα σημαντικά υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27),
– στην ενίσχυση των κρατικών εσόδων, δημιουργώντας επαρκή δημοσιονομικό χώρο για τη λήψη πρόσθετων μέτρων στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων έναντι του αυξανόμενου επιπέδου τιμών που έχει προκαλέσει η ενεργειακή κρίση.
Παράλληλα, η έξοδος της ελληνικής οικονομίας από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας ενισχύει την ευελιξία στην άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής, στο πλαίσιο των κανόνων που ισχύουν σε επίπεδο ΕΕ-27. Η εντυπωσιακή άνοδος της τουριστικής κίνησης, ωστόσο, φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη αναπροσαρμογής των επιχειρηματικών μοντέλων του τουριστικού κλάδου, με στόχο: (i) τη βιωσιμότητά τους έναντι της απειλής της κλιματικής αλλαγής και του υπερτουρισμού (overtourism), σε ορισμένες χρονικές περιόδους, ή προορισμούς και (ii) τη διασφάλιση ότι η ποιότητα του τουριστικού προϊόντος της χώρας ακολουθεί τις σύγχρονες τάσεις (megatrends) στην πλευρά της ζήτησης.
Ταξιδιωτικές Εισπράξεις και διεύρυνση δημοσιονομικού χώρου
Το πρώτο εξάμηνο του 2022, επισκέφθηκαν την Ελλάδα σχεδόν 8 εκατομμύρια ταξιδιώτες από το εξωτερικό, ενώ οι ταξιδιωτικές εισπράξεις ανήλθαν σε 5,1 δισ. ευρώ, με τα εν λόγω μεγέθη να υπολείπονται σε σύγκριση με το 2019 κατά 15% και 5,3%, αντίστοιχα. Επιπρόσθετα η μέση δαπάνη ανά ταξίδι ήταν αυξημένη σε σύγκριση με το διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου 2019 κατά 12,6%. Σε ό,τι αφορά στις ταξιδιωτικές αφίξεις ανά χώρα, το μεγαλύτερο ποσοστό προήλθε από την ΕΕ-27 και συγκεκριμένα από τη Γερμανία (18%) και τη Γαλλία (7%), ενώ οι τουρίστες από το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ ανήλθαν σε 15% και 4% επί του συνόλου. Αντίστοιχα, το 21% των ταξιδιωτικών εισπράξεων του πρώτου εξαμήνου του 2022 πραγματοποιήθηκε από ταξιδιώτες από τη Γερμανία, το 15% από το Ηνωμένο Βασίλειο, το 7,4% από τη Γαλλία και το 6,6% από τις ΗΠΑ. Επιπλέον, η επιβατική κίνηση επιταχύνθηκε εντός του προηγούμενου μήνα, με τις διεθνείς αφίξεις στα ελληνικά αεροδρόμια να έχουν αυξηθεί κατά περίπου 200% στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουλίου 2022, σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2021
Παράλληλα, η συνολική αξία των εισαγωγών αγαθών αυξήθηκε κατά 49%, σε ετήσια βάση, λόγω της ταυτόχρονης ανόδου του πληθωρισμού και της κατανάλωσης, γεγονός που οδήγησε σε σημαντική άνοδο του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022, σε 17,9 δισ. ευρώ από 10,9 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2021. Το ποσοστό κάλυψης του εμπορικού ελλείμματος από τις ταξιδιωτικές εισπράξεις ωστόσο, ανήλθε σε 28,6%, έναντι 11% το ίδιο διάστημα του 2021. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εισπράξεις από τον τουρισμό χρηματοδότησαν το εμπορικό έλλειμμα κατά 44%, κατά μέσο όρο, την πενταετία 2015-2019.
Επιπλέον, οι τουριστικές εισπράξεις ενίσχυσαν, μεταξύ άλλων, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022, τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης, τα οποία ανήλθαν σε 41,8 δισ. ευρώ έναντι 35,3 δισ. ευρώ το ίδιο διάστημα του 2021, καταγράφοντας αύξηση κατά 18,5%. Σημαντική ήταν η αύξηση των εσόδων από ΦΠΑ, καθώς ανήλθαν σε 8,4 δισ. ευρώ έναντι 6,7 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2021. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Κρατικού Προϋπολογισμού, μάλιστα, τα φετινά έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού μέχρι και τον Ιούλιο, και συγκεκριμένα τα έσοδα από φόρους, υπερέβησαν τις εκτιμήσεις κατά 4,2 δισ. ευρώ. Αξίζει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι μέρος των αυξημένων εσόδων θα πρέπει να αποδοθεί και στον πληθωρισμό, καθώς τα έσοδα υπολογίζονται σε ονομαστικές τιμές.
Συμπερασματικά, ο ελληνικός τουρισμός οδεύει προς μία εξαιρετική χρονιά, στηρίζοντας τα δημόσια οικονομικά, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις παγκοσμίως και το περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας που έχει προκύψει μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση. Επιπρόσθετα, οι προοπτικές για το ελληνικό τουριστικό προϊόν παραμένουν ιδιαίτερα θετικές. Σε αυτή την εκτίμηση συνηγορούν τόσο διεθνείς τάσεις όπως η αύξηση της μεσαίας τάξης σε αναδυόμενες ασιατικές οικονομίες (π.χ. Κίνα, Ινδία) και του προσδόκιμου ζωής που αναμένεται να οδηγήσουν σε αύξηση των τουριστικών ροών παγκοσμίως (Deloitte, REMACO, INSETE, “Ελληνικός Τουρισμός 2030, Σχέδια δράσης”, 2021), όσο και εγχώριοι παράγοντες, όπως η αύξηση της επενδυτικής δραστηριότητας, ιδιαίτερα μέσω των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Overtourism, επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου και νέες προκλήσεις
Ωστόσο, προκειμένου μεσο-μακροπρόθεσμα η άνοδος του τουρισμού να διατηρηθεί αλλά και να καταστεί βιώσιμη χρήζουν αντιμετώπισης οι νέες προκλήσεις που ανακύπτουν.
Ο υπερτουρισμός συνιστά μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις, καθώς οι συνέπειές του (υπερδόμηση, υπερφόρτωση/ελλείψεις υποδομών, επιβάρυνση του περιβάλλοντος) δύναται να αλλοιώσουν την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, με αντίστροφα από τα επιθυμητά αποτελέσματα για το τουριστικό προϊόν και τη φήμη της χώρας. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη (INSETE Intelligence, TCI Research, “Athens/ Greece Sentiment Tracker”, July 2022), η γενική φήμη της Ελλάδας στο διαδίκτυο υπερέβη τον Ιούλιο την αντίστοιχη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, ενισχυμένη από παράγοντες όπως ο πολιτισμός, το φαγητό, η διαμονή και οι εκδηλώσεις, ενώ υπολείπεται της Ιταλίας. Τον περασμένο μήνα, ωστόσο, η φήμη της χώρας μας υποχώρησε ελαφρώς, εξαιτίας της ταξιδιωτικής εμπειρίας (διαμονή, εστίαση, αξιοθέατα κ.λπ.), ακολουθώντας την πτωτική τάση που καταγράφηκε σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο, φαινόμενο που παρατηρείται συχνά στην αιχμή της τουριστικής περιόδου. Τέλος, σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα, αρνητικά βάρυναν στη φήμη της χώρας μας θέματα που σχετίζονταν με το κλίμα (κύμα καύσωνα, πυρκαγιές κ.ο.κ.), τα αυξανόμενα κρούσματα Covid-19, τις υψηλές χρεώσεις στην εστίαση κ.λπ.
Επιπλέον, ενδεχόμενη διαρθρωτική μετατόπιση της εισερχόμενης ταξιδιωτικής κίνησης στην Ελλάδα προς υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια παρασύρει το σύνολο των τιμών προς τα πάνω, πλήττοντας τον εγχώριο τουρισμό, ιδιαίτερα των μεσαίων και χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων. Παράλληλα, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, όπως οι υψηλότερες θερμοκρασίες, οι ακραίες καιρικές συνθήκες, η έλλειψη πόρων, καθώς και η διάβρωση του φυσικού περιβάλλοντος αναμένεται να έχουν σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην τουριστική βιομηχανία. Ο τουριστικός κλάδος αναμένεται επίσης να επηρεαστεί μεσο-μακροπρόθεσμα από τάσεις παγκοσμίου κλίμακας, οι οποίες αποτελούν προτεραιότητα της ευρωπαϊκής πολιτικής -όπως η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση-, και αφορούν στην ανάπτυξη και χρήση της τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή, στις αλλαγές στα συμπεριφορικά πρότυπα των ταξιδιωτών, αλλά και στις δημογραφικές εξελίξεις.
Τούτων δοθέντων, απάντηση στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τουρισμός μπορεί να δοθεί μέσω του στρατηγικού σχεδιασμού. Η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου -έστω και κατά ένα μήνα- δύναται αφενός να δώσει μόνιμη άνοδο στο ΑΕΠ της χώρας και αφετέρου να αμβλύνει σημαντικά τον κίνδυνο του υπερτουρισμού στο μέλλον σε ορισμένες χρονικές περιόδους του καλοκαιριού, ή περιοχές. Η αποτελεσματική διαχείριση των τουριστικών ροών, των φυσικών και πολιτιστικών πόρων, η ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού και νέων προορισμών, η διατήρηση αναλλοίωτου του χαρακτήρα των προορισμών, των αγροτικών και οικιστικών περιοχών, η άνοδος των εσόδων χωρίς υπέρμετρη άνοδο των επισκεπτών, αποτελούν στόχους η επίτευξη των οποίων θα δώσει περαιτέρω ώθηση στον ελληνικό τουρισμό, διαφυλάσσοντας παράλληλα την ανθεκτικότητα του κλάδου και την ταυτότητα των προορισμών και των τοπικών κοινωνιών. Η αύξηση των τουριστικών ροών ενδεχομένως δεν θα πρέπει πλέον να αποτελεί πρωταρχικό στόχο, όσο η κατανομή τους σε περισσότερες περιφέρειες της χώρας, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.