Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟΙΚΟΝΟΜΙΑAlpha Bank: Η κινεζική οικονομία στην εποχή των φθινουσών προσδοκιών

Alpha Bank: Η κινεζική οικονομία στην εποχή των φθινουσών προσδοκιών

Η Κίνα, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία μετά τις ΗΠΑ, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στις παγκόσμιες αναπτυξιακές προοπτικές. Σύμφωνα, μάλιστα, με τις αρχικές εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Μάρτιος 2023), η ισχυρή ανάκαμψη της Κίνας θα αντιπροσώπευε περίπου το ένα τρίτο της παγκόσμιας ανάπτυξης το 2023, ενώ θα οδηγούσε σε περαιτέρω ανάπτυξη τις γειτονικές ασιατικές οικονομίες. Ωστόσο, η επιδείνωση που παρατηρείται στα πρόσφατα οικονομικά στοιχεία έχει προκαλέσει ανησυχίες, με τον κίνδυνο μετάδοσης και σε άλλες οικονομίες να είναι ορατός, αναφέρει στο εβδομαδιαίο δελτίο της για την οικονομία η Alpha Bank.

Ενδεικτικά, τον Ιούλιο, ο δείκτης τιμών καταναλωτή μειώθηκε για πρώτη φορά (0,3%, σε ετήσια βάση), μετά από δύο χρόνια, αυξάνοντας την πιθανότητα αποπληθωρισμού, ενώ η αύξηση των δανείων υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2009. Στα μέσα Αυγούστου, η κινεζική κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν θα δημοσιεύει, πλέον, δεδομένα για την ανεργία για συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες. Η απόφαση αυτή ελήφθη, αφού η ανεργία των νέων, τον Ιούνιο, έφτασε στο επίπεδο ρεκόρ του 21,3%. Το ερώτημα που ανακύπτει, εν
προκειμένω, είναι εάν το οικονομικό μοντέλο της Κίνας, το οποίο πρόσφερε τέσσερις δεκαετίες υψηλής ανάπτυξης, θα μπορούσε να καταρρεύσει.

Τόσο η κυβέρνηση της Κίνας όσο και διεθνείς οργανισμοί έχουν αναθεωρήσει επί τα χείρω τις προβλέψεις τους για την κινεζική οικονομία. Μάλιστα, σε πρόσφατη έκθεσή του, ο οίκος αξιολόγησης Fitch (31.08.23) αναθεώρησε προς τα κάτω τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ της Κίνας για το 2023 σε 4,8%, από 5,6% που είχε προβλέψει τον Ιούνιο, επισημαίνοντας ότι η οικονομική ώθηση που σημειώθηκε μετά από την άρση των περιορισμών εξαιτίας της πανδημίας φαίνεται πλέον να εξασθενεί. Με τις εκτιμήσεις για την ανάπτυξη των επόμενων ετών να κυμαίνονται σε επίπεδα χαμηλότερα του 5%, οι ανησυχίες αυξάνονται, ειδικότερα αν ληφθεί υπόψη ότι η κινεζική οικονομία, το διάστημα πριν από την πανδημία (2000-2019), μεγεθύνθηκε κατά μέσο όρο 9% ετησίως, ενώ τώρα αναμένεται να περιορισθεί στο ήμισυ.

Ο ρυθμός αυτός θα μπορούσε να μειωθεί ακόμη περισσότερο εξαιτίας μιας σειράς κινδύνων όπως: α) η μείωση των εξαγωγών και η αναιμική εγχώρια κατανάλωση, β) τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία και γ) η επιβράδυνση της εγχώριας αγοράς ακινήτων, καθώς και των δημόσιων επενδύσεων σε έργα υποδομών, που έχουν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση του δημοσίου χρέους.

Πιο αναλυτικά, κατά την περίοδο της πανδημικής κρίσης, οι εξαγωγές της Κίνας αυξήθηκαν με αξιοσημείωτο ρυθμό, ενώ οι περισσότερες χώρες ήρθαν αντιμέτωπες με σημαντικά προβλήματα εξαιτίας των περιορισμών.

Όμως, από το δεύτερο εξάμηνο του 2022, το εμπόριο στην Κίνα έχει συρρικνωθεί, με τις εξαγωγές να μειώνονται, για τέταρτο διαδοχικό μήνα, κατά 8,8%, τον Αύγουστο, σε ετήσια βάση, και τις εισαγωγές κατά 7,3%, εξαιτίας, κυρίως, της παγκόσμιας αβεβαιότητας και της αποδυναμωμένης εγχώριας αγοράς.

Οι δυσοίωνες προοπτικές στις ανεπτυγμένες αγορές, οι οποίες απορροφούν περίπου το ένα τρίτο των εξαγωγών αγαθών της Κίνας, καθώς και οι γεωπολιτικές εντάσεις με τις ΗΠΑ, αναμφίβολα, αποτελούν παράγοντες που εγκυμονούν κινδύνους για το κινεζικό εμπόριο. Επιπλέον, η κινεζική οικονομία φαίνεται ότι έχει έρθει αντιμέτωπη με αποπληθωριστικές πιέσεις, που αυξάνουν τους κινδύνους στασιμότητας της οικονομίας.

Αναμφίβολα, το δημογραφικό ζήτημα εξελίσσεται σε κρίσιμο παράγοντα για την οικονομία της Κίνας, με τον πληθυσμό της να συρρικνώνεται, το 2022, για πρώτη φορά μετά από 60 χρόνια, ενώ η ραγδαία αύξηση της ανεργίας των νέων αποτελεί τροχοπέδη στις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, ειδικά για μια χώρα η οποία στηρίχθηκε στο πολυπληθές και “φθηνό” εργατικό της δυναμικό.

Τέλος, η αγορά ακινήτων, που αντιπροσωπεύει περίπου το 1/4 της οικονομίας της Κίνας, αποτελεί, ίσως, τον σημαντικότερο αρνητικό παράγοντα για την οικονομία, αφού διανύει μια περίοδο παρατεταμένης κρίσης. Με τη ζήτηση για ακίνητα να έχει μειωθεί αισθητά και τις τιμές των ακινήτων να ακολουθούν αντίστοιχη πορεία, πολλές κατασκευαστικές εταιρείες αλλά και τοπικές κυβερνήσεις έχουν έρθει αντιμέτωπες με δυσθεώρητες οφειλές ή έχουν κηρύξει πτώχευση, που δύναται να αποτελέσει κίνδυνο τόσο για το τραπεζικό σύστημα της χώρας, όσο και για το δημόσιο χρέος της. Η επενδυτική δραστηριότητα ναι μεν συνεχίζεται στην Κίνα, αλλά η πτώση στην αγορά ακινήτων έχει αρχίσει να απομακρύνει τους επενδυτές και να αποδυναμώνει το νόμισμα.

Επιπρόσθετα, η αδυναμία του τομέα των ακινήτων έχει φέρει στο προσκήνιο άλλα τρωτά σημεία, ιδίως στα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τα χρηματοδοτικά «οχήματα» της τοπικής αυτοδιοίκησης (LGFV). Κατά τη διάρκεια της οικονομικής άνθησης, εκτός του παραδοσιακού τραπεζικού δανεισμού, η “σκιώδης τραπεζική” διοχέτευε κεφάλαια σε ένα ευρύ φάσμα επενδύσεων, ενώ οι κατασκευαστικές εταιρείες και οι τοπικές κυβερνήσεις ήταν πρόθυμες να δανειστούν με υψηλότερα επιτόκια, με αποτέλεσμα, στην τρέχουσα φάση, να αντιμετωπίζουν προβλήματα αθέτησης πληρωμών.

Παρά τη βαρύτητα της κινεζικής οικονομίας στην παγκόσμια ανάκαμψη και την απότομη προσγείωση της οικονομίας της, ο αντίκτυπος δεν αναμένεται να έχει σημαντική επίδραση στο ΑΕΠ των ΗΠΑ, της Ευρωζώνης και της Ιαπωνίας (What Would a “Hard Landing” in China Portend for Other Major Economies?, Wells Fargo, Αύγουστος 2023). Ειδικά για τη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως, ο οικονομολόγος Paul Krugman (“How Scary is China’s crisis?”, New York Times, August 2023) υποστηρίζει ότι η έκθεση των ΗΠΑ σε μια πιθανή κρίση στην Κίνα είναι πολύ μικρή. Ενδεικτικά, οι άμεσες ξένες επενδύσεις των ΗΠΑ στην Κίνα και το Χονγκ Κονγκ είναι περίπου $215 δισ., ενώ οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου -μετοχές και ομόλογα- είναι λίγο περισσότερο από $300 δισ., που για μια μεγάλη οικονομία, όπως οι ΗΠΑ, η συνολική έκθεση των $515 δισ. δεν είναι σημαντική.

Συμπερασματικά, η επιβράδυνση του κλάδου των ακινήτων θα συνεχίσει να μειώνει την εγχώρια ζήτηση, μέσω των επιπτώσεών του στον κλάδο των κατασκευών και τα νοικοκυριά. Η εξέλιξη αυτή έχει επιδεινώσει την ήδη υποτονική εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επιχειρήσεων. Τέλος, η ισχνή εξωτερική ζήτηση και οι γεωπολιτικές εξελίξεις θα συνεχίσουν να επιβαρύνουν σε μεγάλο βαθμό τις εξαγωγές και τη μεταποιητική παραγωγή, ενώ η κινεζική κυβέρνηση, μέσω παρεμβάσεων, προσπαθεί να αντισταθμίσει τις εγχώριες απώλειες και να περιορίσει τον αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία.

spot_img
300px by 250px ad for bank of Chania

MUST READ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ