Σύμφωνα με τους ετήσιους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της ΕΛΣΤΑΤ, το πάγιο κεφάλαιο της ελληνικής οικονομίας παρέμεινε σε καθοδική τροχιά για 11ο χρόνο στη σειρά το 2020, συνεισφέροντας αρνητικά στις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας.
Ειδικότερα και όπως επισημαίνει η Eurobank Research στο τελευταίο τεύχος του «7 Ημέρες Οικονομία», oι ακαθάριστες επενδύσεις παγίων, ναι μεν επέδειξαν ανθεκτικότητα στην υγειονομική κρίση καταγράφοντας οριακή πτώση της τάξης του 0,6%, ωστόσο ήταν μικρότερες από τις αντίστοιχες αποσβέσεις. Δηλαδή, το 2020, το πάγιο κεφάλαιο που προστέθηκε στο ήδη υπάρχον απόθεμα (€19,3 δισεκ. ή 11,7% του ΑΕΠ) ήταν μικρότερο από το αντίστοιχο που αναλώθηκε (€26,3 δισεκ. ή 15,9% του ΑΕΠ). Το εν λόγω ποιοτικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας διατηρείται ανελλιπώς από το 2010, με τη συνολική συρρίκνωση του παγίου κεφαλαίου να ανέρχεται στα €93,1 δισεκ. Στο 1ο εξάμηνο του 2021 οι καθαρές επενδύσεις παγίων παρέμειναν αρνητικές, ωστόσο σε απόλυτα μεγέθη καταγράφηκε αποκλιμάκωση σε σύγκριση με το 1ο εξάμηνο του 2020.
Ποια είναι η συνεισφορά των επί μέρους θεσμικών τομέων στη μείωση του παγίου κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2010-2020; Η μερίδα του λέοντος ανήκει στα νοικοκυριά, με το άθροισμα των καθαρών επενδύσεων παγίων να διαμορφώνεται στα -€50,6 δισεκ. Το εν λόγω αποτέλεσμα αντικατοπτρίζει τη μεγάλη συρρίκνωση των κεφαλαιουχικών δαπανών για κατοικίες κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους. Ακολουθούν οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις με μείωση παγίου κεφαλαίου της τάξης των €34,7 δισεκ. και η γενική κυβέρνηση με €9,9 δισεκ. Τέλος, σε αντίθεση με τους προαναφερθέντες 3 τομείς, στις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις σημειώθηκε αύξηση παγίου κεφαλαίου κατά €2,1 δισεκ.
Εξαιρώντας τον τομέα των νοικοκυριών, η μείωση του παγίου κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2010-2020 ανέρχεται στα €42,5 δισεκ. Σε λογιστικούς όρους, δηλαδή χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν οι θετικές εξωτερικές οικονομίες που δημιουργεί το δημόσιο κεφάλαιο, ο ιδιωτικός τομέας συνεισέφερε το 76,7% της προαναφερθείσας πτώσης και ο δημόσιος το υπόλοιπο 23,3%. Τα επόμενα χρόνια, μέσω της αποτελεσματικής αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η καθοδική τροχιά του παγίου κεφαλαίου των εταιρικών επιχειρήσεων και της γενικής κυβέρνησης δύναται να μετατραπεί σε ανοδική, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας. Εάν οι αποσβέσεις παγίων παρέμεναν στα επίπεδα του 2020, η αύξηση του παγίου κεφαλαίου των εταιρικών επιχειρήσεων και της γενικής κυβέρνησης (δηλαδή η υπερκάλυψη των αποσβέσεων από τις νέες επενδύσεις) θα απαιτούσε ετήσιες ακαθάριστες επενδύσεις παγίων υψηλότερες των €17,9 δισεκ. (10,8% του ΑΕΠ). Στη βραχυχρόνια περίοδο, μια επιπρόσθετη πηγή άντλησης κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση επενδύσεων παγίων είναι οι πλεονάζουσες καταθέσεις στα εγχώρια Νομισματικά και Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το υπόλοιπο των καταθέσεων των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων διαμορφώθηκε στα €36,3 δισεκ. τον Σεπτέμβριο 2021, αυξημένο κατά €7,1 δισεκ. (24,2%) σε σχέση με τον Σεπτέμβριο 2020 και κατά €15,1 δισεκ. (70,1%) σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο 2019.
Εν κατακλείδι, η μείωση του παγίου κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε για 11ο χρόνο το 2020. Αυτό το αποτέλεσμα μαζί με τη συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού ισοδυναμούν με μείωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της Ελλάδας. Η αναστροφή της τρέχουσας πορείας από καθοδική σε ανοδική και η διατήρηση στη μακροχρόνια περίοδο των οφελών που θα προκύψουν (αύξηση κοινωνικής ευημερίας), είναι εφικτή μέσω της ενίσχυσης των επενδύσεων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα σε κλάδους που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, μέσω πολιτικών ενίσχυσης της συνολικής παραγωγικότητας και μέσω κινήτρων για συμμετοχή στην εγχώρια αγορά εργασίας.