«Αυτή τη στιγμή έχουμε να κάνουμε με μια πανδημία των ανεμβολίαστων. Αυτοί που κινδυνεύουν, είναι οι ανεμβολίαστοι και κυρίως όσοι είναι άνω των 60 ετών»: αυτά ήταν τα δύο μηνύματα που έστειλε ο υπουργός Επικρατείας ‘Ακης Σκέρτσος, κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στο ραδιοφωνικό σταθμό “Real FM”, επικαλέστηκε μάλιστα και τρεις αριθμούς: «9 στους 10 θανάτους από κορονοϊό αφορούν ανθρώπους άνω των 60 ετών. 8 στις 10 νοσηλείες σε ΜΕΘ αφορούν ανθρώπους άνω των 60 ετών. 9 στους 10 ανθρώπους που είναι άνω των 60 ετών και νοσηλεύονται στις ΜΕΘ, είναι ανεμβολίαστοι δυστυχώς».
Ως εκ τούτου, «έχουμε μια πανδημία των ανεμβολίαστων και εκεί πρέπει να εστιάσουμε την προσπάθειά μας να πείσουμε όσους ακόμη το σκέπτονται, φοβούνται, διστάζουν. Δεν θα πείσουμε τους σκληρούς αντιεμβολιαστές που θεωρούν είτε ότι δεν υπάρχει πανδημία είτε ότι το εμβόλιο είναι κάτι βλαβερό για τον άνθρωπο. Πρέπει να πάμε στο μικρο-επίπεδο και να επιστρατεύσουμε όλες τις δυνάμεις που έχουμε σε επίπεδο επιστημόνων, κοινωνικών δικτύων, στο επίπεδο ανθρώπων που έχουν επιρροή και αξιοπιστία στο δημόσιο λόγο τους». Άλλωστε, συμπλήρωσε, «η οικονομία δεν θα κλείσει για το 1/3 των ανθρώπων που δεν έχει εμβολιαστεί, έχει αποδειχθεί ότι είναι πολύ μικρότερη και η επιβάρυνση στο σύστημα υγείας: χάρη στον εμβολιασμό αυτή τη στιγμή έχουμε 2 ως 3 φορές λιγότερες νοσηλείες, ΜΕΘ και θανάτους».
Αφού απέρριψε δε, τις αιτιάσεις για αντιφάσεις στο δημόσιο λόγο της κυβέρνησης αναφορικά με το πού πρέπει να πέσει το βάρος του εμβολιασμού, εξήγησε: «Υπάρχει η δυνατότητα του εμβολιασμού και των παιδιών, όμως η προσπάθεια όλων πρέπει να εστιασθεί σε αυτούς τους ανθρώπους που έχουν υψηλότερο ρίσκο βαριάς νόσησης και δεν έχουν εμβολιαστεί. Τα παιδιά δεν έχουν αυτό το ρίσκο, θα κάνουν το εμβόλιο επειδή το πιστεύουν οι γονείς τους και επειδή θέλουν να προστατέψουν και τα ίδια, τους συμμαθητές τους και τους εκπαιδευτικούς, όσους αποτελούν το στενό περίγυρό τους. Αυτοί που κινδυνεύουν από τον κορονοϊό είναι οι άνω των 60. Φυσικά και ενθαρρύνουμε και τον εμβολιασμό των παιδιών με βάση τις εισηγήσεις της εθνικής επιτροπής εμβολιασμού αλλά το πρόβλημα δεν είναι τα παιδιά. Το πρόβλημα είναι οι άνω των 60, εκεί πρέπει να εστιάσουμε την προσπάθεια πειθούς».
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης, ο υπουργός υπογράμμισε τη διαπίστωση ότι αυτή τη στιγμή 6,4 εκατ. πολίτες έχουν κάνει τουλάχιστον μία δόση, δηλαδή περίπου το 67% των Ελλήνων, πράγμα που είναι «ένα υψηλό ποσοστό σε σχέση με το στόχο που είχαμε θέσει αρχικά». Με δεδομένο όμως ότι «η πανδημία είναι μια δυναμική κατάσταση η οποία διαρκώς εξελίσσεται και η μετάλλαξη “Δέλτα” ειδικότερα, μεταδίδεται πιο γρήγορα, πιο εύκολα, είναι πιο επικίνδυνη, πρέπει να πετύχουμε και υψηλότερα ποσοστά ανοσίας».
Σε κάθε περίπτωση «έχουμε περίπου 7,5 εκατ. πολίτες που έχουν φυσική ή τεχνητή ανοσία, 3 στους 4 Έλληνες και Ελληνίδες έχουν θωρακισθεί από τον κορονοϊό» (σ.σ. στους 6,4 εκατ. εμβολιασμένους πολίτες, ο Α. Σκέρτσος πρόσθεσε και 1 εκατ. κατ’ εκτίμηση, που έχει νοσήσει). Και συμπέρανε, «συνολικά είναι ένα υψηλό ποσοστό, πρέπει να πάμε και καλύτερα. ‘Αρα, η ισοπέδωση που ακούγεται από την αντιπολίτευση ή κάποιους που μιλούν δημοσίως, δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα».
Σε ό,τι αφορά την αναμνηστική δόση ειδικότερα, ο υπουργός επικαλέστηκε την εισήγηση της εθνικής επιτροπής εμβολιασμού που έχει καταλήξει να γίνει η δόση αυτή στις πιο ευάλωτες κατηγορίες, τους ανθρώπους που είναι άνω των 60 ετών, τους ανοσοκατασταλμένους και τους ανθρώπους που εργάζονται στο χώρο υγείας και οι οποίοι εκτίθενται περισσότερο στον ιό. Εκτίμησε, μάλιστα, ότι και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) θα προχωρήσει στην έγκριση, «θα το κάνει, όπως έχουμε ενημερωθεί, τέλος Σεπτεμβρίου ή μέσα στον Οκτώβριο, οι ευρωπαϊκές διαδικασίες κάποιες φορές καθυστερούν», είπε για να προσθέσει πως «ο αντίστοιχος EMA των Ηνωμένων Πολιτειών έχει δώσει την έγκρισή του για τα mRNA εμβόλια και την αναμνηστική δόση».
Ευκαιρίας δοθείσης δε, τόνισε για άλλη μια φορά πως «είναι εκτός τραπεζιού το λοκντάουν, είμαστε σε μια νέα φάση της πανδημίας, όπου συμβιώνουμε με τον ιό. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να κλείσει ξανά η οικονομία, η κοινωνία, η εκπαίδευση» και παρέπεμψε στη χρησιμότητα άλλων μέτρων, όπως «το μαζικό, εκτεταμένο testing σε όλους τους χώρους εργασίας (…) μπορούμε να εντοπίζουμε τον ιό πιο γρήγορα, στην πηγή και να απομονώνουμε τα κρούσματα. Η συμβίωση με τον ιό είναι μια κανονικότητα μέχρι να φθάσουμε σε ακόμη υψηλότερα ποσοστά ανοσίας».