Δεν προέβη σε κάποια αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας ο αμερικανικός οίκος Fitch Ratings στη χθεσινοβραδινή του προγραμματισμένη «ετυμηγορία», κρατώντας την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα BB, ενώ σταθερό διατήρησε και το outlook.
Το σταθερό outlook αντανακλά την εκτίμηση του οίκου αξιολόγησης για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών στην Ελλάδα, ακόμη και μετά το ισχυρό σοκ λόγω της πανδημίας. Η Fitch πάντως αναθεώρησε την πρόβλεψή της για ανάπτυξη το 2021 από 3% σε 4,3%, λαμβάνοντας υπόψη τις επιδόσεις του 1ου τριμήνου του 2021. Για το 2022 προβλέπει ανάπτυξη 5,3%, ενώ για το 2023 κατά 3,5% περίπου.
Σύμφωνα με την έκθεση, η αξιολόγηση της Ελλάδας αντανακλά τις αδύναμες αναπτυξιακές προοπτικές μεσοπρόθεσμα, τα πολύ υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων στον τραπεζικό κλάδο και το μεγάλο χρέος της χώρας. Αυτές οι αδυναμίες εξισορροπούνται από το υψηλό επίπεδο κατά κεφαλήν ΑΕΠ που ξεπερνά κατά πολύ χώρες με αξιολόγηση ΒΒ και ΒΒΒ.
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης ήταν 9,7% του ΑΕΠ το 2020, μεγαλύτερο από το μέσο εκτιμώμενο της διαβάθμισης «ΒΒ», το οποίο ανέρχεται σε 8%. Για τη φετινή χρονιά, η Fitch αναμένει ένα οριακά αμετάβλητο έλλειμμα (9,5%), λόγω των υψηλότερων του αναμενόμενου δαπανών για την πανδημία, ενώ στην έκθεση του Ιανουαρίου, προέβλεπε το έλλειμμα στο 7,2%.
Ο οίκος αναμένει ότι το έλλειμμα θα μειωθεί το 2022 στο 4,8% καθώς θα ολοκληρώνονται τα μέτρα της πανδημίας και η ανάκαμψη της οικονομίας θα στηρίζει τα έσοδα, ενώ αναμένεται να μειωθεί ακόμα περισσότερο το 2023, στο 2,8%.
Να σημειωθεί ότι τον Απρίλιο, η S&P είχε αναβαθμίσει το μακροπρόθεσμο αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα «BB» από «BB-» με θετικές από σταθερές τις προοπτικές outlook της ελληνικής οικονομίας.
Το χρέος έφθασε στο 205,6% του ΑΕΠ το 2020. Οι προβλέψεις του οίκου συνάδουν με το σενάριο, το χρέος να ανέλθει στο ανώτατο επίπεδο εφέτος στο 207% του ΑΕΠ, μεταξύ των υψηλότερων από τις χώρες που καλύπτει. Η Fitch αναμένει ότι ο λόγος του χρέους θα υποχωρήσει την επόμενη διετία, φθάνοντας στο 192,6% έως το 2023.
O οίκος σημειώνει ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους στηρίζεται από το μαξιλάρι ρευστότητας αλλά και από το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης. Επίσης, η ΕΚΤ έχει συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα PEPP, κάτι που της επιτρέπει να αγοράσει ομόλογα ύψους έως 37 δισ. ευρώ από τη δευτερογενή αγορά.