Ως «γιατρό της οικονομίας» χαρακτήρισε ο υπουργός Χάρης Θεοχάρης, τον τουρισμό φέτος, τονίζοντας ότι κατά τον πρώτο μήνα του καλοκαιριού οι επιδόσεις ήταν καλύτερες από πέρυσι. Παρά την αισιοδοξία βέβαια, οι μεταλλάξεις, η εμβολιαστική κόπωση αλλά η ισχνή κίνηση από Βρετανία και Ρωσία δείχνουν να επηρεάζουν την προσπάθεια επανάκαμψης, «θολώνοντας» τις αρχικές εκτιμήσεις, την ώρα που διεθνείς οργανισμοί τοποθετούν την πλήρη επαναφορά της τουριστικής δραστηριότητας σε δύο με τρία χρόνια από σήμερα.
Ειδικότερα, μιλώντας χθες από το βήμα του Delphi Forum ο υπουργός Τουρισμού κ. Χάρης Θεοχάρης, ανέφερε ότι η χώρα μας βρίσκεται στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία σε ό,τι έχει να κάνει με τον τουρισμό και τα ταξίδια και ήδη τον φετινό Ιούνιο οι επιδόσεις ήταν καλύτερες σε σχέση με πέρυσι. Παρότι τα νούμερα επιβεβαιώνουν την συγκριτικά ανοδική πορεία, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο τουρισμός ξεκίνησε πέρυσι πολύ αργότερα από φέτος, με το επίσημο άνοιγμα των εποχιακών μονάδων να έχει οριστεί το 2020 για τις 15 Ιουνίου.
Σύμφωνα με τον υπουργό αποτελεσματική αποδεικνύεται μέχρι στιγμής και η ισορροπία που περιλάμβανε το σχέδιο ανοίγματος της τουριστικής δραστηριότητας, αφού έχει συμβάλλει στο να αποφευχθούν δυσάρεστες καταστάσεις όπως στην Πορτογαλία: «Η ισορροπία είναι σημαντική. Πρέπει να κατανοήσουμε το παράδειγμα της Πορτογαλίας, η οποία άνοιξε με ένα σύστημα όχι τόσο ολοκληρωμένο και προσεκτικό στα σύνορά της, όπως το έχουμε υλοποιήσει εμείς και έτσι ξέφυγε η κατάσταση στην Αγγλία και τώρα και η γερμανική και η βρετανική αγορά επιβάλλουν καραντίνα σε όποιον γυρίζει από την Πορτογαλία» ανέφερε χαρακτηριστικά, εξηγώντας ότι τα «δύσκολα μέτρα που μπορεί να πάρουμε, να κλείσουμε μια αγορά κ.τ.λ., λαμβάνονται για αυτόν το λόγο».
Οι προσπάθειες που έχουν γίνει φέτος έχουν φέρει ήδη αποτελέσματα, αφού «έχουν βάλει τη χώρα μας στην πρώτη γραμμή, στο μυαλό όλων των ανθρώπων», σύμφωνα με τον υπουργό. Ενδεικτικό προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί και το γεγονός ότι το 50% της κρουαζιέρας που γίνεται στην Ευρώπη φέτος γίνεται στη χώρα μας». Για την συνέχεια της σεζόν, σύμφωνα με τον ίδιο, θα πρέπει να κυνηγήσουμε τα μέτρα, τις αποστάσεις και τους εμβολιασμούς ώστε η χώρα να βελτιώσει τους δείκτες για την υγεία μας, την οικονομία μας και τον τουρισμό μας».
Ακόμα κι αν τα παραπάνω αποδώσουν καρπούς βέβαια, οι αισιόδοξες προβλέψεις της αρχής της χρονιάς δείχνουν να φθίνουν, με το βασικό σενάριο του κλάδου να συνοψίζεται πλέον στην ανάκτηση του 40% με 45% των εισπράξεων του 2019, από το 50% και πλέον που ευαγγελίζονταν οι αρχικές εκτιμήσεις.
Οι χαμηλές πτήσεις του πρώτου εξαμήνου, το κλείσιμο μέχρι και σήμερα βασικών για την Ελλάδα αγορών, όπως η Βρετανία αλλά και η μετάλλαξη Δέλτα που δείχνει να τρομάζει κυβερνήσεις και ταξιδιώτες είναι οι βασικοί λόγοι της προς τα κάτω αναθεώρησης των στόχων.
Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς η έλλειψη αυτήν την περίοδο των κρατήσεων της Βρετανικής και Ρωσικής αγοράς είναι ένας σημαντικός παράγοντας που θα αποτυπωθεί και στο μέτωπο των εσόδων. Κι αυτό γιατί υπό κανονικές συνθήκες οι δυο αυτές αγορές που χαρακτηρίζονται από έντονη εποχικότητα πυροδοτούσαν την αύξηση των κρατήσεων και κατ’ επέκταση την άνοδο των τιμών.
Τους εντεινόμενους φετινούς κινδύνους για τον τουρισμό παγκοσμίως αποτυπώνει και πρόσφατη έκθεση της Διάσκεψης του ΟΗΕ για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD) σύμφωνα με την οποία, για το έτος 2021 είναι πιθανά τρία σενάρια, με το πιο αισιόδοξο να κάνει λόγο για μείωση της άφιξης τουριστών κατά 63% κατά μέσο όρο.
Σύμφωνα με τον UNWTO, οι ειδικοί του τομέα αναμένουν ότι η τουριστική κίνηση δεν θα επιστρέψει στα κανονικά της επίπεδα πριν το 2023, «ή και ακόμη αργότερα», εξαιτίας των περιορισμών των ταξιδιών, της βραδείας υποχώρησης του κορονοϊού, της μικρής εμπιστοσύνης των ταξιδιωτών και του δυσμενούς οικονομικού περιβάλλοντος.
«Σε παγκόσμιο επίπεδο, το πλήγμα που έφερε στον παγκόσμιο τουρισμό η Covid-19 προκάλεσε απώλεια του ΑΕΠ μεγαλύτερη των 4 τρισ. δολαρίων μόνο για τα έτη 2020 και 2021», αναφέρεται στην έκθεση η οποία παραλληλίζει τον σημερινό τουρισμό με εκείνον τριάντα χρόνια πριν.
Παράγοντες κινδύνου για την οικονομία που σχετίζονται με τον τουρισμό επισημαίνει και η Τράπεζα της Ελλάδος σε έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική. Σύμφωνα με αυτή «οι προβλέψεις υπόκεινται σε κινδύνους, οι οποίοι σχετίζονται με την εξέλιξη της πανδημίας σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Παρά το γεγονός ότι το εμβολιαστικό πρόγραμμα εξελίσσεται ομαλά, η εξάπλωση των μεταλλάξεων του κορονοϊού αποτελεί πηγή αβεβαιότητας και τυχόν επιδείνωση της πανδημίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε υποτονική τουριστική περίοδο και να καθυστερήσει την επιστροφή στην κανονικότητα».
«Η κρίση που επέφερε στον τουρισμό η πανδημία δεν επιτρέπει προβλέψεις για ανάκαμψη της ταξιδιωτικής κίνησης και δαπάνης στο επίπεδο του 2019 σε διάστημα μικρότερο των δύο έως τριών ετών. Αυτός είναι ο χρόνος που αναμένεται να χρειαστεί το ταξίδι αναψυχής, ώστε να επιστρέψει στα αυξημένα επίπεδα ζήτησης τόσο για την Ελλάδα όσο και διεθνώς» σημειώνει και προσθέτει ότι όσον αφορά τις εισπράξεις από τις ταξιδιωτικές υπηρεσίες «υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία, καθώς η ανάκαμψη των δραστηριοτήτων του τουρισμού συναρτάται στενά με την επιτυχή αντιμετώπιση της πανδημίας και ειδικότερα με την πορεία του εμβολιασμού. Οι εισπράξεις από τον εισερχόμενο τουρισμό εκτιμάται ότι θα αυξηθούν περίπου κατά 65% σε σχέση με το 2020, αλλά και πάλι θα παραμείνουν σε σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με το 2019».
Να υπενθυμίσουμε ότι οι ταξιδιωτικές εισπράξεις κατά το 2020 διαμορφώθηκαν στα 4.319 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 76,2% σε σύγκριση με το 2019 (18,17 δισ. ευρώ), τα έσοδα δηλαδή αναμένεται φέτος να φτάσουν τα 7,12 δισ. ευρώ ή περίπου στο 39% του 2019.