Η νέα «ψήφος εμπιστοσύνης» προς την ελληνική οικονομία και η «αγάπη» των διεθνών επενδυτών για τους κρατικούς ελληνικούς τίτλους αποτυπώθηκε στην πρόσφατη επανέκδοση του 10ετούς ομολόγου. Την περασμένη εβδομάδα το spread των 10ετών ομολόγων της Ελλάδας έναντι εκείνων της Γερμανίας μειώθηκε για λίγο κάτω από 100 μονάδες βάσης για πρώτη φορά από το 2008.
Τα ελληνικά ομόλογα, που κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους, εμφάνιζαν αποδόσεις ακόμα και 33% στη 10ετία, κέρδισαν την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Πλέον, η μεταβλητότητά τους έχει πέσει από το 69% που ήταν το 2015 στο 3,8%, δηλαδή σε επίπεδα χαμηλότερα του παγκόσμιου μέσου όρου και πολύ κοντά στα αμερικανικά ομόλογα, που θεωρούνται τα ασφαλέστερα στον κόσμο.
Τα ελληνικά ομόλογα έχουν το χαμηλότερο ρίσκο και τις υψηλότερες αποδόσεις από όλους τους κρατικούς τίτλους παγκοσμίως.
Στο επίπεδο των συνολικών αποδόσεων, οι ελληνικοί τίτλοι έδωσαν στους επενδυτές 120% τα τελευταία πέντε χρόνια, την ώρα που τα ευρωπαϊκά ομόλογα έδωσαν 19%, τα αμερικανικά 13%, τα ασιατικά 8% και τα παγκόσμια 13%, δείχνουν τα στοιχεία του Bloomberg.
Τα τελευταία δύο χρόνια, τα ελληνικά ομόλογα δίνουν συνολικές αποδόσεις 39%.
Το τρέχον περιβάλλον είναι άκρως ευνοϊκό για τα ομόλογα. Οι γενναίες κινήσεις χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής διεθνώς, και ειδικά της ΕΚΤ είναι απόλυτα ευνοϊκή για τα ευρωπαϊκά ομόλογα.
Η ΕΚΤ μέσω της Τραπέζης της Ελλάδος (στο πλαίσιο του προγράμματος πανδημίας ΡΕΡΡ) κατέχει περίπου το 41,5% των διαπραγματεύσιμων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Συνολικά στο χαρτοφυλάκιο ΕΚΤ-ΤτΕ βρίσκονται ομόλογα ονομαστικής αξίας 25,68 δισ. από το σύνολο των περίπου 62 δισ. που είναι διαπραγματεύσιμα.
Όμως, ακόμη και χωρίς την στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όταν υπάρξουν αλλαγές στη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ με τη μορφή του περιορισμού των αγορών μέσω PEPP ή μια αρκετά μακρινή αύξηση επιτοκίων, τα ελληνικά ομόλογα θα μπορέσουν να σταθούν αξιοπρεπώς.
Η Standard & Poors, αλλά και κορυφαίοι επενδυτικοί οίκοι διαβεβαιώνουν σε εκθέσεις τους ότι η Ελλάδα μπορεί να αντέξει και χωρίς να αγοράζει τα ομόλογά της η ΕΚΤ.
Μάλιστα στο πολύ μακρινό σενάριο της αύξησης των επιτοκίων, τα ελληνικά ομόλογα μπορεί να ευνοηθούν, αφού οι επενδυτές θα στραφούν σε ασφαλέστερες τοποθετήσεις στις οποίες περιλαμβάνονται οι ελληνικοί κρατικοί τίτλοι (όσο και εάν ξαφνιάζει μία τέτοια εκτίμηση) λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών του χρέους.
Περίπου 60% του χρέους κατέχεται από τον λεγόμενο “επίσημο τομέα” και δεν επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις των επιτοκίων και δεν μπορεί να αγοραστεί από την ΕΚΤ. Από το σύνολο του χρέους των περίπου 350 δισ. ευρώ, μόνο ένα ποσοστό περίπου 5% αναχρηματοδοτείται από το 2019 με τις εκδόσεις ομολόγων, ενώ υπάρχει ζήτηση για ελληνικούς τίτλους που δεν μπορεί να καλυφθεί.
Όμως ενώ οι αποδόσεις των ελληνικών ομόλογων είναι εντυπωσιακές, το Χ.Α., παρά την άνοδο του σε υψηλά 17 μηνών, υπολείπεται σημαντικά από την πορεία των ελληνικών ομολόγων. Μία δυσαρμονία που αργά η γρήγορα, όπως εκτιμούν χρηματιστηριακοί αναλυτές, θα πρέπει να αποκατασταθεί τουλάχιστον έως έναν βαθμό.
Μέχρι και τις αρχές του 2023 η Ελλάδα αναμένεται να αποκτήσει την ελάχιστη επενδυτική βαθμίδα, οπότε μετά το τέλος του έκτακτου προγράμματος, που εκπονήθηκε λόγω της πανδημίας, θα μπορεί να ενταχθεί και επισήμως στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ με τους όρους που θα ισχύσουν εκείνη την περίοδο.
ΠΗΓΗ:ΑΠΕ-ΜΠΕ